Jodi Dean – Τα όρια της επικοινωνίας

Σημ.: Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κοινοί Τόποι: Σχόλια για τον ψυχισμό της εποχής (τχ. 1, 2016). Τίτλος πρωτύτυπου: Jodi Dean, “The Limits of Communication”, Guernica Mag.

 

 

Οι τεχνολογίες της δικτυακής πληροφόρησης έχουν γίνει ένα μέσο εκ του οποίου οι άνθρωποι έχουν υποταχθεί στην ανταγωνιστική ένταση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Συμμετέχοντας με ενθουσιασμό στα μέσα προσωπικής και κοινωνικής δικτύωσης –Έχω ευρυζωνική σύνδεση στο σπίτι μου! Το νέο μου tablet μού επιτρέπει να εργάζομαι απ’ οπουδήποτε! Με το smartphone μου, μπορώ να ξέρω τι παίζει όλη την ώρα!– χτίζουμε την παγίδα που μας αιχμαλωτίζει, μια παγίδα που εκτείνεται πέρα από την παγκόσμια χρήση των κινητών τηλεφώνων και τη συμμετοχή σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης προκειμένου να συμπεριλάβει την παραγωγή αυτών των τηλεφώνων και του αναγκαίου τεχνικού εξοπλισμού ώστε να λειτουργήσουν.

Η επένδυση στις τεχνολογίες της πληροφορικής καθοδήγησε την dot-com φούσκα της δεκαετίας του ’90, η οποία με τη σειρά της είχε υπερπροβάλει τη φαντασίωση μιας Νέας Οικονομίας, είχε γεννήσει τις προσδοκίες της υπερθετικών ικανοτήτων αυτής της οικονομίας και, την ίδια στιγμή, απέτυχε να οδηγήσει σε κάποια ορατή αύξηση της παραγωγικότητας πέρα απ’ τους τομείς της υψηλής τεχνολογίας. Ακόμα και μετά το ξέσπασμα της φούσκας, η ρητορική της Νέας Οικονομίας δεν έπαψε να εκθειάζει την ψηφιοποίηση, ώστε να δώσουμε στον καπιταλισμό ακόμα μια ευκαιρία για να ξεπεράσει τις αντιφάσεις του.

Ο Doug Henwood μέμφεται αυτή τη ρητορική επειδή διεγείρει ουτοπικές παρορμήσεις σε αντι-ουτοπικούς καιρούς: «Βρίσκετε τον καπιταλισμό αρκετά ελεγκτικό; Όχι, όχι… Είναι αυθόρμητος! Μήπως τον θεωρείτε πολύ ανισωτικό και εκμεταλλευτικό; Τουναντίον… Αναποδογυρίζει τις ιεραρχίες! Μήπως πιστεύετε πως είναι χυδαίος, σκληρός, απαξιωτικός και φιλάργυρος; Au contraire, είναι δημιουργικός και διασκεδαστικός! Ασταθή; Α μπα, ιδέα σας είναι… Είναι απλά ο θαυματουργός δυναμισμός του που πήρε μπρος!»

Τη στιγμή που εξυμνείται ευρέως επειδή κάνει την εργασία διασκεδαστική, εμπνέει τη δημιουργικότητα και ανοίγει επιχειρηματικές ευκαιρίες, η τεχνολογία της δικτυακής πληροφόρησης και επικοινωνίας συνέβαλε στη δημιουργία νέων εταιρειών βασισμένων στη γνώση. Παρ’ όλα αυτά, αυτό που μας κληροδότησε στα σίγουρα είναι η εκτεταμένη υποβάθμιση των επαγγελματικών προσόντων, η επιτήρηση, η επιτάχυνση και εντατικοποίηση της εργασίας και της κουλτούρας: η ελευθερία της «τηλεργασίας» γρήγορα μεταμορφώθηκε στη θηλιά της εικοσιτετράωρης διαθεσιμότητας, της διαρκούς απασχόλησης. Ο Franco Berardi, κατά την περιγραφή του αναφορικά με τη θεμελιώδη αντίφαση του επικοινωνιακού καπιταλισμού, αναφέρει πως «αν θέλεις να επιβιώσεις θα πρέπει να είσαι ανταγωνιστικός, και αν θέλεις να είσαι ανταγωνιστικός θα πρέπει να είσαι μονίμως συνδεδεμένος, να λαμβάνεις και να επεξεργάζεσαι συνεχώς μια αχανή και αυξανόμενη ποσότητα δεδομένων», και, ως εκ τούτου, κάτω από πιεστικές συνθήκες, καταστροφικές για τον ψυχισμό, να παραμείνεις όρθιος, να είσαι σε εγρήγορση και να διατηρείσαι ενθουσιώδης. Οι τεχνολογίες της επικοινωνίας έκαναν τον καπιταλισμό αποδεκτό, συναρπαστικό και ανέμελο, τον ανοσοποίησαν απ’ την κριτική με το να βαφτίζουν τους επικριτές του παλιομοδίτες τεχνοφοβικούς. Την ίδια στιγμή, αυτές οι τεχνολογίες παρείχαν τα βασικά συστατικά που ήταν αναγκαία για τη νεοφιλελεύθερη επιτάχυνση του καπιταλισμού, για να μην αναφερθούμε σε έναν σωρό υπερδιασκεδαστικών αντιπερισπασμών που επιτρέπουν στους ανθρώπους να αισθάνονται ριζοσπάστες και δικτυωμένοι ενώ απλώς παίζουν με τα laptops τους.

Οι τεχνολογίες της επικοινωνίας συμβάλλον στον εκτοπισμό κι στον διασκορπισμό εκείνης της κριτικής ενέργειας έτσι ώστε, ακόμη κι αν η ανισότητα έχει εντατικοποιηθεί, η διαμόρφωση και η οργάνωση μιας συνεκτικής αντιπαράθεσης να παραμένει ένα μόνιμο πρόβλημα – κι αυτό μέσα σ’ ένα περιβάλλον που εγκωμιάζεται για τον τρόπο με τον οποίο παρέχει στους απλούς ανθρώπους νέες δυνατότητες για να συμμετέχουν. Τα συμμετοχικά μέσα επικοινωνίας είναι μέσα προσωποποίησης, όχι απλώς με την έννοια της επιτήρησης και της παρακολούθησης, αλλά επίσης και με την έννοια της εντολής να μάθουμε για τον εαυτό μας και να μοιραστούμε τις απόψεις μας. Τα πανταχού παρόντα μέσα προσωπικής επικοινωνίας μετατρέπουν τη δραστηριότητά μας σε παθητικότητα, την αιχμαλωτίζουν και την τοποθετούν στην υπηρεσία του καπιταλισμού. Καθώς είμαστε εκνευρισμένοι, δεσμευμένοι και απεγνωσμένοι στο να κάνουμε κάτι, ψάχνουμε για αποδείξεις, κάνουμε ερωτήσεις και έχουμε απαιτήσεις. Εντούτοις, οι πληροφορίες που χρειαζόμαστε ώστε να πράξουμε φαίνονται μονίμως εκτός εμβέλειας. Υπάρχει πάντα κάτι το οποίο παρανοήσαμε ή δεν γνωρίζαμε.

Η μεγάλη ποικιλία διασκέδασης και ψυχαγωγίας που είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο ή υπό τη μορφή εφαρμογών για smartphones, δεν είναι δωρεάν. Δεν πληρώνουμε συνήθως χρήματα απευθείας στο Gmail, στο YouTube, στο Facebook και στο Twitter. Αυτά δεν κοστίζουν χρήματα. Κοστίζουν χρόνο. Χρειάζεται χρόνο προκειμένου να γράψουμε και να αναρτήσουμε, και χρόνο για να διαβάσουμε και να απαντήσουμε. Πληρώνουμε με την προσοχή μας και το κόστος είναι ο εστιασμός.

Η προσοχή μας δεν είναι ανεξάντλητη. Ο χρόνος μας είναι πεπερασμένος – ακόμη κι αν προσπαθούμε να αντλήσουμε αξία από κάθε δευτερόλεπτο (και δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο). Δεν μπορούμε να απαντήσουμε σε κάθε σχόλιο, να κάνουμε κλικ σε κάθε σύνδεσμο, να διαβάσουμε όλες τις δημοσιεύσεις. Πρέπει να διαλέξουμε ακόμη κι αν η δυνατότητα ενός άλλου πράγματος, κάτι εκπληκτικού, μας δελεάζει να ψάξουμε και να χρονοτριβήσουμε. Απαιτήσεις στην προσοχή μας, εντολές για να επικοινωνούμε, να συμμετέχουμε, να κοινοποιούμε –όλο και πιο κραυγαλέα, όλο και πιο εντατικά– μοιάζουν τόσο πολύ με τις αυξανόμενες ταχύτητες στη γραμμή παραγωγής, τις προσπάθειες να εκμαιεύσουν από εμάς μέχρι και το τελευταίο κομματάκι συνείδησης που μας έχει απομείνει.

Ο Berardi θεωρητικοποιεί αυτή την επιτάχυνση ως υπερκορεσμό της προσοχής: «η επιτάχυνση που παράγεται από τις τεχνολογίες της δικτύωσης και την κατάσταση επισφάλειας και εξάρτησης της διανοητικής εργασίας, ωθούμενη καθώς είναι να καθυποταχτεί στον ρυθμό του παραγωγικού δικτύου, έχει παράξει έναν κορεσμό της ανθρώπινης προσοχής, ο οποίος έχει φτάσει σε παθολογικά επίπεδα». Το να είμαστε μονίμως συνδεδεμένοι στη δικτυακή κοινωνία αυξάνει τα ποσοστά της κατάθλιψης, της αγχώδους διαταραχής, των κρίσεων πανικού και της χρήσης ψυχοφαρμάκων για να αντέξουμε αυτή την επιτάχυνση, καθώς η ανθρώπινη ψυχή και το ανθρώπινο μυαλό φτάνουν εκτός των ορίων τους και αμφιταλαντεύονται μεταξύ υπερδιέγερσης της κινητοποιούμενης νευρικής ενέργειας απ’ τη μία, και παραίτησης και ψυχικής αποεπένδυσης απ’ την άλλη.

Μια πρόσφατη μελέτη στο πεδίο της νευροεπιστήμης επιβεβαιώνει ότι οι ακατάπαυστες εντολές να βρούμε, να γνωρίζουμε, να επιλέγουμε και να αποφασίζουμε, υπερφορτίζουν και εξαντλούν τις βασικές νοητικές-συναισθηματικές μας ικανότητες. Όπως εξηγεί η περίληψη αυτής της έρευνας: «όσο ορθολογικοί και επιλεκτικοί κι αν προσπαθήσετε να είστε, δεν μπορείτε να παίρνετε τη μία απόφαση πίσω απ’ την άλλη, χωρίς αυτό να έχει ένα βιολογικής υφής κόστος. Αυτή η κατάσταση είναι διαφορετική απ’ τη συνηθισμένη σωματική κούραση, καθότι δεν έχετε συνείδηση του γεγονότος ότι είστε κουρασμένοι, αλλά έχετε χαμηλά αποθέματα νοητικής ενέργειας. Όσο περισσότερες επιλογές κάνετε κατά τη διάρκεια της ημέρας σας, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η καθεμιά για τον εγκέφαλό σας, μέχρι που, τελικά, ο εγκέφαλος αρχίσει να αναζητά παρακάμψεις, συνήθως με δύο διαφορετικούς τρόπους. Ένα είδος παράκαμψης είναι να είστε απερίσκεπτοι: να πράττετε παρορμητικά αντί να δαπανήσετε την ενέργειά σας προκειμένου να σκεφτείτε πρώτα τις επιπτώσεις («Μα ναι! Ας τιτιβίσω αυτή τη φωτογραφία! Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;»). Η άλλη παράκαμψη είναι ο απόλυτος μηχανισμός εξοικονόμησης ψυχικής ενέργειας: να μην κάνετε απολύτως τίποτα. Αντί να αγωνίζεστε μεταξύ αποφάσεων, αποφεύγετε οποιαδήποτε αλλαγή.»

Τα επικοινωνιακά κυκλώματα του σύγχρονου καπιταλισμού είναι ένας φαύλος κύκλος που μας ωθεί μπρος πίσω, μέσω της διέγερσης και της εξάντλησης. Όσο περισσότερο τα τροφοδοτούμε, τόσο πιο πολύ διευρύνουμε το πεδίο στο οποίο οι υπόλοιποι πρέπει να πάρουν αποφάσεις… Να απαντήσουν ή να μας αγνοήσουν; Σε κάθε περίπτωση, μια επιλογή πρέπει να γίνει. Οπότε, όσο περισσότερες επιλογές αξιώνει πως έχει κανείς, τόσο πιο εξουθενωμένος καταντάει.

Όταν ανταποκρινόμαστε στις προσκλήσεις (και στις προκλήσεις) της ανατροφοδότησης των προσωπικών μέσων επικοινωνίας, είτε για τη δουλειά μας, τη διασκέδασή μας, τον ακτιβισμό μας, είτε για τις καταναλωτικές μας συνήθειες, η συμβολή μας είναι μια προσθήκη σ’ ένα ήδη άπειρο επικοινωνιακό πεδίο, μια μικρή απαίτηση για την προσοχή κάποιου άλλου, μια μικρή υποκίνηση μιας αισθηματικής απόκρισης, ένα ψηφιακό ίχνος που μπορεί να αποθηκευτεί – και ούτω καθεξής.

Το κόστος της εκθετικής αύξησης του πληροφοριακού και επικοινωνιακού κυκλώματος είναι ιδιαίτερα υψηλό για τα προοδευτικά και αριστερά πολιτικά κινήματα. Ο ανταγωνισμός για να μας προσέξουν –πώς θα μεταβιβάσουμε το μήνυμά μας;– σε ένα πλούσιο, θυελλώδες επικοινωνιακό περιβάλλον, πολύ συχνά και εύκολα μπορεί να σημαίνει την προσαρμογή μας σ’ αυτό το περιβάλλον και την υιοθέτηση της δυναμικής του, οδηγώντας στη στροφή του εστιασμού μας απ’ το πράττειν στο φαίνεσθαι, δηλαδή, στη στροφή προς την κατεύθυνση του να σκεφτόμαστε υπό όρους συγκέντρωσης της προσοχής μας μέσα σ’ αυτό το εικοσιτετράωρο επικοινωνιακό κύκλωμα, και να απομακρυνόμαστε από σημαντικότερα ερωτήματα οικοδόμησης μιας πολιτικής συλλογικότητας που να διαρκέσει στον χρόνο.

Οι ατελεύτητες απαιτήσεις πάνω στην προσοχή μας –οι απαιτήσεις που έχουμε ο ένας για τον άλλον και τις οποίες ο επικοινωνιακός καπιταλισμός συλλαμβάνει και στοχεύει– απαλλοτριώνουν την πολιτική ενέργεια του εστιασμού, της οργάνωσης, της διάρκειας και της βούλησης, οι οποίες είναι ζωτικές για τον κομμουνισμό ως μορφή κινήματος και ως μορφή πάλης. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο επικοινωνιακός καπιταλισμός είναι «συμμετοχικός»: όσο μεγαλύτερη είναι η συμμετοχή στα περιβάλλοντα κοινωνικής δικτύωσης, τόσο περισσότερα ίχνη συσσωρεύονται και πηγές ενέργειας αιχμαλωτίζονται ή αποσπώνται.

Τα όρια της προσοχής μας δεν είναι μόνο ατομικά όρια (και, επομένως, δεν θα μπορούσαν να διευθετηθούν μέσω της διανομής της εργασίας και του crowdsourcing). Είναι τα όρια που καθιστούν την επικοινωνία ως τέτοια, όπως, για παράδειγμα, μεταξύ διακρίσεων ανάμεσα στο σημείο και τον ήχο, καθώς και σε εκείνα τα χαρακτηριστικά της συνήθειας, του περιβάλλοντος και των διαδικασιών που προσανατολίζουν την προσοχή μας και, επομένως, παράγουν τις προϋποθέσεις της επικοινωνίας. Τα «όρια της προσοχής μας» είναι κοινός πόρος. Αυτός ο κοινός πόρος, όπως πραγματώνεται στα σύγχρονα επικοινωνιακά δίκτυα, λειτουργεί ως μέσο εκμετάλλευσης. Επομένως, η υπερπαραγωγή και η υπερσυσσώρευση αυτού του κοινού πόρου είναι προβλήματα ύψιστης σημασίας για τον επικοινωνιακό καπιταλισμό. Όπως υποστηρίζει με σθένος ο Christian Marazzi, «η δυσαναλογία μεταξύ προσφοράς της πληροφορίας και ζήτησης της προσοχής μας είναι μια καπιταλιστική αντίφαση – μια εσωτερική αντίφαση της μορφής της Αξίας.»

Το γεγονός ότι η ανθρώπινη προσοχή έχει όρια, τονίζει τον καταμερισμό που είναι αναπόσπαστος απ’ την επικοινωνία: ότι οι ιδέες και τα αισθήματα δεν είναι μεταβιβάσιμα, προσβάσιμα και επικοινωνήσιμα σε απεριόριστο βαθμό. Ο Michael Hardt χάνει αυτό το δεδομένο, όταν υποστηρίζει πως η κοινοποίηση των ιδεών αυξάνει αντί να μειώνει τη «χρησιμότητά» τους. Ισχυρίζεται ότι «προκειμένου να φτάσουμε στο ανώτατο όριο της παραγωγικότητας, οι ιδέες, οι εικόνες και τα αισθήματα πρέπει να είναι κοινά και να διανέμονται μεταξύ μας. Όταν ιδιωτικοποιούνται, η παραγωγικότητά τους μειώνεται δραματικά.» Αν με τον όρο παραγωγικότητα εννοούμε την «ικανότητα της πληροφορίας» ή τη «διαδοσιμότητα σε μια πληθώρα τομέων», τότε η αύξηση της παραγωγικότητας (κυκλοφορίας) απαιτεί ύφεση της ειδίκευσης, της ακρίβειας [accuracy], του νοήματος και της καταγραφής. Καθώς παρουσιάζονται σε όλο και πιο πολυσύνθετα περιβάλλονται, σε όλο και πιο πολυσύνθετα ακροατήρια, οι ιδέες αρχίζουν να αλλοτριώνονται απ’ την ουσία τους. Όλο αυτό είναι μέρος της ευχαρίστησης που προσφέρει η ανάμειξη του οπτικοακουστικού υλικού – οι ήχοι και οι εικόνες παίρνουν νέα νοήματα και γίνονται κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που ήταν προηγουμένως.

Οι μάρκες, τα λογότυπα, οι εικόνες και οι ταυτότητες χάνουν την αυθεντική, σημαίνουσα ικανότητά τους όταν ξεχειλώνονται σε τόσα πολλά πράγματα με τόσες πολλές ιδιότητες – και είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που οι εταιρείες μάχονται για να τα διατηρήσουν ιδιωτικά. Αν τα πάντα είναι Nike, τότε τίποτα δεν είναι Nike. Για να ξεκαθαρίσω: δεν υπερασπίζομαι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας σε ιδέες και εικόνες. Απλά υπενθυμίζω ότι δεν είναι μόνο η ιδιωτικοποίησή τους που ορίζει την καπιταλιστική παραγωγή, αλλά και το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή η εξάπλωσή τους σε μια μαζική κυκλοφοριακή ροή συνεχώς αυξανόμενων δημοσιοποιήσεων δίχως ουδεμία αξία, στον βαθμό που αυτές οι δημοσιοποιήσεις να εφιστούν ολοένα και λιγότερο την προσοχή μας. Η αντίφαση είναι συγκεκριμένη για την περίπτωση του επικοινωνιακού καπιταλισμού στον βαθμό που η επικοινωνία δεν μπορεί να αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο σαν να πρόκειται για μορφή καπιταλιστικής παραγωγής. Κάτι τέτοιο καταλήγει ενάντια σε όρια εγγενή της επικοινωνίας ως τέτοιας.

Ο Cesare Casarino ισχυρίζεται ότι η προοπτική είναι κοινό αγαθό: ενώ είναι πλήρως ενσωματωμένη στον καπιταλισμό, δεν του ανήκει. Δεν ανήκει σε κανέναν. Αλλά, ο Cesarino σπεύδει, επίσης, πολύ γρήγορα να συσχετίσει την προοπτική με ένα κοινό αγαθό που διαφεύγει απ’ τα χέρια του καπιταλισμού. Ο επικοινωνιακός καπιταλισμός γραπώνεται απ’ την υπερβολή, το πλεόνασμα και την αφθονία. Η ορμή του μας ωθεί προς την κατεύθυνση του όλο και περισσότερο, των νέων ευκαιριών, των απρόσμενων ευχαριστήσεων, των πιθανοτήτων και των ρίσκων που αν δεν πάρουμε θα το κάνει κάποιος άλλος αντί για εμάς, εκείνων των πιθανοτήτων και ρίσκων που τελικά έγιναν εμπορεύματα, πάνω στα οποία κερδοσκοπεί πλέον ο χρηματοπιστωτικός τομέας.

Ο σύγχρονος καπιταλισμός τιτλοποιεί, χρηματιστικοποιεί και ιδιωτικοποιεί την προοπτική. Αυτό συμβαίνει μέσω της υπερβολικής διόγκωσης του χρέους (είτε των ατόμων, είτε των νοικοκυριών, είτε των κρατών)· μέσω του ενισχυμένου ρόλου των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών στη δημιουργία εταιρικών κερδών· μέσω προμελετημένων συμβάντων τέτοιου τύπου ώστε να συγκεντρωθούν μαζικές ποσότητες πηγών ενέργειας και προσοχής σ’ αυτά που πιθανολογείται ότι θα μπορούσαν να συμβούν· και, τέλος, μέσω της υποκίνησης της δημιουργικής εργασίας προς την παραγωγή κάτι μοναδικού. Η προοπτική είναι το κενό πάνω στην πραγματικότητα, αυτό που θα κάνει τη διαφορά την οποία αξίζει να εκμεταλλευτούμε και για την οποία αξίζει να στοιχηματίσουμε, καθώς φαίνεται, στη συναλλαγματική κερδοσκοπία και στις υψηλών ταχυτήτων συναλλαγές επί των οποίων βασίζονται τόσα πολλά κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου.

Όπως η βιομηχανική εργασία σφετερίστηκε τη δεξιότητα της μαστοριάς, τεμαχίζοντάς την στα μικρότερα δυνατά συστατικά της και διανέμοντας αυτά τα συστατικά διά μέσου της εκμηχάνισης και των γραμμών παραγωγής, έτσι και ο επικοινωνιακός καπιταλισμός συμμετέχει στην αποστέρηση της μέχρι πρότινος κοινής γνώσης και των κοινών ικανοτήτων μας. Τα τσιπάκια των ηλεκτρονικών υπολογιστών και οι επεξεργαστές, τα κινητά τηλέφωνα και τα MP3 players, είναι βασικά συστατικά της επέκτασης –καθώς και της επιτάχυνσης– της αναλωσιμότητας. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές παλιώνουν μέσα σε τρία χρόνια· τα κινητά τηλέφωνα βγαίνουν εκτός μόδας (αν δεν θεωρούνται απαρχαιωμένα) μέσα σε ενάμιση χρόνο. Δεν μαθαίνουμε να επισκευάζουμε τα εργαλεία μας, ξεχνώντας ότι αυτό είναι κάτι που κάποτε ίσως και να το γνωρίζαμε. Οι ικανότητές μας να επιδιορθώσουμε διάφορα αντικείμενα καθημερινής χρήσης έχουν επίσης χαθεί. Η υπόθεση είναι ότι μπορούμε απλά να αγοράσουμε κάτι καινούργιο.

Φυσικά, αυτό ίσχυε ήδη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με τη ραγδαία εξάπλωση των αγαθών οικιακής χρήσης. Τα μεσοαστικά νοικοκυριά των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου σταμάτησαν να φτιάχνουν τα αγαθά που χρειάζονταν (π.χ. ρούχα, έπιπλα) και, αντ’ αυτού, άρχισαν να τα αγοράζουν. Οι πιέσεις στα νοικοκυριά να αυξήσουν το εισόδημά τους, ακόμα και εναντίον της ανατροφής των παιδιών τους ή της φροντίδας των άλλων, σήμαινε την αυξημένη εξάρτηση στο «ετοιματζίδικο», γρήγορο και κατεψυγμένο φαγητό με την επακόλουθη συρρίκνωση των ικανοτήτων που βιώνουν αρκετά μεσοαστικά ή πρώην μεσοαστικά στρώματα. Διάφοροι ειδικοί παρέχουν –μέσω τηλεόρασης– καθοδήγηση στην οργάνωση του οίκου, στις βασικές αρχές της μαγειρικής και στο πώς να τα πάμε καλά με τους άλλους.

Ο νεοφιλελεύθερος προσανατολισμός στην ανώτατη εκπαίδευση επεκτείνει αυτή τη δυναμική και στο πανεπιστήμιο: σε μια κοινωνία δίχως δεξιότητες, ποιος χρειάζεται πτυχίο; Ο καπιταλισμός δεν δείχνει να χρειάζεται πλέον μια εξειδικευμένη, μορφωμένη μεσαία τάξη, οπότε η μαζική πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν είναι πλέον αναγκαία. Δεν χρειάζονται και τόσοι πολλοί άνθρωποι προκειμένου να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο ένα τοις εκατό που βρίσκεται στην κορυφή, επομένως η πλειοψηφία εξ ημών δεν είμαστε χρήσιμοι άλλο πια (εξόν του κλάδου που ανήκει ο καθένας και η καθεμιά). Σε ένα περιβάλλον που υποβιβάζει την παιδεία στη γνώση, τη γνώση στην πληροφορία και την πληροφορία στα δεδομένα, λέγεται ότι μπορούμε να βρούμε οτιδήποτε θέλουμε να μάθουμε απλά αναζητώντας το στην Google.

Εν κατακλείδι: τα πράγματα δουλεύουν από μόνα τους, οπότε εμείς δεν είμαστε χρήσιμοι πλέον. Δεν χρειαζόμαστε καθηγητές να μας διδάξουν ή τουλάχιστον όχι τόσους πολλούς – καναδυό καλά πανεπιστήμια μπορούν να παρέχουν όλους τους δικηγόρους, επιστήμονες, τραπεζίτες, κειμενογράφους κ.λπ. που χρειάζεται η κάθε χώρα (κι αν όχι, υπάρχει και η παγκόσμια ελίτ απ’ την οποία θα μπορούσαμε να επιλέξουμε κάποιον). Ούτως ή άλλως, έχουμε αναθέσει σε άλλους τις βασικές μας δεξιότητες – ή μας τις έχουν απαλλοτριώσει.

Eros computans

Η πίστη στην ισόβια συντροφικότητα, η δυναμική του έρωτα και οι ομολογίες αιώνιας αγάπης δηλητηριάζονται από τη ρηχότητα και την αποστασιοποίηση, την ταχύτητα και τη διαφυγή. Σύμφωνα δε με τις διαβεβαιώσεις των ακαδημαϊκών κύκλων, μαθαίνουμε πως οι ρομαντικοί είναι οπισθοδρομικοί, νοσταλγικοί, αντιδραστικοί, γέννησαν τον φασισμό· δεν είναι καιρός για εντάσεις και πόθους, η ultra φιλελεύθερη κοινωνία μας αναδύεται μέσα από την ποσότητα, την αύξηση της ζήτησης, τη λογιστική των παθών, τη μετρησιμότητα όσων επισκέφτηκαν τη ζωή μας, την ορθολογική διαρρύθμιση εν τέλει όλων των συγκινησιακών φορτίσεων.

Read More »

Οι καθημερινές νευρώσεις της ζωής στις μεγαλουπόλεις

Το ξυπνητήρι χτυπάει. Το κλείνεις και το ξανακλείνεις. Ευτυχώς προνόησες από το προηγούμενο βράδυ να το ρυθμίσεις αρκετά λεπτά πριν απ’ την ώρα που πραγματικά θες να ξυπνήσεις. Δεν θες να σηκωθείς και να βγεις στη ζούγκλα. Ψάχνεις δικαιολογίες, τελικά σηκώνεσαι. Βουρτσίζεις δόντια, ντύνεσαι και επιδίδεσαι σε ένα τελετουργικό προετοιμασίας προς την έρημο του κοινωνικού, τσεκάρεις για τελευταία φορά αν κρατάς τα κλειδιά σου στο χέρι κι αν έχεις πάρει το κινητό σου και πιάνεις το πόμολο. Βαθιά ανάσα και ξαφνικά είσαι στον δημόσιο χώρο, με την απορία πόσο μεγάλη θα είναι η δόση παράνοιας που θα συναντήσεις και σήμερα.

Read More »

Ζαν Μπωντριγιάρ – Είμαστε όλοι τρανς

Όλοι μας προσέχουμε το «look» μας. Από τη στιγμή που δεν μπορείτε να αντλήσετε μια αξία από την ίδια σας την ύπαρξη (δεν κοιτάμε πλέον ο ένας τον άλλον – και η σαγήνη φτάνει σε ένα τέλμα!), αυτό που απομένει είναι η επιτέλεση μιας πράξης εμφάνισης, χωρίς πραγματικά να νοιάζεστε για το είναι σας, ή ακόμα και για το ίδιο το εμφανίζεσθαι.

Read More »

Cart

Your Cart is Empty

Back To Shop