Σημ: Δεύτερος μέρος του δοκιμίου «Ένα σπάνιο εμπόρευμα: για την άνοδο και την πτώση της εργασίας», δημοσιευμένο στο περιοδικό Κοινοί Τόποι: Σχόλια για τον ψυχισμό της εποχής (τχ. 1, 2016, σσ. 81-90). Το πρώτο μέρος του δοκιμίου βρίσκεται ΕΔΩ και το τρίτο μέρος ΕΔΩ.
Μας λένε ότι η εποχή μας είναι η εποχή της δουλειάς.
Στην πραγματικότητα, είναι η εποχή της θλίψης,
της αθλιότητας και του ξεπεσμού.
Πωλ Λαφάργκ
Έχει ιδιαίτερη αξία να εξεταστεί όσο πιο ενδελεχώς γίνεται η σχέση μεταξύ της φαντασιακής θέσμισης της εργασίας στα πλαίσια της φαρμακευτικής αγωγής και της νέας ηθικής της εργασίας που προάγει η συγκαιρινή παλινόρθωση του καπιταλισμού. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε μετά βεβαιότητας ότι δεν έχει υπάρξει άλλη εποχή με τόσο ηχηρή αποθέωση της εργασίας όσο η σημερινή: η εργασία πλέον οφείλει να λατρεύεται για τις θεραπευτικές, μαγικές και λυτρωτικές της ιδιότητες. Με την οικονομία της αγοράς να έχει αναλάβει τον μετασχηματισμό της εργασίας σε ένα νέο είδος εξουσίας που ελέγχει απόλυτα τους ανθρώπους, αυτό που τελικά τους επιφυλάσσεται ως ένταξη στην κοινωνία είναι ο ρόλος αποκλειστικά των παραγωγών και καταναλωτών τη στιγμή που ο ένας θεσμός μετά τον άλλον δείχνουν να υποχωρούν και να καταρρέουν μπρος σ’ αυτή την επιταγή. Άλλωστε, όταν θεσμοί όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση, η φιλία δεν καταφέρνουν να υπαχθούν και να προσαρμοστούν στους κανόνες της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, τότε αποτελούν τροχοπέδη για την πορεία της καριέρας, την ανάπτυξη του επαγγελματικού Εγώ και την εξέλιξη του εαυτού μας σε μικροσκοπική επιχείρηση. Πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι η κοινωνική κινητικότητα που καθοδηγεί το όνειρο της επαγγελματικής ανέλιξης προϋποθέτει χαλαρούς και εύθραυστους δεσμούς, μακριά από συναισθηματικές φορτίσεις και ψυχική επένδυση, που μπορούν ανά πάσα στιγμή να σπάσουν. Στον εύκαμπτο και ηδονιστικό καπιταλισμό της υπερνεωτερικότητας οι σχέσεις γίνονται κυμαινόμενες, ανάλαφρες και φευγαλέες, υπακούουν στο κάλεσμα του πλανητικού νομαδισμού· το να προσκολλάται κανείς σε μια σταθερή σχέση, να αφιερώνεται στην κοινότητά του ή να συμπράττει με τους πλησίον του έχοντας μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα συνιστούν κατάρα, δείχνουν αδυναμία, προσφωνούν την καταδίκη της στασιμότητας.
Εκ πρώτης όψεως, η ευλογία της εργασίας παρουσιάζεται σαν ένα φαινόμενο που συνυπάρχει με τη γένεση του ανθρώπου, οδηγώντας τους φιλοσόφους της κλασικής πολιτικής οικονομίας όχι μόνο να την ταυτίσουν με την ανθρώπινη υπόσταση στο σύνολό της, αλλά και να την θεωρήσουν απώτατο προορισμό της ανθρώπινης κατάστασης. Κοιτώντας όμως πιο προσεκτικά την εκδίπλωση της ιστορίας, αυτή η τάση, μακράν του να προσιδιάζει στην απόκρυφη «φύση» του ανθρώπου, μάλλον εμφανίζεται, τροφοδοτείται, διογκώνεται και τελικά επικυριαρχεί μέσω της επικράτησης ενός συγκεκριμένου πνεύματος1. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τη σύγχρονη κοινωνία όπου ο μόχθος μοιάζει να είναι το μόνο που έχει απομείνει προκειμένου να προσανατολίσει τη δραστηριότητά του ο άνθρωπος, στον αρχαίο κόσμο η εργασία λογιζόταν ως η κατώτερης μορφής ενέργεια της vita activa, η πιο εξευτελιστική και ατιμωτική συνθήκη. Ομοίως και με τον αποκαλούμενο πολιτισμό των «άγριων» κοινωνιών που αφιέρωναν ελάχιστο απ’ τον συλλογικό τους χρόνο για τον κοινωνικό μεταβολισμό2. Η απέχθεια για την εργασία πηγάζει απ’ το γεγονός ότι, μέσω αυτής, ο άνθρωπος κατέληγε υποζύγιο των ίδιων του των αναγκών, υποδουλωνόταν, υποχρεωνόταν σε μια βάναυση ζωή και τελικά στερούνταν την ανθρωπινότητά του, την ιδιότητα του να πράττει και να ομιλεί με τους άλλους μέσα στη δημόσια σφαίρα και να συγκροτεί ένα sensus communis μαζί τους που θα υπερβαίνει τον μεταβολισμό του καθημερινού ζόφου και θα συνθέτει μια ζωή που θα δημιουργεί σπουδαία και λαμπρά πράγματα, ικανά να τον υψώσουν πάνω απ’ το βιολογικό του επίπεδο. Η συνείδηση ότι το ανθρώπινο ον δεν εξαντλείται στην ικανοποίηση των φυσικών του αναγκών και στον κόσμο των αισθήσεων έδωσε το έναυσμα σε ένα κίνημα απελευθέρωσης απ’ τη χρείαν, με τον δαμασμό της αναγκαιότητας και την απαλλαγή απ’ την εξαχρείωση να θεωρούνται ως δυο εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις της ελευθερίας για λόγους και πράξεις, την αποκάλυψη με άλλα λόγια των ιδιοτήτων που μπορούν να καθορίσουν τη μοναδικότητα ενός προσώπου εμφανίσιμου και αναγνωρίσιμου από τους άλλους3
Φαίνεται να έχουμε γυρίσει σελίδα απ’ αυτή την αντίληψη, όπου η εργασία έδινε τη σκυτάλη στο σύμπαν των ανώτερων δραστηριοτήτων που όριζε η ελευθερία, αφού η πρώτη επιτελούσε το έργο της με την εκπλήρωση αποκλειστικά της ανάγκης για επιβίωση και αυτοαναπαραγωγή. Βρισκόμαστε, λοιπόν, ενώπιον μιας μετάλλαξης ιστορικών διαστάσεων η οποία, παρά τις ενδιάμεσες αλλοιώσεις στις προσλαμβάνουσές της4, συνθέτει την εξής αντίφαση στη διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ του προσανατολισμού του ηθικού υποκειμένου και των τεχνικών δυνατοτήτων που δείχνουν διαρκώς ικανές να υπερβαίνουν και να διαλύουν τη σχέση του με τις κατηγορικές προσταγές: όσο περισσότερο η ανάπτυξη του τεχνικού φαινομένου απαλλάσσει τον άνθρωπο από τον φόρτο της ενεργής ζωής, τόσο περισσότερο αυξάνεται η ζήτηση για εργασία και όλο και περισσότερο καθορίζεται η ανθρώπινη υπόσταση απ’ τις σχέσεις παραγωγής· όσο πιο πολύ απαξιώνεται η υπόσταση της εργασίας και περιθωριοποιείται απ’ τη μεγατεχνική, τις επιστημονικές μεθόδους οργάνωσης της παραγωγής, τον αυτοματισμό και την κατάργηση της προσπάθειας, τη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία δίχως την ανάγκη εργασιακής δύναμης, την αυτορρύθμιση της αγοράς, τόσο πιο πολύ κορυφώνεται η φαντασιακή επένδυση της εργασίας με αρετές χιλιαστικές και απελευθερωτικές στη θέση των υποδουλωτικών. «Arbeit macht frei», το κλειδί κατανόησης της καπιταλιστικής κοινωνίας που επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην ατελεύτητη συσσώρευση του πλούτου και την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων5. Σαν τελικά από μια διεστραμμένη αντιστροφή των όρων, η εκμηδενιστική σπατάλη του ανθρώπινου όντος με τη μορφή της αδιάκοπης εργασίας θα έφερνε την οριστική ελευθερία και την αγωγή των ψυχών στην πολιτεία του Θεού, μετατρέποντας τελικά την κοινωνία σε ένα εργοστάσιο παραγωγής ανθρώπινων απορριμμάτων.
Με την άρση του «δικαιώματος στην επιβίωση»6 ξεκίνησε ένας μεγάλος κοινωνικός και οικονομικός μετασχηματισμός όπου, με πρόσχημα την καταπολέμηση της μοχθηρίας, άνοιξε μια ακόρεστη όρεξη για «ανάπτυξη», ώστε να ριχτούν οι άνθρωποι με τα μούτρα στην εργασία, να εξαναγκαστούν σε έναν εγκόσμιο παραγωγικό ασκητισμό ο οποίος αν δεν εξασφαλιζόταν δεν μπορούσε να εξασφαλίσει με τη σειρά του «τα προς το ζην» για το άτομο. Πρόκειται για την πρώιμη φάση του καπιταλισμού όπου, σύμφωνα με την απόφανση του Μαρξ στα Χειρόγραφα, οι προλετάριοι «εργάζονται για να ζουν» – πράγμα που σημαίνει πως ο εργαζόμενος εκείνης της περιόδου είχε συνείδηση της ταπείνωσης που υφίσταται, εξαναγκαζόταν από τη βία της ανάγκης στο εργοστάσιο, ήταν ακόμα διαποτισμένος από τις «τεμπέλικες» προβιομηχανικές αξίες, βίωνε με τον χείριστο τρόπο τη μετατροπή της ζωντάνιας του σε απονεκρωμένη εργασία που παράγει εμπορεύματα, αλλοτριωνόταν μέσα στο εργοστασιακό σύστημα, αλλά ανέπνεε τον αέρα της ελευθερίας, όταν έβγαινε απ’ αυτό. Αυτή η υπόρρητη σύγκρουση κορυφώθηκε μέσα από το εγγενές μίσος για την εργασία που εκδηλωνόταν στους ταξικούς αγώνες7, την εντύπωση πως «η ζωή ξεκινά μετά τη δουλειά». Η απόσχιση της εργασίας απ’ τον κύκλο της ζωής σηματοδοτεί και τη σταδιακή οργάνωση της παραγωγής σε μια ξεχωριστή και αυτόνομη σφαίρα που αναπόφευκτα οδήγησε στην ανάδυση της «αγοράς εργασίας». Όμως, οι εξελίξεις στην άνοδο και την εδραίωση του νεωτερικού καπιταλισμού δεν πρέπει να επισκιάσουν αυτή τη σημαντική λεπτομέρεια για τα δεδομένα της εποχής: τα όρια μεταξύ εργασίας και ζωής ήταν διακριτά8
Σήμερα, αντιθέτως, στον απόηχο της δεύτερης ατομικιστικής επανάστασης που γνώρισε ο πολιτισμός μας αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1960, τα πράγματα είναι ασφαλώς πολύ πιο σοβαρά: από τη ραγδαία εμπορευματοποίηση της κουλτούρας, την κυριάρχηση του ελεύθερου χρόνου από τη βιομηχανία της διασκέδασης, την ιδιωτικοποίηση και «υπαλληλοποίηση» της κοινοτικής ζωής υπό τη μορφή κοινωνικών υπηρεσιών μέχρι την εξάπλωση της κοινωνικής δικτύωσης και της κομπιουτεροποίησης των προσωπικών δεσμών, η διάκριση μεταξύ εργασίας και ζωής δεν τίθεται ακριβώς εξαιτίας της πολτοποίησης και της κοινοτοποποίησης όλων των κοινωνικών σχέσεων. Λογική του «melting pot», η αποξένωση και η αλλοτρίωση του ανθρώπου πολλαπλασιάζονται σε υπερθετικό βαθμό κάθε στιγμή της καθημερινότητας δημιουργώντας ένα κλίμα ρευστότητας, ελαστικότητας και αδιάκοπης κινητικότητας. Μέσα σ’ αυτή την αγχώδη ατμόσφαιρα της αβεβαιότητας, το animal laborans πλέον δεν εργάζεται για να ζει αλλά ζει για να εργάζεται. Δεν είναι η εργασία που ενσωματώνεται στον κύκλο της ζωής, μα η ζωή που ενσωματώνεται στον κύκλο της εργασίας, καθότι, όπως φαίνεται, μόνο διαμέσου της εργασίας έχει νόημα να ζει κανείς, μονάχα αν καταφέρει κάθε ατομική ύπαρξη να βυθιστεί στην αγορά εργασίας και να προσαρμόσει τη συμπεριφορά της στη φρενήτιδα της καριέρας και της επαγγελματικής ανόδου θα έχει αξία η ζωή, καθώς η εργασία είναι η αξία, η φαντασιακή πρωτο-αξία θέσμισης του υποκειμένου9. Υπ’ αυτή την έννοια μόνο τυχαίος δεν μπορεί να θεωρηθεί ο εκθειασμός των «εμπειριών» από τις δομές της φεστιβαλικής μας κουλτούρας, όπου, ακριβώς επειδή η ορμή των οποίων δεν είναι παρά η αντανάκλαση του εγκλωβισμού της ζωής στην άμεση εμπειρία της επιβίωσης που συντηρείται μέσω του μόχθου, τελικά πρέπει να νοούνται ως εξευγενισμένες και φιλικές προς τον χρήστη μορφές μίμησης της εργασίας.
Οι δοξολογίες και οι πανηγυρικοί του υπερνεωτερικού καπιταλισμού όχι μόνο εντείνουν τις αντιφάσεις της εργασίας, αλλά συν τοις άλλοις τη μετασχηματίζουν από δικαίωμα σε προνόμιο. Η υποχώρηση του κοινωνικού ιδεώδους «εργασία και δίκαιος μισθός για όλους» δίνει τη σκυτάλη στην εξατομικευμένη λογική του «όσοι εργάζονται είναι προνομιούχοι», «βολεμένοι» και τυχεροί, επειδή τουλάχιστον «κάνουν κάτι». Η ειρωνεία της αυτονόμησης της οικονομικής ανάπτυξης απ’ την επιβίωση φαίνεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο στις μέρες μας με τη δημιουργία μιας εργασιακής κοινωνίας δίχως εργασία, με τη λατρεία του τοτέμ της εργασίας την ίδια στιγμή που το αντικείμενο του πόθου όλο και απομακρύνεται. Παρόλο που κατά γενική ομολογία τα ποσοστά της ανεργίας και της υποαπασχόλησης είναι εύφλεκτα, παρόλο που το μισθοδοτικό σύστημα, ο χρόνος εργασίας και τα όρια συνταξιοδότησης «απελευθερώνονται» απ’ την αναγκαιότητα και τα φυσικά όρια του ανθρώπινου οργανισμού, παρόλο που μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού σε όλες τις προηγμένες κοινωνίες αδυνατεί να σταθεροποιήσει την αναπαραγωγή του και μουρμουρά ενοχλημένα για την «κρίση», κανείς δεν δείχνει διατεθειμένος να εξεγερθεί ενάντια σ’ αυτό το ξεπέρασμα όλων των φραγμών, ώστε να επιβληθούν κάποια όρια· αντιθέτως όλο και περισσότεροι δείχνουν συμμορφωμένοι έως και ικανοποιημένοι από τη γενικευμένη ανικανοποίηση και τη διαρκή εντατικοποίηση των ρυθμών της ζωής, όλοι ανεξαιρέτως καταλήγουν να αντλούν μια υφέρπουσα ηδονή απ’ το «προνόμιο» της εργασίας – όχι απαραίτητα απ’ τη συγκεκριμένη ατομική εργασία που επιτελούμε ο καθένας ξεχωριστά, αλλά μάλλον απ’ την ίδια τη γεγονότητα ότι επιτελούμε κάποια εργασία. Στον αιώνα που διανύουμε η εργασία δεν είναι ένα «πράγμα» το οποίο πρέπει να γίνει, αλλά ένα γεγονός που θέλουμε να «κάνουμε».
Αυτός ο εθισμός του ανθρώπου στην εργασία την ώρα που η τελευταία γίνεται το πιο σπάνιο εμπόρευμα της εποχής μας μπορεί να γίνει κατανοητός απ’ τα νέα εταιρικά ήθη που προτάσσουν οι επιχειρήσεις προσπαθώντας να διαμορφώσουν ένα είδος υπερσύγχρονων δουλοπάροικων: οι θριαμβολογίες γύρω απ’ την «ανακάλυψη» του ανθρώπινου παράγοντα ως σημαντικού κεφαλαίου για τη βελτίωση των πωλήσεων, η προσχώρηση της αισθητικής και του στιλ μέσα στην εταιρεία, η δημιουργία ενός άνετου, κλιματιζούμενου και διασκεδαστικού εργασιακού περιβάλλοντος, η διαδικασία της «gamification», της παιγνιοποίησης των παραγωγικών σχέσεων, η δια βίου μάθηση, το κλίμα φιλικότητας και η πεποίθηση πως όλοι ανεξαιρέτως από τους διευθυντές μέχρι τις καθαρίστριες είναι «συνεργάτες», η νοοτροπία των meetings του προσωπικού σημαίνουν τη θυσία του ατόμου ψυχή τε και σώματι στον βωμό της εργασίας10. Καθώς οι εποπτικοί μηχανισμοί της αποδοτικότητας διαπερνούν πλέον όλο τον ψυχισμό του υποκειμένου και δεν περιορίζονται μόνο στη σωματική δύναμη, το αποτέλεσμα είναι η «διανοητικοποίηση» της εργασίας που άγεται από έναν μανιερισμό περί «smartness», ώστε να συγκεντρώνεται μαζί με τη σωματική και η πνευματική ενέργεια του εργαζομένου στις υπηρεσίες της επιχείρησης. Υπό αυτές τις συνθήκες, η επιτελεστικότητα τεντώνεται μέχρι τα έσχατα όριά της με αποτέλεσμα οι υψηλά προϊστάμενοι να απαιτούν τα πάντα να γίνονται όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, όσο το δυνατόν περισσότερα. Το άμεσο, βιαστικό και βραχυπρόθεσμο κέρδος, που τείνει να γίνει ο κανόνας λειτουργίας του νέου καπιταλισμού, καταργεί την ετεροχρονισμένη ικανοποίηση και την υπομονή και επιβάλλει την ηδονιστική ακαριαιότητα του multitasking, την εντύπωση ότι όλα μπορούν να γίνουν αμέσως, ότι τα κέρδη μπορούν να εκτινάζονται συνεχώς σε δυσθεώρητα ύψη – φυσικά πάντα με τα τμήματα ανθρωπίνων πόρων να προσδίδουν την ευγενική ονομασία «ανάληψη πρωτοβουλιών» σ’ αυτό τον εξοντωτικό παραλογισμό.
Αργά ή γρήγορα, ο εργαζόμενος καταλήγει όμηρος των ίδιων του των κινήτρων και του ομολογούμενου πάθους για αναρρίχηση στην κοινωνική πυραμίδα, η διάλυση της ταξικής συνείδησης και η επέκταση του ατομικισμού στην επαγγελματική ζωή λειτουργεί ως μηχανισμός κακοδιαχείρισης των υπαλλήλων. Αποτέλεσμα, ο καθένας να αισθάνεται σαν ατιμασμένος μονομάχος σε έναν οικονομικό πόλεμο όλων εναντίον όλων που εκτονώνεται στον πόθο για προαγωγή και για απόκτηση θέσεων εξουσίας. Η κατάρρευση του επαναστατικού συνδικαλισμού οφείλεται ακριβώς σ’ αυτή τη μετακίνηση από την υπεράσπιση των συλλογικών συμφερόντων των εργαζομένων προς τη βιογραφική μέριμνα για την ιδιοτελή εξέλιξη του εαυτού11. Εφόσον διατείνεται πως η εργασία δεν εκφράζει τα συλλογικά συμφέροντα αυτών που την εκπροσωπούν, τότε παύει να συνδέεται και με το ωφελιμιστικό καθήκον συμμετοχής στο κοινωνικό αγαθό ή της εκπλήρωσης του ανθρώπινου ιδανικού της προόδου και της προκοπής· ανακυκλώνεται γύρω απ’ τον εαυτό, επιστρέφει σ’ αυτόν μέσω μιας υγειονομικής, αθλητικής και ψυχοθεραπευτικής μαγγανείας και πλαισιώνεται από new age επαγγελματικές πρακτικές, ομοιοπαθητικές, γυμναστήρια, δίαιτες, φάρμακα, πρότυπα ομορφιάς και μια βιομηχανία κοσμετολογίας, ώστε να δουλεύουμε διαρκώς με τον εαυτό μας, να είμαστε σε εγρήγορση και διαρκή άμυνα απέναντι στην αναλωσιμότητα και τις εφήμερες συμβασιακές σχέσεις που επιβάλλει η αγορά εργασίας και να φαινόμαστε μονίμως νέοι, δραστήριοι, όμορφοι, χαρούμενοι και πρόθυμοι για δουλειά. Άλλωστε, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε: η ζωή είναι δουλειά. Ως εκ τούτου, όσο πιο πολύ αυξάνεται η ποσότητα της καθημερινής απασχόλησης, τόσο περισσότερο αυξάνονται και οι υπόνοιες πως κάποιος είναι ζωντανός. Ομολογουμένως, εφόσον έχει διαμορφωθεί μια τέτοια κατάσταση, στο άλλο άκρο του ντοπαρίσματος και του workaholism, εκεί που κάνουν την εμφάνισή τους η υπερκόπωση και η ανεργία, παρατηρούμε ότι η έκλειψη της εργασίας συσχετίζεται με μια έκλειψη της ίδιας της ζωής, της αγωνίας να «επιζήσουμε» πάση θυσία, του απόλυτου κενού· η κατάθλιψη και η αυτοκτονία δείχνουν με τον πιο σπαρακτικό τρόπο τα απώτατα όρια αυτού του βιώματος.
————————————————-