Φιλίπ Μυρέ – Για τον homo festivus και τον φεστιβισμό

Ο homo festivus βρίσκεται παντού και πουθενά.

Πλέον, δεν έχει και πολύ μεγάλη σχέση με τα ανθρώπινα όντα των αρχαίων πολιτισμών.

Πρόκειται για τον κάθε στοιχειώδη raver, το κάθε μεσαίο στέλεχος, τον κάθε Κλίντον, που είναι γνωστός και ως Μπιλ Γκέητς, ένα από τα ισχυρότερα πρόσωπα αυτού του υπό κατάρρευση κόσμου, ο οποίος (όπως μαθαίναμε πρόσφατα από τον Nouvel Observateur) σύντομα «θα κυριαρχήσει σε κάθε λογισμικό του Διαδικτύου και της διαδραστικής ψυχαγωγίας», που όμως, φεστιβικά, «προτιμά τα τζιν αντί για ένα κοστούμι Αρμάνι, ένα κουτάκι Κόλα αντί για κρασί Μπορντώ και ένα τραμπολίνο στο νέο του σπίτι των διακοσίων είκοσι εκατομμυρίων φράγκων αντί για μια πιο σοφιστικέ διασκέδαση».

Ο homo festivus αντανακλάται στην εποχή του και την ευχαριστεί που τον έκανε τόσο μεγάλο.

Στην πραγματικότητα, όμως, κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί κάτι παραπάνω από homo festivus, διότι κανείς δεν είναι κάτι άλλο παρά homo festivus.

Η υπερφεστιβική ιδεολογία, ή φεστιβισμός, θα μπορούσε να εφαρμοστεί σ’ αυτό που έγραψε κάποτε ο Μπόρχες για τον νομιναλισμό: «Ο νομιναλισμός, άλλοτε επινόηση λίγων, σήμερα αγκαλιάζει ολόκληρο τον κόσμο. Η νίκη του είναι τόσο αχανής και τόσο θεμελιώδης που το όνομά του έχει καταντήσει άχρηστο. Κανείς δεν αποκαλείται νομιναλιστής, γιατί κανείς δεν είναι κάτι άλλο».

Μόνο που ο θρίαμβος του υπερφεστιβικού, με ορίζοντα τη διεμφυλικότητα, και άρα την εξάλειψη των ατόμων, έγκειται συγκεκριμένα σε έναν νεο-νεοπλατωνικό και αλληγορικό «ρεαλισμό» (με την έννοια μιας ανταγωνιστικής οπτικής στον νομιναλισμό), μια επιστροφή στην αφαίρεση, την οποία μάχεται ματαίως αυτός ο νομιναλισμός (δια της οποίας, όπως διασαφηνίζει επίσης ο Μπόρχες, και απ’ ότι φαίνεται ευσταθεί, γεννήθηκε το μυθιστόρημα).

Αυτή η επιστροφή στην αφαίρεση δεν έχει πια ανάγκη να υποστηριχθεί.

Έχει γίνει το ίδιο το φυσικό.

Ήδη, τίποτα πια δεν μπορεί να δοξαστεί, παρά μόνο μέσω της μεγαλοπρέπειας του υπερφεστιβικού.

Στη Liberation, ένας κάποιος κοινωνιολόγος φώναζε πριν λίγο καιρό: «Ας εξυμνήσουμε τα νέα συλλογικά κινήματα!». Ο ειδικός αυτός περιέγραφε με λεπτομέρεια τα πλεονεκτήματα των μεγάλων αυτών αυθόρμητων συλλογικών κινητοποιήσεων που καινοτομούν «μέσω του ζωντανέματος του δρόμου και της θεατρικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων». Στην ίδια εφημερίδα, είδαμε τον περασμένο Οκτώβρη, τον Jack Lang[1], να ανακατεύεται, ως πρώην υπουργός σε διαδικασία ανακύκλωσης, πάνω στις εκδηλώσεις και να απολογείται δικαίως για τη «γαλλική techno», μια techno τόσο «δημιουργική», με τις ξεχωριστές γιορτές της, της οποίας η μεγαλύτερη αρετή φαίνεται να δημιουργεί έναν «πολυ-επιστημονικό χώρο». Δεν θα επανερχόμουν στην τοποθέτησή του αυτή, αν, γύρω στα τέλη Δεκέμβρη, δεν έπεφτα πάνω σε ένα τιτάνιο τηλε-ντιμπέιτ, με τίτλο «Rave, techno, rap: Αφήστε ήσυχους τους νέους!».

Κατά τη διάρκεια του τηλε-ντιμπέιτ, μαθαίναμε πως οι νέοι είναι αιώνια διωκόμενοι, πως αναγκάζονται να ακούν κρυφά την αγαπημένη τους μουσική κάτω από επικίνδυνες συνθήκες, κυνηγημένοι από τους μπάτσους. Συγκρατούσα τα γέλια μου, μπροστά στην οθόνη, και κατάπινα μια ιδέα που μου ερχόταν στο μυαλό (εφόσον οι νέοι εμποδίζονται τόσο εχθρικά, μέσα στις πόλεις, από το να ωφελούν όλο τον κόσμο με τον θόρυβό τους, τότε προς Θεού, ας τους δώσουμε τουλάχιστον μια δικιά τους περιοχή· ας τους προσφέρουμε μια από εκείνες τις έρημες επαρχίες που μόνο η Γαλλία γνωρίζει το μυστικό τους· ας τους δώσουμε ένα οροπέδιο, για παράδειγμα, με πλήρη δικαιώματα ιδιοκτησίας και κάθε ελευθερία· θα μπορούσαμε μάλιστα να το αποκαλέσουμε το Οροπέδιο του Λαού), και αποποιούμενος, λοιπόν, κάθε τέτοιας απρέπειας, θυμόμουν αυτό το άρθρο του Jack Lang, ανώτατου αξιωματούχου της techno, μανιτού της rave σκηνής ως βούληση και ως παράσταση, κοντολογίς, αυτού του σημαίνοντος προσώπου του υπερφεστιβικού κόσμου.

Επικαλούνταν λοιπόν, σ’ αυτό το ήδη δυο μηνών άρθρο, ότι οι γιορτές techno «συνέβαλαν στην ανάδυση μιας ολόκληρης γενιάς από νέους καλλιτέχνες, μουσικούς ή δημιουργούς μόδας, γραφίστες ή δημιουργούς βίντεο, ηθοποιούς στο θέατρο ή γλύπτες πάγου». Τί δουλειά είχαν εκεί οι γλύπτες πάγου; Γιατί όχι οι πλάστες υπερκόλλας; Οι διακοσμητές PVC; Οι τεχνίτες κάστρων στην άμμο και χιονάνθρωπων; Δεν έχω τίποτα προσωπικό, φυσικά, με τους γλύπτες πάγου, όμως δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο για τον οποίο ο πρώην Υπουργός Πολιτισμού τους ξεχωρίζει.

Τελικά, εκείνη τη μέρα, ο Jack Lang ήθελε να μας πληροφορήσει πως ο ίδιος διαμαρτυρόταν εντόνως ενάντια στην καταστολή των rave party. Πολύ περισσότερο για εκείνες τις εσπερίδες, έλεγε ακόμη ο Τρελός Καπελάς της Χώρας των Ψηφιακών Θαυμάτων, «όπου οι καλλιτέχνες παραμένουν συχνά ανώνυμοι, οι διαφορές φύλου ή καταγωγής δεν υφίστανται πλέον». Πράγμα που αποτελεί ένα ισχυρό ατού, όπως το περιμέναμε, για να τους χαρακτηρίσουμε άθικτους[2].

Τα παλιά στοιχεία διαφοροποίησης (απαραίτητη συνθήκη, σημειωτέον, για την άσκηση έστω και της πιο ελάχιστης κριτικής σκέψης), έχουν στην πραγματικότητα απορροφηθεί από τη γιορτή της υπερφεστιβικής εποχής. Ακόμα και στη γλώσσα, όπως το υπενθύμιζε ρητά, λίγες εβδομάδες αργότερα, μια χρονικογράφος της Le Monde, καθώς επέστρεφε εκστασιασμένη, κι εκείνη, από μια rave βραδιά σε ένα μεγάλο προάστιο.

Αυτή η συγκινητική συνάθροιση έλαβε χώρα μέσα στους αγρούς του πρώην βιομηχανικού σύμπαντος, μέσα σε μια τεράστια εγκαταλελειμμένη αποθήκη, που, σύμφωνα με τη δημοσιογράφο, «θύμιζε μεσαιωνική νύχτα στο προαύλιο της Νοτρ Νταμ». Τρεις χιλιάδες άτομα χόρευαν «εν θερμώ υπό τους ήχους του DJ, τις συμπαντικές “υπερ-δονήσεις”, χωρίς να έχουν ανάγκη τις λέξεις». Στις μέρες μας, το να μην έχεις ανάγκη τις λέξεις αποτελεί προτέρημα. Ήδη, λίγο καιρό πριν από τον θρίαμβο του φεστιβισμού, είχαμε ίσως δει, μέσα σ’ αυτή την εγκατάλειψη της ζωντανής ομιλίας, μια ανησυχητική σκιά της επιστροφής στη ζωικότητα.

Όμως, η επιστροφή αυτή δεν είναι πλέον διακριτή: βρίσκεται σε διαδικασία ολοκλήρωσης. Και δεν παραμένει αμφιλεγόμενη, παρά μόνο σε μερικά μυαλά ολοένα και πιο απομονωμένα.

Το υπερφεστιβικό σύστημα, μέγας κατασκευαστής ηθικής, περιφρονεί την πάντα λίγο-πολύ ανεξέλεγκτη γλώσσα, επιρρεπή στα ψέματα, ή τουλάχιστον στις αμφισημίες. Αποτελεί ύψιστο στόχο η διακήρυξη της εορταστικής κατάστασης ως παραδεισένιας, διότι δεν διαφοροποιεί. Ένας νοσταλγός των «θρυλικών» εποχών του Παλατιού, ανακαλούσε πρόσφατα το μέρος αυτό ως αξιομνημόνευτο γιατί «διέλυσε τους κοινωνικούς, σεξουαλικούς και φυλετικούς φραγμούς, και επινόησε ένα νέο πρότυπο ένταξης ή αναγνώρισης αυτής της αποφετιχοποιημένης κοινωνίας».

Η εορτή εξυπηρετεί την κατάπνιξη της αρνητικότητας, καθώς και της ανισότητας.

Το υπερφεστιβικό αποτελεί την αποθέωση της αδελφοποίησης, τη δυναμική επιστροφή, θετικοποιημένη όμως μέχρι θανάτου, του μιμητισμού και του επιδημικού, το λουτρό στο οποίο καταργούνται οι αποστάσεις, οι διαχωρισμοί, οι εξατομικεύσεις και οι αντιθέσεις. Ο homo festivus ψωροπερηφανεύεται που ξέρει πως είναι βυθισμένος στο ομοιογενές κύμα της ειδυλλιακής κατάστασης χωρίς πρόσωπα, σε ένα συμπαντικό συνεχές ειρήνης και έρωτα, από το οποίο, η σύντομη ιστορική περίοδος της ανθρωπότητας, εν τέλει, μας απομάκρυνε μόνο πολύ προσωρινά. Είναι, τέλος, αυτό ακριβώς που υποδεικνύει ο ακούσια κωμικός Jack Lang, προωθώντας τη διοργάνωση μιας techno parade αλά γαλλικά: «κάτι τέτοιο θα μπορούσε να σημάνει τη γέννηση μιας νέας οικουμενικότητας, την οικουμενικότητα της ποίησης, της τέχνης, της ανεκτικότητας, που θα αντικαθιστούσαν την οικουμενικότητα του πολέμου, της βίας και της καταπίεσης».

Μέσα σε όλη αυτή τη φλύαρη και θαμπή δημαγωγία, χαραμίζαμε πραγματικά τον χρόνο μας για να βρούμε ένα πράγμα, την πραγματικότητα. Οι προπαγανδιστές της υπερφεστιβικής εποχής υποστηρίζουν ένα μόνο πράγμα, τον επικερδή ονειρισμό τους, και τον υποστηρίζουν αδιάκοπα. Πλέον, δεν έχουν κανένα επιχείρημα σχετικά με την πραγματικότητα ή τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Δεν απορούν με την εξαφάνισή τους. Αντιθέτως, δεν μπορούν παρά να χαίρονται μ’ αυτήν. Όπως με την εξάλειψη μιας αρχαίας βλαβερής πράξης.

Όλες αυτές οι συνθήκες, και μερικές άλλες, απαιτούν την επεξεργασία μιας νέας θεωρητικής και κριτικής σκέψης, που βρίσκεται ακόμη σε νηπιακό στάδιο. Μπορεί να δημιουργηθεί μόνο μέσω της καθημερινής ανάλυσης μιας πραγματικότητας που μετατράπηκε σε μη πραγματική, ενός συγκεκριμένου που δεν έχει βάρος και μιας ιστορικής στιγμής αποσπασμένης από την Ιστορία.

—————————————-

Σημ.: Το συγκεκριμένο κείμενο δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Res Publica: Σημειώσεις εκτός γραμμής ενάντια στη δημόσια υποκρισία (τχ. 1, Φεβρ. 2019, σσ. 135 – 150). Μεταφράστηκε απ’ τον Βασίλη Παπαδόπουλο, και εγώ ήμουν υπεύθυνος για την επιμέλεια του κειμένου.

 

[1] Σ.τ.μ.: Γάλλος πολιτικός, μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Διετέλεσε Υπουργός Πολιτισμού το 1981-86 και το 1988-92 και Υπουργός Παιδείας το 1992-93 και το 2000-02.

 

[2] Σ.τ.μ.: O συγγραφέας σ’ αυτό το σημείο υπαινίσσεται τον ινδουιστικό τρόπο κοινωνικής οργάνωσης που χαρακτηρίζεται από τον διαχωρισμό της κοινωνίας σε κάστες: τους Βραχμάνους (ιερείς), τους Ξατρίγια (βασιλείς και πολεμιστές), τους Βαΐσγια (έμποροι και ιδιοκτήτες γης), τους Σούντρα (εργατικές τάξεις και αγροτικός πληθυσμός) και τέλος, τους Νταλίτ ή αλλιώς Άθικτους (όσοι βρίσκονται εκτός του συστήματος των καστών, είναι υποταγμένοι σε όλους τους υπόλοιπους και ως εκ τούτου παραμένουν πάντα ανώνυμοι και δεν τυγχάνουν κάποιας αναγνώρισης).

 

Eros computans

Η πίστη στην ισόβια συντροφικότητα, η δυναμική του έρωτα και οι ομολογίες αιώνιας αγάπης δηλητηριάζονται από τη ρηχότητα και την αποστασιοποίηση, την ταχύτητα και τη διαφυγή. Σύμφωνα δε με τις διαβεβαιώσεις των ακαδημαϊκών κύκλων, μαθαίνουμε πως οι ρομαντικοί είναι οπισθοδρομικοί, νοσταλγικοί, αντιδραστικοί, γέννησαν τον φασισμό· δεν είναι καιρός για εντάσεις και πόθους, η ultra φιλελεύθερη κοινωνία μας αναδύεται μέσα από την ποσότητα, την αύξηση της ζήτησης, τη λογιστική των παθών, τη μετρησιμότητα όσων επισκέφτηκαν τη ζωή μας, την ορθολογική διαρρύθμιση εν τέλει όλων των συγκινησιακών φορτίσεων.

Read More »

Οι καθημερινές νευρώσεις της ζωής στις μεγαλουπόλεις

Το ξυπνητήρι χτυπάει. Το κλείνεις και το ξανακλείνεις. Ευτυχώς προνόησες από το προηγούμενο βράδυ να το ρυθμίσεις αρκετά λεπτά πριν απ’ την ώρα που πραγματικά θες να ξυπνήσεις. Δεν θες να σηκωθείς και να βγεις στη ζούγκλα. Ψάχνεις δικαιολογίες, τελικά σηκώνεσαι. Βουρτσίζεις δόντια, ντύνεσαι και επιδίδεσαι σε ένα τελετουργικό προετοιμασίας προς την έρημο του κοινωνικού, τσεκάρεις για τελευταία φορά αν κρατάς τα κλειδιά σου στο χέρι κι αν έχεις πάρει το κινητό σου και πιάνεις το πόμολο. Βαθιά ανάσα και ξαφνικά είσαι στον δημόσιο χώρο, με την απορία πόσο μεγάλη θα είναι η δόση παράνοιας που θα συναντήσεις και σήμερα.

Read More »

Ζαν Μπωντριγιάρ – Είμαστε όλοι τρανς

Όλοι μας προσέχουμε το «look» μας. Από τη στιγμή που δεν μπορείτε να αντλήσετε μια αξία από την ίδια σας την ύπαρξη (δεν κοιτάμε πλέον ο ένας τον άλλον – και η σαγήνη φτάνει σε ένα τέλμα!), αυτό που απομένει είναι η επιτέλεση μιας πράξης εμφάνισης, χωρίς πραγματικά να νοιάζεστε για το είναι σας, ή ακόμα και για το ίδιο το εμφανίζεσθαι.

Read More »

Cart

Your Cart is Empty

Back To Shop