Ζούμε σε ένα τεχνολογικό σύμπαν στο οποίο διαρκώς επικοινωνούμε. Παρ’ όλα αυτά, έχουμε θυσιάσει τη συζήτηση προς όφελος της απλής σύνδεσης.
Στο σπίτι, τα μέλη μιας οικογένειας κάθονται μαζί στέλνοντας μηνύματα ή διαβάζοντας e-mail. Στη δουλειά, τα στελέχη στέλνουν μηνύματα κατά τη διάρκεια των διοικητικών συμβουλίων. Στέλνουμε μηνύματα (και κάνουμε ψώνια και μπαίνουμε στο Facebook) κατά τη διάρκεια των μαθημάτων και όταν βγαίνουμε κάποιο ραντεβού. Οι φοιτητές μου μού αναφέρουν μια νέα σημαντική δεξιότητα: αφορά τη διατήρηση της οπτικής επαφής με κάποιον ενώ στέλνεις μήνυμα σε κάποιον άλλον· είναι δύσκολο, αλλά μπορεί να γίνει.
Κατά τα τελευταία 15 χρόνια, έχω μελετήσει τις τεχνολογίες της κινητής συνδεσιμότητας και έχω μιλήσει με εκατοντάδες ανθρώπους διαφόρων ηλικιών και περιπτώσεων αναφορικά με την συνδεδεμένη τους ζωή. Έχω μάθει ότι οι μικρές συσκευές που όλοι μας χρησιμοποιούμε είναι τόσο ισχυρές που καταφέρνουν ν’ αλλάξουν όχι μόνο αυτό που κάνουμε, αλλά και αυτό που είμαστε.
Έχουμε προσαρμοστεί σε έναν νέο τρόπο του να είμαστε «μόνοι μαζί». Χάρη στην τεχνολογία, μπορούμε να είμαστε μαζί και ταυτόχρονα να είμαστε αλλού, συνδεδεμένοι με όποιο μέρος θα θέλαμε να είμαστε. Θέλουμε να παραμετροποιήσουμε τις ζωές μας. Θέλουμε να μετακινούμαστε από και προς το μέρος που είμαστε επειδή αυτό που αξιολογούμε περισσότερο είναι ο έλεγχος πάνω σ’ αυτά που εστιάζουμε την προσοχή μας. Έχουμε συνηθίσει στην ιδέα να είμαστε σε μια φυλή του ενός, πιστοί στον εαυτούλη μας.
Οι συνάδελφοί μας θέλουν να πάνε στο τάδε διοικητικό συμβούλιο αλλά δίνουν προσοχή μόνο σ’ ό,τι τους ενδιαφέρει. Σε μερικούς αυτό μπορεί να ακούγεται καλή ιδέα, αλλά μπορεί να καταλήξουμε να κρυβόμαστε ο ένας απ’ τον άλλον, ακόμα κι αν είμαστε μονίμως συνδεδεμένοι ο ένας με τον άλλον.
Κάποιος επιχειρηματίας στεναχωριέται που δεν έχει πλέον συναδέλφους στη δουλειά. Δεν σταματάει για να τους μιλήσει· δεν τους τηλεφωνεί. Λέει ότι δεν θέλει να τους διακόψει. Αναφέρει ότι είναι «αρκετά απασχολημένοι με τα e-mail τους». Αλλά τότε κάνει μια παύση και διορθώνει τον εαυτό του. «Δεν είναι αλήθεια. Εγώ είμαι αυτός που δεν θέλει να τον διακόψουν. Μάλλον θα έπρεπε. Αλλά προτιμώ να ασχοληθώ με το Blackberry μου».
Ένα δεκαεξάχρονο αγόρι που στέλνει μηνύματα σχεδόν για τα πάντα αναφέρει με περίπου νοσταλγικό τρόπο ότι «κάποια μέρα, κάποια μέρα, μα σίγουρα όχι τώρα, θα ήθελα να μάθω πως να συζητάω».
Στους εργασιακούς χώρους των καιρών μας, οι νέοι άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει υπό τον φόβο της συζήτησης, εμφανίζονται στη δουλειά φορώντας ακουστικά. Αν περπατήσουμε σε μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη ή στις υψηλής τεχνολογίας εγκαταστάσεις μιας πανεπιστημιούλης, παρατηρούμε το ίδιο πράγμα: είμαστε μαζί, αλλά ο καθένας είναι μέσα στη δική του φούσκα, μανιωδώς συνδεδεμένος με πληκτρολόγια και μικροσκοπικές οθόνες αφής. Ένας συνέταιρος δικηγορικού γραφείου στη Βοστώνη περιγράφει μια σκηνή απ’ το γραφείο του. Νεαροί συνεργάτες παρατάσσουν το τεχνολογικό τους οπλοστάσιο: φορητούς υπολογιστές, iPods και τηλέφωνα πολλαπλής χρήσης. Κι έπειτα φορούν τα ακουστικά τους. «Απ’ τα μεγάλα. Σαν εκείνα των πιλότων. Μετατρέπουν τα γραφεία τους σε πιλοτήρια». Με τους νεαρούς δικηγόρους στα πιλοτήριά τους, το γραφείο παραμένει ήσυχο σε τέτοιο βαθμό που κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να διαταράξει αυτή την ησυχία.
Μέσα στη σιωπή της σύνδεσης, οι άνθρωποι παρηγορούνται που βρίσκονται σε επαφή με πολύ κόσμο – διατηρούμενοι επιμελώς σε κάποια απόσταση. Δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε ο ένας τον άλλον εάν χρησιμοποιούμε την τεχνολογία προκειμένου να κρατήσουμε ο ένας τον άλλον σε ελεγχόμενες αποστάσεις: όχι πολύ κοντά, όχι πολύ μακρυά, όσο πρέπει. Όλο αυτό φαντάζει σαν το σύνδρομο της Χρυσομαλλούσας.
Η αποστολή μηνυμάτων και τα e-mail και οι αναρτήσεις μάς επιτρέπουν να παρουσιάσουμε τον εαυτό που θα θέλαμε να είμαστε. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να τον επεξεργαστούμε. Και αν το επιθυμούμε, να τον διαγράψουμε. Ή να τον ρετουσάρουμε: τη φωνή, το δέρμα, το πρόσωπο, το σώμα. Όχι πάρα πολύ, όχι πάρα πολύ λίγο – όσο πρέπει.
Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πολύπλοκες· είναι ακατάστατες και απαιτητικές. Εμείς έχουμε τη συνήθεια να τις συμμαζεύουμε μέσω της τεχνολογίας. Και η μετακίνηση απ’ τη συζήτηση στη σύνδεση είναι κομμάτι αυτής της διαδικασίας. Αλλά πρόκειται για μια διαδικασία εξαπάτησης των εαυτών μας. Ή ακόμα χειρότερα, φαίνεται πως με την πάροδο του χρόνου σταματάμε να ενδιαφερόμαστε γι’ αυτό, ξεχνάμε ότι υπάρχει διαφορά.
Τείνουμε να πιστεύουμε πως οι μικρές «γουλιές» διαδικτυακής σύνδεσης προστίθενται στη μεγάλη ρουφηξιά της πραγματικής συζήτησης. Δεν ισχύει. Το e-mail, το Twitter, το Facebook και όλα αυτά τα εργαλεία έχουν τη θέση τους – στην πολιτική, στην οικονομία, στον έρωτα και στη φιλία. Αλλά όσο πολύτιμα κι αν είναι, δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη συζήτηση.
Οι γουλιές διασύνδεσης μπορεί να είναι λειτουργικές για τη συγκέντρωση μεμονωμένων αποσπασμάτων πληροφοριών ή για να πούμε «σε σκέφτομαι». Ή ακόμα και για να πούμε «σ’ αγαπώ». Αλλά οι γουλιές διασύνδεσης δεν λειτουργούν το ίδιο όταν είναι να κατανοήσουμε και να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον. Δια της συζήτησης στρεφόμαστε ο ένας προς τον άλλον (η ίδια η λέξη είναι κινητική· προέρχεται από λέξεις οι οποίες σημαίνουν κινούμαι, μαζί). Μπορούμε να είμαστε παρόντες στον τόνο και την απόχρωση της φωνής. Στη συζήτηση, καλούμαστε να δούμε τα πράγματα από την οπτική γωνία του άλλου.
Η ΠΡΟΣΩΠΟ-ΜΕ-ΠΡΟΣΩΠΟ συζήτηση ξεδιπλώνεται με αργούς ρυθμούς. Μας διδάσκει την υπομονή. Όταν επικοινωνούμε διαμέσου των ψηφιακών μας συσκευών, αποκτούμε διαφορετικές συνήθειες. Καθώς ανεβάζουμε την ένταση και την ταχύτητα της διαδικτυακής σύνδεσης, αρχίζουμε να περιμένουμε όλο και πιο γρήγορες απαντήσεις. Προκειμένου να τις πάρουμε, ρωτάμε ο ένας τον άλλο όλο και ευκολότερες ερωτήσεις· ρίχνουμε το επίπεδο της επικοινωνίας, ακόμα και για τα πιο σημαντικά ζητήματα. Είναι σαν να έχουμε καλωδιωθεί όλοι στην τηλεοπτική ειδησεογραφία. O Σαίξπηρ πρέπει να είχε πει ότι «μας κατασπαράζει αυτό που μας θρέφει».
Και συζητούμε με τους άλλους προκειμένου να μάθουμε να συζητήσουμε με τον εαυτό μας. Οπότε, η φυγή απ’ τη συζήτηση μπορεί να σημαίνει τον εκμηδενισμό των πιθανοτήτων εκμάθησης της δεξιότητας του αυτοστοχασμού. Στις μέρες μας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας ρωτούν «τι σκεφτόμαστε», αλλά δεν ωθούμαστε ούτε κατ’ ελάχιστον ώστε να πούμε κάτι πραγματικά αυτοστοχαστικό. O αυτοστοχασμός στη συζήτηση απαιτεί εμπιστοσύνη. Είναι δύσκολο με 3.000 φίλους στο Facebook να κάνουμε κάτι πέραν του να συνδεθούμε.
Όσο συνηθίζουμε να εξαπατούμε ο ένας τον άλλο στη συζήτηση και να γινόμαστε όλο και λιγότερο κατανοητοί, φαινόμαστε όλο και πιο πρόθυμοι να απαλλαχθούμε απ’ τους ανθρώπους εντελώς. Άνθρωποι σοβαροί φαντασιώνονται στο μέλλον τα προγράμματα των υπολογιστών ως ψυχιάτρους. Ένας μαθητής της Β’ λυκείου μου εκμυστηρεύτηκε ότι εύχεται να ήταν δυνατό να μπορούσε να μιλήσει για το φλερτ σε ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης αντί για τον πατέρα του· όπως λέει, η τεχνητή νοημοσύνη θα είχε πολύ περισσότερες συμβουλές αποθηκευμένες στη βάση δεδομένων. Πράγματι, αρκετοί άνθρωποι μου λένε ότι ελπίζουν πως όσο η Siri, η ψηφιακή βοηθός του iPhone της Apple, θα εξελίσσεται, θα γίνεται όλο και περισσότερο κάτι σαν η καλύτερη φίλη – κάποια που θ’ ακούει όταν δεν θα το κάνουν οι άλλοι.
Κατά τα χρόνια που ασχολήθηκα με την έρευνα της σχέσης των ανθρώπων με την τεχνολογία, έχω ακούσει αρκετές φορές τη φράση «δεν με ακούει κανείς». Πιστεύω ότι αυτό το αίσθημα βοηθάει να εξηγήσουμε γιατί είναι τόσο ελκυστικό να έχουμε σελίδα στο Facebook ή την τροφοδοσία απ’ το Twitter – το καθένα από αυτά μας παρέχει πάρα πολλούς αυτοματισμένους ακροατές. Και μας βοηθάει να εξηγήσουμε γιατί –ενάντια σε κάθε λογική– τόσος πολύς κόσμος είναι πρόθυμος να μιλήσει σε μηχανές που φαίνεται να νοιάζονται γι’ αυτόν. Οι ερευνητές ανά τον κόσμο είναι απασχολημένοι με την εφεύρεση εκκοινωνισμένων ρομπότ, σχεδιασμένων να συντροφεύουν τους ηλικιωμένους, τα παιδιά, όλους μας.
Μια απ’ τις πιο ανατριχιαστικές εμπειρίες κατά τη διάρκεια της έρευνας μου ήταν όταν είχα πάρει μαζί μου σε ένα γηροκομείο ένα από εκείνα τα ρομπότ που έχουν σχήμα μωρού φώκιας και μια ηλικιωμένη γυναίκα ξεκίνησε να του μιλάει για την απώλεια του παιδιού της. Το ρομπότ φαινόταν να την κοιτάζει στα μάτια. Φαινόταν σαν να συμμετέχει στη συζήτηση. Η γυναίκα ένιωσε ανακουφισμένη.
Και πολλοί άνθρωποι το βρήκαν εκπληκτικό. Όπως με τον δευτεροετή που ζητάει συμβουλές για το φλερτ από την τεχνητή νοημοσύνη και όλους εκείνους που ανυπομονούν για την έλευση της ψυχιατρικής των υπολογιστών, αυτός ο ενθουσιασμός δείχνει ότι έχουμε μπερδέψει σε μεγάλο βαθμό τη συζήτηση με τη διασύνδεση και φαίνεται να έχουμε ενστερνιστεί συλλογικά ένα νέο είδος αυταπάτης που αποδέχεται την προσομοίωση της ευσπλαχνίας ως κάτι επαρκές μέχρι νεοτέρας. Και γιατί να θέλουμε να μιλήσουμε για την αγάπη και την απώλεια με μια μηχανή η οποία δεν έχει καμία εμπειρία σχετικά με την ανθρώπινη ζωή; Έχουμε χάσει σε τέτοιο βαθμό την αυτοπεποίθησή ότι μπορούμε να είμαστε εκεί ο ένας για τον άλλον;
ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ περισσότερα απ’ την τεχνολογία και λιγότερα απ’ τους άλλους και φαινόμαστε όλο και περισσότερο απορροφημένοι απ’ τις τεχνολογίες που προσφέρουν την ψευδαίσθηση της συντροφικότητας χωρίς τις απαιτήσεις της σχέσης. Οι συσκευές αέναης συνδεσιμότητας παρέχουν τρεις ισχυρές φαντασιώσεις: ότι πάντοτε θα μπορούμε να ακουγόμαστε· ότι μπορούμε να εστιάσουμε την προσοχή μας όπου εμείς θέλουμε· και ότι ποτέ δεν θα χρειάζεται να είμαστε μόνοι. Πράγματι, οι νέες συσκευές έχουν μετατρέψει τη μοναξιά σε πρόβλημα του οποίου έχουμε βρει τη λύση.
Όταν οι άνθρωποι είναι μόνοι, ακόμα και για μερικά λεπτά, αρχίζουν να κάνουν νευρικές κινήσεις και να ψάχνουν για κάποια συσκευή. Εδώ η σύνδεση λειτουργεί σαν σύμπτωμα, όχι σαν θεραπεία, και η ακατάπαυστη, αντανακλαστική αντίδραση για σύνδεση διαμορφώνει έναν νέο τρόπο του είναι.
Φανταστείτε το σαν «κάνω share, άρα υπάρχω». Χρησιμοποιούμε την τεχνολογία προκειμένου να ορίσουμε τον εαυτό μας μέσω της κοινοποίησης των σκέψεων και των συναισθημάτων μας, όπως έχουν. Παλιά συνηθίζαμε να σκεφτόμαστε «αισθάνομαι κάτι· θέλω να πάρω τηλέφωνο κάποιον». Πλέον η αντίδρασή μας είναι «θέλω να αισθάνομαι κάτι· πρέπει να στείλω ένα μήνυμα».
Οπότε, προκειμένου να νιώθουμε όλο και πιο πολύ, και να νιώθουμε όλο και πιο πολύ σαν να είμαστε ο εαυτός μας, συνδεόμαστε. Αλλά με τη βιάση μας για σύνδεση, δραπετεύουμε απ’ τη μοναξιά, απ’ την ικανότητά μας να μένουμε σε απόσταση και να περισυλλεγόμαστε. Με την απώλεια της ικανότητάς μας για μοναξιά, στρεφόμαστε προς τους άλλους αλλά δεν τους βιώνουμε όπως πραγματικά είναι. Είναι σαν να τους χρησιμοποιούμε, να τους χρειαζόμαστε σαν ανταλλακτικά προκειμένου να υποστηρίξουμε τον ολοένα και περισσότερο εύθραυστο εαυτό μας.
Είμαι υπέρμαχος της συζήτησης. Προκειμένου να κάνουμε χώρο γι’ αυτήν, θα πρέπει να κάνουμε κάποια αρχικά, υποχρεωτικά βήματα. Στο σπίτι, μπορούμε να δημιουργήσουμε ιερούς χώρους: την κουζίνα, την τραπεζαρία. Μπορούμε να κάνουμε τα αυτοκίνητά μας «ζώνες απελευθερωμένες από συσκευές». Μπορούμε να επισημάνουμε την αξία της συζήτησης στα παιδιά μας. Μπορούμε να κάνουμε το ίδιο πράγμα στις δουλειές μας. Εκεί είμαστε τόσο απασχολημένοι με το να επικοινωνούμε ώστε συχνά δεν έχουμε χρόνο προκειμένου να μιλήσουμε ο ένας στον άλλον γι’ αυτά που πραγματικά είναι σημαντικά. Οι εργαζόμενοι ζητάνε τις χαλαρές Παρασκευές· οι προϊστάμενοι θα πρέπει να θεσπίσουν τις ομιλητικές Πέμπτες. Πάνω απ’ όλα, χρειάζεται να θυμόμαστε –ανάμεσα στα μηνύματα, τα e-mails και τις αναρτήσεις στο Facebook– να ακούμε ο ένας τον άλλον, ακόμη και στα βαρετά σημεία, γιατί σ’ αυτές τις μη επεξεργασμένες στιγμές, τις στιγμές που διστάζουμε και τραυλίζουμε και σιωπούμε, είναι που συνήθως αποκαλύπτουμε τον εαυτό μας ο ένας στον άλλον.
Περνάω τα καλοκαίρια μου σε ένα αγρόκτημα στην Cape Cod, και επί δεκαετίες περπατούσα στους ίδιους λόφους που κάποτε περπατούσε ο Θορώ. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, οι άνθρωποι εκεί περπατούσαν με τα κεφάλια ψηλά, κοιτάζοντας το νερό, τον ουρανό, την άμμο και τους άλλους, συζητώντας. Πλέον συνήθως περπατούν με τα κεφάλια κάτω, στέλνοντας μηνύματα. Ακόμα κι όταν είναι με τους φίλους τους, τους συντρόφους τους, τα παιδιά τους, όλοι είναι αφοσιωμένοι στις συσκευές τους.
Οπότε αυτό που λέω είναι, κοιτάξτε ψηλά, κοιτάξτε ο ένας τον άλλον και ας ξεκινήσουμε να συζητάμε.