Κρίστοφερ Λας – Το θεραπευτικό κράτος εναντίον της οικογένειας

ΜΕΡΟΣ Α’ του κειμένου: Κρίστοφερ Λας, «Η ζωή στο θεραπευτικό Κράτος» (δημοσιεύτηκε στο 6ο τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα: Για την Αυτονομία και την άμεση δημοκρατία). Βλ. επίσης ΜΕΡΟΣ Β’ και ΜΕΡΟΣ Γ’.

Η ανάπτυξη της εσωστρεφούς οικογένειας με επίκεντρο το παιδί, μας λένε οι κοινωνιολόγοι εδώ και καιρό, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μετάβασης από την «παραδοσιακή» στη νεωτερική κοινωνία. Στα τελευταία είκοσι χρόνια, αυτή η ιδέα έχει εμπλουτιστεί με όλο και περισσότερα επιχειρήματα από ιστορικούς – τον Φιλίπ Αριές, τον Έλι Ζαρέτσκι, τον Έντουαρντ Σόρτερ, τον Λώρενς Στόουν, τη Νάνσυ Κωτ, και τώρα από τον Κάρλ Ντέγκλερ, για να αναφέρουμε μόνο αυτούς που επιχείρησαν εκτενείς συνθέσεις.

Με ελάσσονες διακυμάνσεις από τη μια χώρα στην άλλη, η ανάπτυξη της οικογένειας έχει ακολουθήσει το ίδιο πρότυπο, όπως φαίνεται, σε όλο το δυτικό κόσμο. Από τον 19ο αιώνα οι νέοι άνθρωποι είχαν κερδίσει το δικαίωμα να παντρεύονται με την ελάχιστη άμεση γονική ανάμειξη. Ο γάμος έγινε μια ένωση δυο ατόμων αντί μιας ένωσης δυο σογιών. Στόχος του γάμου έγινε η συντροφικότητα αντί της γονικής διευκόλυνσης. Μια καινούρια εμμονή με την αθωότητα και τον ευάλωτο χαρακτήρα της παιδικής ηλικίας ενθάρρυνε μια όλο και αυξανόμενη μανία με την παιδική ανατροφή και ιδιαίτερα με τη μητρική επιρροή στην ανάπτυξη του παιδιού.

Προκειμένου να παρέχουν σε καθένα από τα παιδιά τους τα πλεονεκτήματα που πλέον θεωρούνται πως τους ανήκουν δικαιωματικά, οι γονείς περιόρισαν σκόπιμα τον αριθμό των απογόνων τους. Οι διευρυμένες οικογένειες έδωσαν τη θέση τους στην οικεία, ιδιωτική, συζυγική μονάδα. Η λατρεία της οικιακής ζωής και ο αυστηρός διαχωρισμός της εργασίας με βάση το φύλο –που νομιμοποιήθηκε από το δόγμα των έμφυλων «σφαιρών» [2] – απομάκρυνε τις γυναίκες από τον κόσμο της εργασίας, αλλά τους έδωσε περισσότερο έλεγχο πάνω στην οικογένεια καθ’ εαυτή. Απογυμνωμένη από τις παραγωγικές της λειτουργίες, η οικογένεια τώρα εξειδικεύεται στην παιδική ανατροφή και στη συναισθηματική παρηγοριά, παρέχοντας ένα πολυπόθητο καταφύγιο σε έναν κόσμο που είναι οργανωμένος γύρω από τις απρόσωπες αρχές της αγοράς [3].

Αντλώντας πληροφορίες από επιστολές, ημερολόγια (πολλά εκ των οποίων αδημοσίευτα), ιατρικά κείμενα και έρευνες άλλων ιστορικών (ιδιαίτερα της Νάνσυ Κωτ, της Λίντα Γκόρντον και του Τζέημς Μωρ), o Καρλ Ντέγκλερ, στη μελέτη του για την αμερικανική οικογένεια Σε διαμάχη: οι γυναίκες και η οικογένεια στην Αμερική από την επανάσταση μέχρι σήμερα (1980), εμπλούτισε αυτή τη συμβατική εικόνα, τροποποιώντας κάποιες από τις λεπτομέρειές της, αλλά άφησε το γενικό της περίγραμμα ανέγγιχτο. Η κύρια συνεισφορά του, πέρα από την υπερβολική ποσότητα στοιχείων που έχει συλλέξει και της χαλαρής αντιμετώπισης ζητημάτων που πολύ συχνά χρησιμεύουν ως προτροπές για αντιπαράθεση, εντάσσεται σε τρεις κατηγορίες επιχειρημάτων. Έχει επιτυχώς αμφισβητήσει την παλαιότερη άποψη ότι οι Βικτωριανοί περικύκλωσαν το σεξ με μια «συνωμοσία της σιωπής». Έχει δείξει πως η βικτωριανή σεξουαλική ηθική, και πράγματι ολόκληρη η ιδεολογία της οικιακής ζωής στην οποία ήταν δεμένη, ήταν, τουλάχιστον εν μέρει, δημιουργία των γυναικών και όχι μια θηριώδης πατριαρχική ιδεολογία σχεδιασμένη να κρατήσει τις γυναίκες στη γωνιά τους. Και έχοντας αποδείξει ότι οι γυναίκες έλαβαν έναν ενεργό ρόλο στον μετασχηματισμό της οικογενειακής ζωής, έκανε ακόμα πιο δύσκολο να σκεφτούμε την οικογένεια απλώς ως έναν θεσμό που ανταποκρίνεται σε απρόσωπες κοινωνικο-οικονομικές «δυνάμεις».

Ο πρώτος απ’ αυτούς τους ισχυρισμούς –ότι οι Βικτωριανοί συζητούσαν για το σεξ πιο ανοιχτά απ’ όσο θα μπορούσαμε να φανταστούμε και ακόμη ότι αντλούσαν κάποια ηδονή απ’ αυτό– έχει ήδη γίνει σε μεγάλο βαθμό αντικείμενο περαιτέρω προσοχής. Ο Ντέγκλερ δεν ισχυρίζεται ότι οι Βικτωριανοί ζούσαν σε έναν σεξουαλικά επιτρεπτικό παράδεισο, αρνείται ωστόσο ότι δεν είχαν γνώση της γυναικείας σεξουαλικότητας. Δηλώσεις που έχουν παρερμηνευτεί ως αποδείξεις ότι οι γιατροί της βικτωριανής εποχής αρνούνταν την ύπαρξη σεξουαλικών ορέξεων στις γυναίκες θα πρέπει αντιθέτως να διαβάζονται ως δηλώσεις ρύθμισης, σχεδιασμένες να υποστηρίξουν μια νέα ηθική σύμφωνα με την οποία ένας άντρας δεν πρέπει να «επιβληθεί με το ζόρι πάνω σε μια απρόθυμη γυναίκα», όπως το έθετε μια ιατρική αυθεντία της εποχής. Ο Ντέγκλερ αποφαίνεται πως από τη στιγμή που οι άντρες δεν είχαν κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον να ζητούν τον περιορισμό της σεξουαλικής δραστηριότητας, ο σεξουαλικός περιορισμός πρέπει να ιδωθεί όχι ως μια ηθική που επιβάλλεται στις γυναίκες αλλά ως ένα μέρος της προσπάθειάς τους να απελευθερωθούν από τις συνεχείς εγκυμοσύνες.

Αυτό το επιχείρημα σχετίζεται στενά με τη δεύτερη πτυχή του συλλογισμού του. Υπ’ αυτή την έννοια, η λατρεία της οικιακής ζωής δεν συνιστούσε έναν περιορισμό που επιβλήθηκε στις γυναίκες, τουλάχιστον όχι σε μεγαλύτερο βαθμό από την περιοριστική σεξουαλική ηθική. Η οικιακή ζωή του 19ου αιώνα στηρίχθηκε στην αρχή της συντροφικότητας και οι γυναίκες επικαλέστηκαν αυτή την αρχή, σύμφωνα με τον Ντέγκλερ, προκειμένου να αιτιολογήσουν όχι απλώς το δικαίωμά τους στην αυτοπροστασία αλλά και πολλά άλλα αιτήματα. Η λατρεία της οικιακής ζωής, παρόλο που έκλεινε τις γυναίκες στο σπίτι, τις έκανε ηθικές διαιτήτριες της οικογένειας και οτιδήποτε άλλου άγγιζε τα συμφέροντά της.

Εκμεταλλευόμενες αυτή την ιδεολογία, οι γυναίκες κέρδισαν περισσότερη αυτονομία στο γάμο και ξεκίνησαν κοινωνικές εκστρατείες για την κατάργηση της πορνείας (ή τουλάχιστον για την ηθική της αποποινικοποίηση), την αύξηση της ηλικίας για τη σεξουαλική συγκατάθεση, τον έλεγχο της κατανάλωσης αλκοόλ, ή διαφορετικά, την προστασία των γυναικών από την αντρική βία και τη σεξουαλική παρενόχληση. «Ένα από τα επιχειρήματα αυτού του βιβλίου», γράφει ο Ντέγκλερ, «είναι ότι η ιστορία της οικογένειας κατανοείται καλύτερα μέσω της παραδοχής ότι οι αλλαγές στον ρόλο των γυναικών ήταν στη ρίζα αυτής της ιστορίας». Αυτή η μάλλον ανιαρή διατύπωση συγκαλύπτει την πολύ πιο ενδιαφέρουσα θέση ότι οι γυναίκες αναμόρφωσαν με ενεργό τρόπο την οικογένεια προς όφελος των δικών τους συμφερόντων, στρέφοντας τη λατρεία της οικιακής ζωής εναντίον του εαυτού της και θέτοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τις βάσεις του σύγχρονου φεμινισμού. Αιτήματα για την αναγνώριση των περιουσιακών δικαιωμάτων των παντρεμένων γυναικών, για τη διαμόρφωση ευνοϊκής νομοθεσίας διαζυγίου υπέρ της συζύγου, για τον σεξουαλικό αυτοέλεγχο από πλευράς των αντρών, για την αποδοχή μιας μεγαλύτερης συμμετοχής της γυναίκας στη ρύθμιση της συχνότητας της σεξουαλικής επαφής και της εγκυμοσύνης, ακόμη και για μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις στο πεδίο της κοινωνικής δικαιοσύνης και της «κοινωνικής καθαρότητας» [4] –όλα προέκυψαν από τη λογική της ίδιας της οικιακής ζωής και πέτυχαν, σύμφωνα με τον Ντέγκλερ, ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο.

Το ότι ο φεμινισμός στηρίχτηκε στην ίδια την ιδεολογία που φάνηκε να αμφισβητεί –τη λατρεία της οικιακής ζωής– δεν αποτελεί έκπληξη για τους προσεκτικούς μελετητές της ιστορίας του 19ου αιώνα, σίγουρα όχι για τους αναγνώστες του έργου της Εϊλίν Κρέιντιτορ και της Νάνσυ Κωτ [5]. Οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης παραμένουν προς διερεύνηση, ωστόσο, το βιβλίο του Ντέγκλερ, ακριβώς επειδή είναι το πρώτο που ασχολείται με την οικιακή ζωή και τον φεμινισμό ταυτοχρόνως, ενώ εκ πρώτης όψεως άφηνε υποσχέσεις για μια καλύτερη κατανόηση της διαλεκτικής τους αλληλεπίδρασης, δυστυχώς ο τρόπος που αντιμετωπίζει τον φεμινισμό, ακόμη και την ίδια την οικιακή ζωή σε κάποιο βαθμό, βυθίζεται στη σύγχυση και τις αντιφάσεις.

Το Σε Διαμάχη δεν είναι ένα προσεκτικά τεκμηριωμένο βιβλίο. Ο Ντέγκλερ υπεκφεύγει, για παράδειγμα, στο σημαντικό ερώτημα του εάν οι γυναίκες κατάφεραν να περιορίσουν τη συχνότητα της σεξουαλικής επαφής σε πείσμα των συζύγων τους, ή εάν οι άντρες συνεργάστηκαν επειδή έλαβαν την ιδέα της συντροφικότητας στα σοβαρά ή ίσως επειδή είχαν οικονομικούς λόγους, εν τέλει, για να επιθυμούν τον περιορισμό του μεγέθους των οικογενειών τους. Η πρακτική του σεξουαλικού περιορισμού, που εκφράστηκε μέσω της φθίνουσας γονιμότητας, αντανακλούσε μια «στενή και συντροφική σχέση μεταξύ των συζύγων» ή μια ρήξη της επικοινωνίας; Ο γάμος των μελών της αστικής τάξης του 19ου αιώνα προωθούσε τον «αμοιβαίο σεβασμό» ή τη σύγκρουση;

Παρόλο που η κεντρική θέση του Ντέγκλερ μάλλον υπονοεί μια συγκρουσιακή κατάσταση επειδή οι γυναίκες βρίσκονταν «σε διαμάχη» με την οικογένεια, τις περισσότερες φορές ο συγγραφέας προτιμάει να τονίζει την «εγγύτητα και την αμοιβαία επιρροή μεταξύ των δυο συζύγων». Αν όμως η συνεργασία ήταν ο κανόνας τότε είναι δύσκολο να εξηγήσουμε γιατί οι γυναίκες του 19ου αιώνα (τόσο οι φεμινίστριες όσο και οι αντιφεμινίστριες) θεωρούσαν τόσο συχνά τους άντρες ως ανταγωνιστές και προτιμούσαν να κάνουν παρέα με άτομα του ίδιου φύλου [6].

O Ντέγκλερ φλυαρεί, στη συνέχεια, σχετικά με το ερώτημα του εάν τα φθίνοντα ποσοστά των γεννήσεων αντανακλούσαν τη νίκη των γυναικών εναντίον των συζύγων τους, ή, απ’ την άλλη, μια νίκη της συντροφικότητας και της «στενής επικοινωνίας» μεταξύ των συζύγων. Αλλά το επιχείρημά του σ’ αυτό το σημείο αποτελεί ένα υπόδειγμα συνέπειας συγκριτικά με την ανάλυσή του για τον φεμινισμό. Αφενός, ο Ντέγκλερ υποστηρίζει ότι, από τις διάφορες μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν τον 19ο αιώνα, το φεμινιστικό αίτημα για την ψήφο ήταν το μοναδικό που αμφισβήτησε το δόγμα των έμφυλων «σφαιρών». Οι φεμινίστριες «δεν έκαναν καμιά προσπάθεια για να συγκαλύψουν τη σύγκρουση μεταξύ του φεμινισμού και της παραδοσιακής οικογένειας». Δυστυχώς οι περισσότερες από τις αδερφές τους δεν ήταν ακόμη έτοιμες να «αλλάξουν την παραδοσιακή οικογένεια και το ρόλο της γυναίκας μέσα σ’ αυτήν» και η αντίθεσή τους (πολύ περισσότερο από την αντίθεση των αντρών) ανέβαλε την υιοθέτηση του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες για πολλές δεκαετίες.

Αφετέρου, ο Ντέγκλερ ισχυρίζεται λίγες σελίδες παρακάτω ότι το δικαίωμα των γυναικών να ψηφίζουν «δεν αποδιοργάνωσε την οικογένεια» καθόλου και ότι επομένως οι αντιφεμινιστικοί φόβοι ήταν εσφαλμένοι. Πράγματι, πιστεύει ότι είναι κρίμα που οι φεμινίστριες δεν «αντιπαρατέθηκαν» στην οικογένεια πιο άμεσα, θέλοντας απλώς να λαμβάνουν μέρος οι γυναίκες στον κόσμο της πολιτικής και της εργασίας ως ίσες, αρνούμενες όμως να παραδεχτούν πως αυτό το πρόγραμμα ερχόταν σε σύγκρουση με την «παραδοσιακή» οικογενειακή δομή που απαιτούσε από τις γυναίκες να είναι σύζυγοι και μητέρες επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Αντί να αντιμετωπίσουν αυτή την αντίφαση, οι φεμινίστριες υποχώρησαν από την αρχική τους δήλωση ότι το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες «συμβόλιζε την ατομικότητά τους [και] την ανάγκη τους να μιλούν ως πολιτικά άτομα» και στήριξαν την υπόθεση του δικαιώματος ψήφου πάνω στις πιο συντηρητικές βάσεις ότι οι γυναίκες «είχαν μια ιδιαίτερη συμβολή στην κοινωνία» ως ηθικοί φρουροί. Αν δινόταν στις γυναίκες το δικαίωμα ψήφου, ισχυρίζονταν πλέον οι φεμινίστριες, θα καταργούσαν το εμπόριο αλκοόλ και λευκής σαρκός, θα έβαζαν τέλος στην πολιτική διαφθορά και θα προωθούσαν τη δουλειά του «κοινωνικού νοικοκυριού» [7].

Μερικοί απ’ αυτούς τους ισχυρισμούς διαψεύδονται από τα ίδια τα στοιχεία που παραθέτει Ντέγκλερ. Έχοντας δείξει ότι μεγάλος αριθμός των γυναικών της αστικής τάξης –γυναικών που σε καμία περίπτωση δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους φεμινίστριες– είχαν «αμφισβητήσει την οικογένεια» σε πολλά θέματα, ήδη από τη δεκαετία του 1830, αδυνατεί να υποστηρίξει επαρκώς ότι αυτές οι ίδιες γυναίκες εναντιώθηκαν στο δικαίωμα ψήφου τους επειδή κάτι τέτοιο θα αμφισβητούσε την «παραδοσιακή οικογένεια». Φαίνεται πιο λογικό να υποθέσουμε –ελλείψει μιας διεξοδικής μελέτης για την εναντίωση στο δικαίωμα ψήφου των γυναικών, μελέτη που μένει να γίνει– ότι οι περισσότερες γυναίκες ορθώς αντιλήφθηκαν πως η ψήφος θα προωθούσε ελάχιστα τα άμεσα συμφέροντά τους, είτε ως γυναίκες που πάλευαν ενάντια στα κατάλοιπα της πατριαρχικής αυθεντίας, είτε, για την περίπτωση των γυναικών των κατώτερων τάξεων, ως μέλη μιας εκμεταλλευόμενης κοινωνικής τάξης. Οι προλετάριες δεν επεδίωκαν την αφηρημένη αναγνώριση της ισότητας δικαιωμάτων αλλά τη συγκεκριμένη προστασία των γυναικών μέσα στα εργοστάσια. Οι γυναίκες που ζούσαν σε φάρμες, τον καιρό που οι συνθήκες της αγροτικής ζωής επιδεινώνονταν με τρομακτικούς ρυθμούς, είχαν πολύ σημαντικότερα πράγματα να τις απασχολούν από το δικαίωμα ψήφου. Είναι χαρακτηριστικό πως το Ποπουλιστικό Κόμμα [8], στο οποίο συμμετείχε ένας αξιόλογος αριθμός πολιτικά ενεργών γυναικών, αρνήθηκε να υποστηρίξει το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες το 1892 –αυτό δε σημαίνει πως οι πολιτικώς ριζοσπαστικές γυναίκες διατηρούσαν συντηρητικές απόψεις για την οικογένεια, όπως αιτιολογεί ο Ντέγκλερ, αλλά ότι οι ριζοσπάστριες προφανώς αναγνώρισαν πως ο φεμινισμός, ένα αστικό κίνημα που απευθυνόταν στις ανάγκες των γυναικών της αστικής τάξης για έκφραση της ατομικότητας τους (self-expression), είχε λίγα να προσφέρει στις γυναίκες που αντιμετώπιζαν την πιο άμεση απειλή της φτώχειας.

Αν, παρ’ όλα αυτά, το φεμινιστικό κίνημα δεν συνιστούσε καμία απειλή στο κοινωνικο-οικονομικό status quo, αυτό δεν συνέβη επειδή οι φεμινίστριες απέτυχαν να «αμφισβητήσουν» την οικογένεια. Σ’ αυτό το σημείο ο Ντέγκλερ στηρίζεται σε προηγούμενες ερμηνείες του φεμινισμού του 19ου αιώνα –αυτές της Εϊλίν Κρέιντιτορ και του Ουίλιαμ Ο’Νιλ– που πρόκειται να αναθεωρηθούν δραστικά από μια επικείμενη μελέτη του Ουίλιαμ Ρ. Λιτς [9]. Η Κρέιντιτορ και ο O’Nιλ ισχυρίζονται ότι οι υπέρμαχοι της ψήφου εγκατέλειψαν τα επιχειρήματα που βασίζονται στη δικαιοσύνη και προσεταιρίστηκαν τη συντηρητική θέση πως το δικαίωμα ψήφου θα επέκτεινε την εξαγνιστική επιρροή των γυναικών στο σύνολο της δημόσιας ζωής. Αντιθέτως, ο Λιτς δείχνει ότι οι φεμινίστριες είδαν τη μεταρρύθμιση του γάμου ως κεντρικό ζήτημα και ότι πρότειναν το δικαίωμα ψήφου ως μια οδό για την εξισορρόπηση των σχέσεων μεταξύ αντρών και γυναικών. Μακράν του να αρνούνται ότι το δικαίωμα ψήφου θα «αλλοίωνε την παραδοσιακή οικογένεια», οι φεμινίστριες το πρότειναν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Αλλά το όραμά τους για μια εξισωτική οικογένεια βασισμένη στην οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών παρέμεινε, παρόλο τον ριζοσπαστισμό του, ένα ταξικό πρόγραμμα, στενά δεμένο με την προοπτική και τα συμφέροντα μιας αναδυόμενης επαγγελματικής τάξης που αναζητούσε νέες μορφές ελέγχου πάνω στις έμφυλες και τις κοινωνικές συγκρούσεις οι οποίες απειλούσαν, στα μάτια τους, να θρυμματίσουν την αμερικανική κοινωνία.

Η γνώμη μου είναι πως πρέπει να δούμε τον αμερικανικό προοδευτισμό –του οποίου το φεμινιστικό κίνημα υπήρξε εγγενές κομμάτι– ως μια «αντι-μεταρρύθμιση», όπως πρότεινε ο Τσαρλς Μπερντ εκείνη την περίοδο. Ο προοδευτισμός αντιπροσώπευε μια άκρως επιτυχημένη προσπάθεια για την εκτροπή του ποπουλισμού, του εργατικού ριζοσπαστισμού, και άλλων δυνάμει επαναστατικών κινημάτων, μέσω της μεταρρύθμισης της κοινωνίας από τα πάνω προς τα κάτω. Οι φεμινίστριες, όπως και οι λοιποί υπέρμαχοι της Προόδου, υπερασπίστηκαν όχι τον ατομικισμό αλλά την κοινωνική «συνεργασία», ξεκινώντας από τον γάμο. Επιδίωξαν να ελέγξουν τη σεξουαλικότητα, την απληστία, την επιθετικότητα και άλλα κοινωνικώς αποδιοργανωτικά πάθη μεταμορφώνοντάς τα σε ακίνδυνες διεξόδους. Το περίφημο δοκίμιο του Ουίλιαμ Τζέιμς πάνω στην «ηθική ισοδυναμία του πολέμου» είναι ένα παράδειγμα του τρόπου σκέψης που διακατέχει τον προοδευτισμό καθώς και τον φεμινισμό. Οι φεμινίστριες υπέθεσαν, επιπρόσθετα, ότι οι γυναίκες, όντας περισσότερο προδιαθετιμένες για συνεργασία απ’ τους άντρες και λιγότερο ταγμένες στις αρσενικές επιδιώξεις του πολέμου και της ανταγωνιστικής κερδοσκοπίας, θα μπορούσαν να αλλάξουν την κοινωνία μέσω της διείσδυσής τους στους σημαντικότερους θεσμούς (την κυβέρνηση, τις επιχειρήσεις, την εκπαίδευση, τις κοινωνικές υπηρεσίες) και να τους στρέψουν προς πιο ειρηνικούς σκοπούς. Θα πρέπει να δούμε το επιχείρημα υπέρ της «σκοπιμότητας» του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες ως μια συγκεκριμένη εφαρμογή της γενικότερης προοδευτικής αρχής ότι τα «καλύτερα» άτομα πρέπει να κυβερνούν –δηλαδή, άτομα προσοντούχα με δήθεν ανιδιοτελή κίνητρα και μπόλικη επαγγελματική κατάρτιση.

Όπως και άλλοι υπέρμαχοι της Προόδου, οι φεμινίστριες του 19ου αιώνα είχαν μια απέραντη πίστη στην ανιδιοτελή επιστημονική εξειδίκευση. Πρότειναν να οργανώσουν τόσο τη σεξουαλική όσο και την κοινωνική ζωή σύμφωνα με τις αρχές της σύγχρονης επιστήμης και δεν έδειχναν τίποτα άλλο παρά περιφρόνηση για αυτούς (όπως τους ποπουλιστές) που προσπάθησαν να στηρίξουν την πολιτική δράση στην έμφυτη ευφυΐα του απλού κόσμου, αντρών και γυναικών. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν αποτελεί έκπληξη ότι αυτός ο απλός κόσμος δεν όρμηξε να υποστηρίξει το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες.

Είναι αδύνατο να κατανοήσουμε την ιστορία της οικογένειας του 19ου αιώνα – όπως άλλωστε υποδηλώνουν οι ασυνέπειες και οι αντιφάσεις της επιχειρηματολογίας του Ντέγκλερ– αν δεν αντιληφθούμε την τάση «ελέγχου της σεξουαλικότητας», όπως το θέτει ο ίδιος, ως τμήμα μιας ευρύτερης προσπάθειας να ελεγχθούν όλα τα υπόλοιπα επίσης: να τοποθετήσουμε την κοινωνία στο μικροσκόπιο. Η συναισθηματική εντατικοποίηση της οικογενειακής ζωής –η νέα «σεξουαλική οικειότητα» στην οποία ο Ντέγκλερ και άλλοι έχουν τόσο αξιοθαύμαστα στρέψει την προσοχή τους– οδήγησε όχι στη συνεργασία αλλά στις συγκρούσεις μεταξύ συζύγων και μεταξύ γονέων και παιδιών. Αυτές οι συγκρούσεις αποκάλυψαν τη σεξουαλική έλξη μεταξύ γονέων και παιδιών και τις δυσκολίες οι οποίες αναδύθηκαν αργότερα στις σχέσεις μεταξύ ενήλικων αντρών και γυναικών. Οι «φρενολόγοι» και οι μεταρρυθμιστές της υγείας του 19ου αιώνα είχαν ήδη καταλάβει τη σύνδεση μεταξύ σεξουαλικής απώθησης και νεύρωσης και, όπως δείχνει ο Ντέγκλερ, γνώριζαν εξίσου αρκετά σχετικά με την παιδική σεξουαλικότητα. Στα μορφωμένα μέλη των επαγγελματικών τάξεων –και αυτό συμπεριλαμβάνει τις περισσότερες φεμινίστριες– μια τέτοιου είδους γνώση υποσχόταν μια προληπτική επιστήμη σεξουαλικού και κοινωνικού ελέγχου, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μεταξύ άλλων για να εκπολιτίσει τους φτωχούς, να τους υποτάξει σε νέους ελέγχους που ήταν με ξεκάθαρο τρόπο συγκαλυμμένοι ως ευεργεσία, και έτσι να τους ενσωματώσει πληρέστερα στην αναδυόμενη βιομηχανική τάξη πραγμάτων.

Επειδή ο Ντέγκλερ υιοθετεί τον συμβατικό διαχωρισμό μεταξύ «κοινωνικού φεμινισμού» και του κινήματος για τη διεκδίκηση του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες, αδυνατεί να δει ότι οι προσπάθειες ελέγχου της σεξουαλικότητας μέσα στην οικογένεια εμπνέονταν από την ίδια τάση που εκφράστηκε στον προοδευτισμό –την τάση να θέσουμε τις επικίνδυνες ενέργειες, κοινωνικές ή σεξουαλικές, υπό έλεγχο. Τα επιτεύγματα του «ατομικισμού» και της «αυτονομίας» από την πλευρά των γυναικών της αστικής τάξης αποτελούσαν τμήμα μιας ευρύτερης κοινωνικοπολιτικής διαδικασίας η οποία κατέληγε στην κοινωνική εδραίωση διαφόρων ειδικών.

Ο Ντέγκλερ παραβλέπει ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της αμερικανικής σκηνής του ύστερου 19ου αιώνα˙ τη συμμαχία μεταξύ γυναικών και γιατρών και την ειρωνεία του αποτελέσματός της. Επειδή η παρέμβαση των επαγγελματιών στην οικογενειακή ζωή διέβρωσε την πατριαρχική αυθεντία, οι γυναίκες την υποστήριξαν –ή τουλάχιστον την δέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες όταν αυτή προσφερόταν– ακόμα και όταν αυτή έπληττε τα παραδοσιακά τους προνόμια. Έτσι οι γυναίκες καλωσόρισαν την αντικατάσταση της μαμής στη γέννα από τους γιατρούς. Ο επαναπροσδιορισμός της εγκυμοσύνης ως ασθένειας που χρήζει ιατρικής παρέμβασης βοήθησε τις γυναίκες στην εκστρατεία τους υπέρ της εθελούσιας μητρότητας ρίχνοντας το κόστος της εγκυμοσύνης στους άντρες τους –όχι μόνο το χρηματικό κόστος αλλά και το συναισθηματικό κόστος της εισβολής του γιατρού στην κρεβατοκάμαρα, τον σφετερισμό εκ μέρους του των σεξουαλικών προνομίων του συζύγου. Μακροπρόθεσμα, παρ’ όλα αυτά, οι επαγγελματίες διεύρυναν τη δικαιοδοσία τους γύρω από την οικιακή ζωή όχι μόνο σε βάρος της πατριαρχικής αυθεντίας αλλά επίσης και σε βάρος του ελέγχου που μέχρι πρότινος ασκούσαν οι γυναίκες γύρω από τη γέννα, την ανατροφή του παιδιού και την οικιακή οικονομία. Γιατροί, ψυχίατροι, κοινωνικοί λειτουργοί, παιδικοί σύμβουλοι, και άλλοι ειδικοί ειρωνεύονταν το μητρικό ένστικτο, την οικιακή θεραπεία και τις εμπειρικές μεθόδους, υποστηρίζοντας την αντικατάσταση της λαϊκής παραδοσιακής σοφίας των γυναικών από νέες τεχνικές που βασίζονται στην επιστήμη και είναι κατανοητές μόνο από αυτούς που έχουν επαγγελματική κατάρτιση. Συμμαχώντας με τα επαγγέλματα παροχής βοήθειας, οι γυναίκες βελτίωσαν τη θέση τους στην οικογένεια μόνο για να πέσουν σε ένα νέο είδος εξάρτησης, την εξάρτηση του καταναλωτή από την αγορά και από τους παρόχους εξειδικευμένων υπηρεσιών όχι απλώς για την ικανοποίηση των αναγκών τους αλλά και για τον ίδιο τον ορισμό των αναγκών τους.

ΜΕΡΟΣ Α’ του κειμένου: Κρίστοφερ Λας, «Η ζωή στο θεραπευτικό Κράτος» (δημοσιεύτηκε στο 6ο τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα: Για την Αυτονομία και την άμεση δημοκρατία)

Συνέχεια στο ΜΕΡΟΣ Β’

Βλ. και ΜΕΡΟΣ Γ’

[Σ.τ.μ.: C. Lasch, “Life in the Therapeutic State”, Women and the Common Life [Οι γυναίκες και η από κοινού ζωή], Νέα Υόρκη/Λονδίνο, W.W. Norton, 1997, σσ. 161-186. Πρόκειται για το ένατο κεφάλαιο του συγκεκριμένου βιβλίου του Aμερικανού ιστορικού και κοινωνιολόγου Κρίστοφερ Λας, το οποίο εκδόθηκε μεταθανάτια από την κόρη του και επί της ουσίας αποτελείται από συλλογή άρθρων που είχε κατά καιρούς γράψει ο Λας σχετικά με το γυναικείο ζήτημα, τον φεμινισμό, την οικογένεια και τις έμφυλες σχέσεις. Στα ελληνικά είναι μεταφρασμένα τα έργα του Λιμάνι σε έναν άκαρδο κόσμο: η οικογένεια υπό πολιορκίαν, Ο ελάχιστος εαυτός: ψυχική επιβίωση σε καιρούς αναστάτωσης, Η κουλτούρα του ναρκισσισμού: η αμερικανική ζωή σε μια εποχή μειούμενων προσδοκιών και Η εξέγερση των ελίτ και η προδοσία της δημοκρατίας, όλα από τις Εκδόσεις Νησίδες.

[2] Σ.τ.μ.: Όσον αφορά το ζήτημα της «διαίρεσης της εργασίας με βάση το φύλο» ή αλλιώς του «έμφυλου καταμερισμού της εργασίας» (division of sexual labor) ο Λας το θίγει εκτενώς στο πέμπτο κεφάλαιο του ίδιου βιβλίου. Κατά την άποψη του Λας, αν και σε όλες τις κοινωνίες υπάρχει ένας διαχωρισμός της αντρικής από τη γυναικεία εργασία (διαχωρισμός που όντως διατηρεί τις γυναίκες υποταγμένες στην πατριαρχία), είναι η σύγχρονη εποχή που, μέσω ορθολογικών μεθόδων και θεραπευτικών ελέγχων, δημιούργησε αυτόν τον αυστηρό καταμερισμό της εργασίας βάσει του φύλου και της σεξουαλικότητας περιορίζοντας τη γυναίκα σε μια κατάσταση μόνιμης μητρότητας και οικιακής εργασίας. Αυτή η νέα θέσμιση στις έμφυλες σχέσεις εντοπίζεται στην άνοδο της προαστιακής ζωής όπου οι γυναίκες εγκλωβίζονται στον οίκο και απομακρύνονται χωρικά απ’ τη δημόσια ζωή, με αποτέλεσμα να παρακμάσουν μια σειρά από πολιτικές δραστηριότητες στις οποίες οι γυναίκες (παντρεμένες ή ανύπαντρες) είχαν ενεργό συμμετοχή ή ακόμα και εξ’ ολοκλήρου οργανωτική αρμοδιότητα, από τις φιλανθρωπίες μέχρι την εκστρατεία κατά της δουλείας, το ειρηνικό κίνημα, το εργατικό κίνημα και φυσικά το κίνημα για την ισότητα των δύο φύλων. Όπως αναφέρει ο ίδιος, για να τονίσει τη σύγχυση που δημιουργείται γύρω από το θέμα, «η διαίρεση της εργασίας που επικράτησε στη μεταπολεμική εποχή κατέληξε κατά συνέπεια να ταυτίζεται – με μια αντίστοιχη απώλεια της διανοητικής σαφήνειας – με τη διαίρεση της έμφυλης εργασίας γενικά». Βλ. C. Lasch, “The Sexual Division of Labor, the Decline of Civic Culture and the Rise of the Suburbs” [Η έμφυλη διαίρεση της εργασίας, η παρακμή της πολιτικής κουλτούρας και η άνοδος των προαστίων], Women and the Common Life, ό.π., σσ. 93 – 120.Στα ίδια πλαίσια, το δόγμα των «έμφυλων σφαιρών» (sexual spheres) αναπτύχθηκε κατά κύριο λόγο την περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης και θεμελιωνόταν στην αντίληψη της χωρικής διαίρεσης βάσει της σεξουαλικότητας και του φύλου. Έτσι, στους άντρες ανήκε η δημόσια σφαίρα, δηλαδή η ενασχόληση με την πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις, την οικονομία και τη δικαιοσύνη, ενώ οι γυναίκες προορίζονται για την ιδιωτική σφαίρα (τον οίκο) και την ενασχόληση με την οικιακή εργασία και την παιδική ανατροφή. Η εκβιομηχάνιση των κοινωνιών οδήγησε στην απώλεια του ελέγχου των μέσων παραγωγής από τον οίκο (όπως συνέβαινε στην προβιομηχανική περίοδο με τον θεσμό της «διευρυμένης οικογένειας») με αποτέλεσμα την μετατροπή του οίκου σε μια ξεχωριστή, απομονωμένη και τελικώς ιδιωτική σφαίρα.

[3] Οι ακόλουθες παρατηρήσεις από τον ψυχολόγο Ζερόμ Καγκάν, που παρατίθενται επιδοκιμαστικά από τον Ντέγκλερ προς υποστήριξη της πρόβλεψής του για τη «διάρκεια της οικογένειας», παρέχουν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της συμβατικής σκέψης επί του θέματος: «καθώς τα σύγχρονα περιβάλλοντα καθιστούν πιο δύσκολη την επίτευξη ενός συναισθήματος ατομικής ισχύος και αποτελεσματικότητας, η απελευθέρωση από κάθε συναισθηματικό δεσμό γίνεται όλο και πιο δυσβάσταχτη. Το συναισθηματικό δέσιμο με την οικογένεια είναι ο μοναδικός βιώσιμος μηχανισμός που είναι διαθέσιμος να ικανοποιήσει αυτή την πείνα». Με άλλα λόγια, η οικογένεια, σύμφωνα με τη συμβατική κοινωνιολογική σοφία, έχει καταλήξει να χρησιμεύει ως «ένα λιμάνι σε έναν άκαρδο κόσμο».

[4] Σ.τ.μ.: Το κίνημα κοινωνικής καθαρότητας (social purity movement) ήταν ένα κοινωνικό κίνημα κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, αποτελούμενο κυρίως από γυναίκες και ενεργό κυρίως σε αγγλόφωνες χώρες, που σκόπευε στην εναντίωση μιας σειράς σεξουαλικών πράξεων που θεωρούνταν ανήθικες βάσει της χριστιανικής ηθικής όπως η ρύθμιση ή η απονομιμοποίηση της πορνείας με την παράλληλη κατάργησή της, η απαγόρευση της πορνογραφίας, η κατάργηση των αμβλώσεων, ενώ στους στόχους του κινήματος συμπεριλαμβάνεται ο έμφυλος διαχωρισμός των φυλακών, τα όρια της ηλικίας σεξουαλικής συναίνεσης κ.α. Το εν λόγω κοινωνικό κίνημα επηρέασε σε σημαντικό βαθμό το μεταγενέστερο φεμινιστικό κίνημα καθώς και κινήματα με κύρια ενασχόληση την ευγονική ή τον έλεγχο του αριθμού γεννήσεων.

[5] Aileen S. Kraditor, The Ideas of the Woman Suffrage Movement [Οι ιδέες του γυναικείου κινήματος για το δικαίωμα ψήφου], Κολούμπια, Columbia University Press, 1965. Nancy G. Cott, The Bonds of Womanhood [Οι δεσμοί της γυναικείας φύσης], Νιού Χάβεν, Yale University Press, 1977. Το βιβλίο του Ντέγκλερ αντλεί εκτενώς απ’ αυτές τις δύο ερμηνείες.

[6] Πιθανότατα η ρίζα αυτής της δυσκολίας να βρίσκεται στην ιδέα ότι οι γυναίκες ήταν «σε διαμάχη» με μια κοινωνιολογική αφαίρεση («την οικογένεια») που ενδιέφερε περισσότερο τους λόγιους και τους επαγγελματίες βοηθούς παρά τους συνηθισμένους άντρες και τις συνηθισμένες γυναίκες. Οι γυναίκες, οντως ήταν πολύ συχνά σε διαμάχη με τους άντρες. Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο οι λόγιοι αλλά και οι φεμινίστριες (αναπάντεχα) αποφεύγουν αυτό το γεγονός. Παρά την πρόσφατη συζήτηση γύρω από τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των γυναικών, αλλά και τους αγώνες τους για την κατάκτηση πλήρους υπηκοότητας (citizenship), η δήλωση ότι οι άντρες και οι γυναίκες είναι σοβαρά και κατά κάποιον τρόπο θεμελιωδώς «σε διαμάχη» ηχεί μέχρι και σήμερα στους περισσότερους προοδευτικά σκεπτόμενους ανθρώπους όχι απλά ως μια λανθασμένη αλλά ως μια αντιδραστική ερμηνεία του θέματος που, σύμφωνα με την άποψή τους, χρήζει καταδίκης. Ο καθένας συμφωνεί ότι «η οικογένεια» καταπιέζει τις γυναίκες, αλλά κανείς δεν βιάζεται να ρίξει μια σοβαρή ματιά στην καταπίεση των γυναικών απ’ τους άντρες. Νομίζω πως γνωρίζω την αιτία αυτού του δισταγμού: μια τέτοια έρευνα ίσως να κατέληγε στο, αποτροπιαστικό για την ευαισθησία της διαφωτισμένης μας εποχής, συμπέρασμα πως δεν έχουν όλες οι συγκρούσεις μια προφανή θεσμική επίλυση. Αυτή η υπερευαισθησία γύρω από τις έμφυλες συγκρούσεις εξηγεί γιατί οι φεμινίστριες, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι κοινωνιολόγοι και άλλοι επαγγελματίες κριτικοί των οικιακών διευθετήσεων περιορίζουν τις επιθέσεις τους στην «οικογένεια» -ένας ασφαλής στόχος, μιας και «η οικογένεια» δεν μπορεί αντιδράσει, και, επιπρόσθετα, οι άντρες αυτές τις μέρες έχουν τους δικούς τους λόγους (όπως πάντα) να αρνούνται τις αξίες που συσχετίζονται με την οικιακή ζωή.

[7] Σ.τ.μ.: Το κίνημα «κοινωνικής νοικοκυροσύνης» (social housekeeping movement) υπήρξε ένα από τα δυναμικότερα φεμινιστικά κινήματα στις Η.Π.Α. του 19ου αιώνα. Κατά κύριο λόγο προωθούσε την ιδέα ότι η πολιτική είναι «το νοικοκυριό σε ευρεία κλίμακα» και υποστήριζε πως, ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, η συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική ζωή μέσω του δικαιώματος ψήφου θα είχε ως αποτέλεσμα το νοικοκύρεμα της δημόσιας σφαίρας καθώς και το ξεσκόνισμα της «βρόμικης» πολιτικής των αντρών. Ένα από τα κεντρικά συνθήματα του κινήματος ήταν: «βρόμικη πολιτική – μπορούμε να την καθαρίσουμε; – δώστε μας την ευκαιρία!». Μαζί με το κίνημα «κοινωνικής καθαρότητας» θεωρήθηκαν δυο από τα πιο δυναμικά «ματερναλιστικά» κινήματα των Η.Π.Α. κατά τα τέλη του 19ου αιώνα.

[8] Σ.τ.μ.: Το Λαϊκίστικο Κόμμα, ή αλλιώς το Κόμμα του Λαού (People’s Party), ήταν ένας πολιτικός σχηματισμός που δραστηριοποιήθηκε στις Η.Π.Α. μεταξύ 1891 και 1908 και γι’ αυτό τον λόγο δεν πρέπει να συγχέεται με τον καθιερωμένο ορισμό του «λαϊκισμού» που ισχύει στις μέρες μας, τόσο σε Ελλάδα και Ευρώπη, όσο και στις Η.Π.Α. (π.χ. το Tea Party). Αποτελούνταν κυρίως από ανθρώπους των λαϊκών τάξεων και βασίστηκε στη συμμαχία μεταξύ της αγροτιάς και του αναδυόμενου αμερικανικού προλεταριάτου. Σε προγραμματικό επίπεδο υποστήριζαν, μεταξύ άλλων, την πληθωριστική οικονομική πολιτική μέσω της απελευθέρωσης των νομισμάτων άργυρου για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης (σε αντίθεση με την νομισματική πειθάρχηση που έθετε ο Κανόνας του Χρυσού), την εθνικοποίηση των σιδηροδρόμων, τη διαγραφή χρεών και την αναδιανομή της γης. Σε επίπεδο πολιτικής δράσης το Ποπουλιστικό Κόμμα προωθούσε κινήσεις πολιτικής και οικονομικής ανυπακοής (εναντίον εμπόρων, μεσιτών κ.ο.κ.), ενώ το ευρύτερο πολιτικό πρόταγμα του κόμματος βασιζόταν στην αναδιανομή της ιδιοκτησίας και της πολιτικής εξουσίας, καθώς και στην συμμετοχή του λαού στις πολιτικές αποφάσεις (γι’ αυτό και συχνά οι ιστορικοί αναγνωρίζουν την εγγύτητα μεταξύ ποπουλισμού και αμερικανικού ρεπουμπλικανισμού). Οι ιδεολογικές του επιρροές πηγάζαν από τις ριζοσπαστικές τάσεις του αμερικανικού Διαφωτισμού και ιδιαίτερα από τη σύλληψη της δημοκρατίας μέσα από τους Τζέφερσον, Τζάκσον και Λίνκολν.

[9] To Everyone Was Brave The Rise and Fall of Feminism in America [Όλες ήταν γενναίες: η άνοδος και η πτώση του φεμινισμού στην Αμερική] του Ο’Νιλ δημοσιεύτηκε από το Quadrangle το 1969. Η μελέτη του Λιτς, True Love and Perfect Union: The Feminist Reform of Sex and Society [Η αληθινή αγάπη και η τέλεια σύζευξη: η φεμινιστική μεταρρύθμιση του φύλου και της κοινωνίας], δημοσιεύτηκε το 1980 από την Basic Books.

Eros computans

Η πίστη στην ισόβια συντροφικότητα, η δυναμική του έρωτα και οι ομολογίες αιώνιας αγάπης δηλητηριάζονται από τη ρηχότητα και την αποστασιοποίηση, την ταχύτητα και τη διαφυγή. Σύμφωνα δε με τις διαβεβαιώσεις των ακαδημαϊκών κύκλων, μαθαίνουμε πως οι ρομαντικοί είναι οπισθοδρομικοί, νοσταλγικοί, αντιδραστικοί, γέννησαν τον φασισμό· δεν είναι καιρός για εντάσεις και πόθους, η ultra φιλελεύθερη κοινωνία μας αναδύεται μέσα από την ποσότητα, την αύξηση της ζήτησης, τη λογιστική των παθών, τη μετρησιμότητα όσων επισκέφτηκαν τη ζωή μας, την ορθολογική διαρρύθμιση εν τέλει όλων των συγκινησιακών φορτίσεων.

Read More »

Οι καθημερινές νευρώσεις της ζωής στις μεγαλουπόλεις

Το ξυπνητήρι χτυπάει. Το κλείνεις και το ξανακλείνεις. Ευτυχώς προνόησες από το προηγούμενο βράδυ να το ρυθμίσεις αρκετά λεπτά πριν απ’ την ώρα που πραγματικά θες να ξυπνήσεις. Δεν θες να σηκωθείς και να βγεις στη ζούγκλα. Ψάχνεις δικαιολογίες, τελικά σηκώνεσαι. Βουρτσίζεις δόντια, ντύνεσαι και επιδίδεσαι σε ένα τελετουργικό προετοιμασίας προς την έρημο του κοινωνικού, τσεκάρεις για τελευταία φορά αν κρατάς τα κλειδιά σου στο χέρι κι αν έχεις πάρει το κινητό σου και πιάνεις το πόμολο. Βαθιά ανάσα και ξαφνικά είσαι στον δημόσιο χώρο, με την απορία πόσο μεγάλη θα είναι η δόση παράνοιας που θα συναντήσεις και σήμερα.

Read More »

Ζαν Μπωντριγιάρ – Είμαστε όλοι τρανς

Όλοι μας προσέχουμε το «look» μας. Από τη στιγμή που δεν μπορείτε να αντλήσετε μια αξία από την ίδια σας την ύπαρξη (δεν κοιτάμε πλέον ο ένας τον άλλον – και η σαγήνη φτάνει σε ένα τέλμα!), αυτό που απομένει είναι η επιτέλεση μιας πράξης εμφάνισης, χωρίς πραγματικά να νοιάζεστε για το είναι σας, ή ακόμα και για το ίδιο το εμφανίζεσθαι.

Read More »

Cart

Your Cart is Empty

Back To Shop