Ζύγκμουντ Μπάουμαν – Σεξ χωρίς αγάπη

Σημ.: Το συγκεκριμένο κείμενο είναι το δεύτερο μέρος από ένα συνολικότερο δοκίμιο του Ζυγκμουντ Μπάουμαν, «Το σεξ στη μεταμοντέρνα κοινωνία» [“On the postmodern uses of sex” στο πρωτότυπο]. Η μετάφραση έγινε από κοινού με τον Κωνσταντίνο Καρουσάκη το 2019, και το τελικό κείμενο δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Κοινοί Τόποι: Σχόλια για τον ψυχισμό της εποχής (τχ. 2, 2020, σσ. 95 – 120). Το πρώτο μέρος υπάρχει ΕΔΩ και το τρίτο μέρος ΕΔΩ.

—————————————

 

Επιτρέψτε μου να παραμερίσω τις «εμπορικές» χρήσεις του ερωτισμού, οι οποίες δεν προκαλούν κάποια ιδιαίτερη έκπληξη σε μια κοινωνία όπου το ενδιαφέρον για οτιδήποτε θεωρείται ανθρώπινη ανάγκη προπαγανδίζεται ολοένα και περισσότερο από την εμπορευματική αγορά – και, αντ’ αυτού, να εστιάσω στις κατά πολύ λιγότερο προφανείς, και σίγουρα όχι και τόσο δεδηλωμένες και πολυσυζητημένες διασυνδέσεις μεταξύ της ερωτικής επανάστασης και άλλων πτυχών της αναδυόμενης μεταμοντέρνας κουλτούρας. Ανάμεσα σ’ αυτές τις πτυχές, δύο απ’ αυτές, πιο συγκεκριμένα, σχετίζονται άμεσα με το θέμα μας.

Η πρώτη είναι η κατάρρευση του «πανοπτικού» μοντέλου για τη δια­σφάλιση και τη διαιώνιση της κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Αυτό το μοντέλο, όπως είναι γνωστό, έχει αναλυθεί λεπτομερώς από τον Μισέλ Φουκώ, με αναφορές στην ιδέα του Τζέρεμι Μπένθαμ για την οικουμενική λύση απέναντι σε όλα τα καθήκοντα που απαιτούν την ενστάλαξη της πειθαρχίας και, ως εκ τούτου, την απόκτηση της επιθυμητής συμπεριφοράς από έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων.

Κατά τον Τζέρεμι Μπένθαμ, η λύση βρισκόταν στο να μπορεί κανείς να βλέπει χωρίς να τον βλέπουν, ένα καθεστώς συγκεκαλυμμένης επιτήρησης, στο οποίο τα αντικείμενα της επιτήρησης θα υποψιάζονταν ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να τελούν υπό προσεκτική εξέταση, χωρίς όμως να έχουν κανέναν τρόπο να γνωρίζουν πότε είναι πράγματι υπό παρακο­λούθηση.

Ο Φουκώ χρησιμοποίησε την ιδέα του Μπένθαμ ως πρότυπο των πρακτικών της μοντέρνας εξουσίας για την αναπαραγωγή του συστήματος. Κατά τη διάρκεια της νεωτερικής εποχής, τα εργοστάσια, τα εργαστήρια, οι φυλακές, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τα άσυλα και οι στρατώνες, ανεξάρτητα από την προφανή λειτουργία τους αποτελούσαν, επί της ουσίας, κατασκευ­αστές του συστήματος τάξης· σε σχέση με την ανωτέρω τοποθέτηση, αυτή είναι η λανθάνουσα μεν, αλλά αναμφισβήτητα δε η πρωταρχική κοινωνική τους λειτουργία. Μεταξύ όλων των πανοπτικών θεσμών, δύο ήταν οι πλέον αποφασιστικοί για την προαναφερθείσα λανθάνουσα λειτουργία, εξαιτίας του ευρύτατου πεδίου εφαρμογής τους.

Οι δύο, λοιπόν, πανοπτικοί θεσμοί ήταν τα βιομηχανικά εργοστάσια και τα στρατόπεδα. Οι περισσότεροι άντρες της κοινωνίας αναμενόταν, εύλογα, να περάσουν από την πειθαρχική διάβαση και να αποκτήσουν τις έξεις που θα εγγυόνταν την υπακοή τους στους κα­νόνες που συναπαρτίζουν την τάξη και τις νόρμες (και στη συνέχεια να επι­βάλλουν αυτές τις έξεις στις γυναίκες τους, ως επικεφαλής των οικογενειών τους). Ωστόσο, η επιτέλεση αυτών των ρόλων, σ’ αυτά τα πανοπτικά ιδρύμα­τα, απαιτούσε άνδρες ικανούς να αναλάβουν τα καθήκοντα της βιομηχανικής και στρατιωτικής εργασίας και να αντέξουν τις δυσκολίες τους.

Η ανικανότητα κάποιου για βιομηχανική εργασία και η απαλλαγή του από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις σήμαιναν και τον αποκλεισμό του από τον πανοπτικό έλεγχο και την πανοπτική εκπαίδευση. Επομένως, η ικανότητα κάποιου να εργαστεί και να πολεμήσει έγινε το μέτρο του «κανόνα», ενώ η ανικανότητα ισοδυναμούσε με κοινωνική ανωμαλία, απόκλιση από τον κανόνα, και εναλλακτικά, υποβάλλο­νταν σε ιατρική θεραπεία ή συμμόρφωση μέσω ποινών. Η μοντέρνα ιατρική έδωσε σ’ αυτούς τους κανόνες το όνομα της «υγείας».

O «υγιής άνθρωπος» ήταν ένα πρόσωπο ικανό για μια συγκεκριμένη ποσότητα σωματικής προ­σπάθειας που απαιτείται από την παραγωγική εργασία ή/και τα στρατιωτικά επιτεύγματα. Ο κανόνας που διακατείχε την αξιολόγηση της κατάστασης της υγείας και της απειράριθμης ποικιλίας των πιθανών ανωμαλιών ήταν, λοιπόν, «αντικειμενικά μετρήσιμος». Θα μπορούσε, επομένως, να τεθεί με ευκολία ως στόχος, και το να πετύχουμε ή όχι αυτόν τον στόχο θα μπορούσε να καθοριστεί με απόλυτη ακρίβεια.

Η σύγχρονη κοινωνία δεν χρειάζεται ούτε μαζική βιομηχανική εργασία, ούτε μαζικά (κληρωτά) στρατεύματα. Πάει η εποχή που τα εργοστάσια και τα στρατεύματα ήταν τα αποφασιστικά όργανα διατήρησης της τάξης (τουλάχι­στον στο δικό μας τμήμα του κόσμου). Το ίδιο ισχύει, εξίσου, για την πανο­πτική εξουσία ως το κύριο όχημα της κοινωνικής ενσωμάτωσης, και για την κανονιστική ρύθμιση ως την κύρια στρατηγική της διατήρησης τάξης.

Η πλειο­νότητα των ανθρώπων -οι άνδρες, καθώς και οι γυναίκες- είναι σήμερα ενσω­ματωμένη μέσω της αποπλάνησης παρά της αστυνόμευσης, της διαφήμισης και όχι της κατήχησης, της κατασκευής αναγκών αντί της κανονιστικής ρύθμι­σης. Οι περισσότεροι από μας είναι κοινωνικά και πολιτιστικά εκπαιδευμένοι και διαμορφωμένοι περισσότερο ως ηδονοθήρες και συλλέκτες εντυπώσεων, παρά ως παραγωγοί και στρατιώτες.

Διαρκής ανοιχτότητα σε νέες αισθήσεις, διακαής πόθος για παντοτινές νέες εμπειρίες, ολοένα και πιο δυνατές, ολοένα και πιο βαθιές· ιδού μια εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να είναι κανείς δε­κτικός στην αποπλάνηση.

Δεν είναι η «υγεία», με την έννοια μιας σταθερής κα­τάστασης, ενός αμετακίνητου στόχου στον οποίο όλα τα σώματα συγκλίνουν με την κατάλληλη προπόνηση, αλλά η «φυσική κατάσταση» [fitness], η οποία υποδηλώνει τη διαρκή κινητοποίηση ή εγρήγορση, την ικανότητα απορρόφη­σης και χώνεψης όλο και μεγαλύτερων ποσοτήτων ερεθισμάτων, την ευελιξία και την αντίσταση προς οποιονδήποτε συμβιβασμό, ό,τι εν ολίγοις αναμένει ένας συλλέκτης εμπειριών, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα πρέπει πράγ­ματι αυτός να κατέχει προκειμένου να αναζητά και να ρουφάει εντυπώσεις.

Κι αν παλιότερα το σημάδι της «ασθένειας» ήταν η ανικανότητα για ζωή στο εργοστάσιο ή στον στρατό, σήμερα το σημάδι της «κακής φυσικής κατά­στασης» [unfitness] είναι η έλλειψη ορμητικότητας [élan vital], η ανία [ennui], η απάθεια [acedia], η αδυναμία να αισθανθεί κανείς έντονα, η έλλειψη ενέργειας, αντοχής, ενδιαφέροντος γι’ αυτά που έχει να μας προσφέρει μια ζωή γεμάτη ενδιαφέροντα, η επιθυμία, καθώς και η επιθυμία να επιθυμούμε…

Εντούτοις, η «φυσική κατάσταση» ως απεικόνιση μιας επιθυμητής σω­ματικής κατάστασης παρουσιάζει προβλήματα από τα οποία η νόρμα της «υγείας» ήταν απαλλαγμένη.

Πρώτον, η «υγεία» είναι μια νόρμα, και οι νόρμες έχουν σαφή οριοθέ­τηση απ’ άκρη σ’ άκρη. Η «φυσική κατάσταση» έχει τρόπον τινά ένα κατώτε­ρο -αν και θολό και θαμπό- όριο αλλά δεν γίνεται, εξ ορισμού, να έχει ταβάνι. Σε τελική ανάλυση, η «φυσική κατάσταση» αφορά τη συνεχή δυνατότητα να πηγαίνουμε όλο και πιο μακριά, να αναγόμαστε συνεχώς σε υψηλότερα επί­πεδα εμπειρίας.

Συνεπώς, η «φυσική κατάσταση» δεν θα αποκτήσει ποτέ την κατηγορηματικότητα και αυστηρότητα μιας νόρμας. Η «φυσική κατάσταση» είναι ένας απλησίαστος ορίζοντας που μετατίθεται συνεχώς προς το μέλλον, είναι μια εξώθηση προς τις ασταμάτητες προσπάθειες που καμιά τους δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί πλήρως ικανοποιητική, πόσο μάλλον οριστική. Το κυνήγι της φυσικής κατάστασης, παρά τους μικρούς θριάμβους του, πλήττεται μέσω ενός ανίατου άγχους και είναι μια ανεξάντλητη πηγή αποδοκιμασίας και αγανάκτησης εναντίον του ίδιου του εαυτού.

Δεύτερον, δεν μπορούμε να προβούμε σε διυποκειμενική σύγκριση ή να μετρήσουμε με αντικειμενικό τρόπο τη φυσική κατάσταση, δεδομένου ότι αυτή αφορά μόνο τις υποκειμενικά βιωμένες εμπειρίες [Erlebnis]· και πολύ δύσκολα, εξίσου, να μπορέσουμε να την προσεγγίσουμε με διαπροσωπικούς και γεμάτους νόημα όρους και να την αντιπαραθέσουμε με τα βιώματα άλλων υποκειμένων.

Παρόλο που χρειάζεται αρκετή δόση συμβουλευτικής καθοδή­γησης για να πατσίσουμε αυτή την εμμενή απουσία χειροπιαστών στοιχείων, υπάρχει κατά πάσα πιθανότητα ένα απώτατο όριο στην εμπλοκή των συμβού­λων· το να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους και να παραθέσουμε στα­τιστικούς δείκτες θα αναχαιτίσει τη μοναξιά που περιβάλλει τον ηδονοθήρα, χωρίς να χρειαστεί να την παραβιάσει. Όπως γνωρίζουμε από τον Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν δεν υπάρχει ιδιωτική γλώσσα, αλλά δεν θα χρειαζόμασταν κάτι άλλο από μία ιδιωτική γλώσσα για να εκφράσουμε αισθηματικές εντυπώσεις, οι οποίες είναι, αναμφίβολα, το καθόλα ιδιωτικό συστατικό του έμβιου κόσμου [Lebenswelt]. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα – η απαίτηση, εν ολίγοις, να τε­τραγωνίσουμε τον κύκλο.

Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, δεδομένου ότι η βεβαιότητα θεωρεί­ται κοινωνικό κατόρθωμα το οποίο τίθεται με όρους καθαρά διαπροσωπικούς, οι θιασώτες της fitness δεν μπορούν να είναι ποτέ σίγουροι για το πόσο μακριά έχουν προχωρήσει και πόσο ακόμα τους απομένει να διανύσουν. Τρίτον, στο εν λόγω παιχνίδι, που ονομάζεται φυσική κατάσταση, ο παίκτης είναι ταυτόχρο­να ο βιολιστής και το ίδιο το βιολί. Είναι οι σωματικά ευχάριστες, εκπληκτικές ή συναρπαστικές αισθήσεις τις οποίες επιζητούν οι άνθρωποι που διατηρούνται σε φόρμα – αλλά ο συλλέκτης αισθήσεων είναι αυτό το σώμα και, ταυτόχρονα, ο ιδιοκτήτης αυτού του σώματος, ο φύλακας, γυμναστής και σκηνοθέτης του.

Οι δύο ρόλοι είναι εγγενώς ασυμβίβαστοι.

Ο πρώτος απαιτεί την απόλυτη αυτο­συγκέντρωση και αυταπάρνηση, και ο δεύτερος μια απόσταση και νηφάλια κρί­ση.

Η συμφιλίωση αυτών των δύο απαιτήσεων είναι μια πολύ υψηλού επιπέδου διαδικασία – αν είναι εφικτή κιόλας στο κάτω-κάτω, πράγμα πολύ αμφίβολο. Με το να προστίθεται στα δυο προαναφερθέντα προβληματικά στοιχεία, αυτή η εξτρά ανησυχία της συμφιλίωσης μετατρέπει τον γολγοθά του κυνηγού της καλής φυσικής κατάστασης σε άγχος το οποίο απουσίαζε από τη συνείδηση των προγόνων μας περί υγείας. Και τα τρία αυτά προβλήματα προκαλούν έντο­νο άγχος σε καθημερινή βάση. Αυτό που απασχολεί περισσότερο είναι ότι το εν λόγω άγχος μοιάζει -ειδικά στη μεταμοντέρνα θλίψη- απίθανο να θεραπευτεί και να σταματήσει ποτέ. Όπως επισήμανε ο Ζαν Μπωντριγιάρ, το αόριστο και γενικευμένο άγχος δεν επιδέχεται συγκεκριμένες θεραπείες…

Η σεξουαλική ηδονή είναι αναμφισβήτητα η κορυφαία των ευχάριστων απολαύσεων· υπηρετεί, πράγματι, σαν πρότυπο βάσει του οποίου υπολογί­ζονται όλες οι υπόλοιπες απολαύσεις, οι οποίες εν τέλει είναι, κατά γενική ομολογία, ισχνές αντανακλάσεις στην καλύτερη, φτηνές απομιμήσεις στη χει­ρότερη. Ό,τι ειπώθηκε παραπάνω για τη στρατηγική της ζωής, η οποία αφορά τη συλλογή απολαύσεων γενικά, εφαρμόζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό σ’ αυτή καθαυτή τη μεταμοντέρνα εκδοχή του ερωτισμού: την «πολιτιστική επεξερ­γασία» του σεξ.

Γενικά, όλες οι εγγενείς αντιφάσεις της ζωής του ηδονοθήρα χτυπούν τη σεξουαλική του ζωή με υπερβολική δύναμη – αλλά υπάρχει και μια πρόσθετη δυσκολία που οφείλεται στην έμφυτη μονότονη ακαμψία του σεξ (το σεξ, ας θυμηθούμε, με το να είναι ένα φαινόμενο της φύσης και όχι της κουλτούρας αφήνει λίγα περιθώρια στην εφευρετικότητα που χαρακτη­ρίζει την κουλτούρα). Στη μεταμοντέρνα της εκδοχή, η σεξουαλική δραστη­ριότητα επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνο στα οργασμικά της αποτελέ­σματα· από κάθε άποψη, το μεταμοντέρνο σεξ έχει να κάνει με τον οργασμό.

Πρωταρχικό καθήκον της μεταμοντέρνας συνθήκης είναι να παρέχει πάντα τις ισχυρότερες, διαρκώς μεταβαλλόμενες, κατά προτίμηση πρωτότυπες και άνευ προηγουμένου εμπειρίες [Erlebnisse]. Εντούτοις, ελάχιστα μπορούμε να κάνουμε σ’ αυτόν τον τομέα, κι έτσι η απόλυτη σεξουαλική εμπειρία παραμένει για πάντα ένας μελλοντικός στόχος και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν μπορούμε να λάβουμε αληθινή ικανοποίηση από την υπαρκτή σεξουαλική εμπειρία, με αποτέλεσμα το σεξ να χρειάζεται κι άλλη προπόνηση, κι άλλες οδηγίες, συμ­βουλές, συνταγές, κι άλλα φάρμακα ή σεξουαλικά βοηθήματα (gadget).

Υπάρχει μια άλλη πτυχή στη σχέση μεταξύ της σημερινής ερωτικής επανάστασης και των ευρύτερων μεταμοντέρνων πολιτιστικών μετασχηματι­σμών στην οποία θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας.

Το σεξ, όπως το γνωρίζουμε, είναι η εξελικτική λύση της φύσης στο ζήτημα συνέχειας των ειδών, της ανθεκτικότητας των μορφών ζωής· ως εκ τούτου, θέτει τη θνησιμότητα κάθε ατομικού ζωντανού οργανισμού ενώπιον της αθανασίας του είδους. Μόνο ο άνθρωπος έχει γνώση ότι είναι καταδι­κασμένος να πεθάνει, και μόνο ο άνθρωπος μπορεί να φανταστεί τη διαι­ώνιση του ανθρώπινου είδους· μόνο για τους ανθρώπους η παροδικότητα της ύπαρξης του μεμονωμένου σώματος εκπληρώνει τους σκοπούς της στη σκιά της διαιώνισης της ανθρωπότητας στο σύνολό της.

Η γνώση αυτή έχει τεράστιες συνέπειες· δεν είναι, σε καμία περίπτωση, κάτι παράξενο να υποθέ­σουμε ότι βρίσκεται πίσω από τη διαβόητη δυναμική των ανθρώπινων πολιτι­σμικών εφευρέσεων, οι οποίες, κατά κανόνα, είναι μηχανισμοί διαμορφωμένοι να παρέχουν σταθερή διάρκεια στις κοινωνικές μορφές για να αντέξουν την παροδικότητα και την έμφυτη φθαρτότητα της ανθρώπινης ζωής σε ατομικό επίπεδο· ή, θα μπορούσαμε να πούμε, στις ευρηματικές διεργασίες όπου η ανθεκτικότητα παράγεται, συνεχώς, μέσα από την παροδικότητα – εκεί που η εύθραυστη και χρονικά οριοθετημένη ύπαρξη των ανθρώπινων σωμάτων ανασυντίθεται μέσα από την αμετάβλητη αιωνιότητα της ανθρωπότητας.

Το σεξ βρίσκεται στην καρδιά αυτής της αλχημείας. Το σεξ είναι το υλικό υπόστρωμα της πολιτιστικής παραγωγής της αθανασίας και το πρότυπο ή το υπέρτατο σύμβολο για την προσπάθεια υπέρβασης της ατομικής θνησιμότητας και διαστολής της ανθρώπινης ύπαρξης πέρα από τη διάρκεια ζωής των μεμο­νωμένων ανθρώπων.

Το σεξ εμπλέκεται, κεντρικά και αναπόσπαστα, στο μέγιστο επίτευγμα και στο πιο ένδοξο πολιτιστικό θαύμα: εκείνο της εμφάνισης της αθα­νασίας μέσα από τη θνητότητα, του αιώνιου μέσα από το προσωρινό, του αναλ­λοίωτου μέσα από το εφήμερο. Το αίνιγμα αυτού του ανορθολογικού θαύμα­τος, αυτής της σπαζοκεφαλιάς του πλέον ευάλωτου και δυσνόητου επιτεύγματος της κουλτούρας, εμποτίζει κάθε σεξουαλική πράξη: η μέθεξη δύο θνητών όντων βιώνεται ως γέννηση της αθανασίας… Με την έλευση της ανθρώπινης επίγνωσης της θνησιμότητας, το σεξ χάνει ανεπανόρθωτα την αθωότητα του.

Η αγάπη, που τη βρίσκουμε στην άλλη πλευρά του ερωτισμού, είναι η συναισθηματική και πνευματική υπερδομή πάνω στην οποία χτίζει η κουλ­τούρα τις σεξουαλικές διαφορές και τη σεξουαλική τους επανένωση, επενδύ­οντας ως εκ τούτου στο σεξ με πλούσιο και απείρως διαστελλόμενο νόημα, το οποίο προστατεύει και ενισχύει τη δύναμή του με σκοπό τον ανασχημα­τισμό της θνητότητας σε αθανασία.

Η αγάπη είναι μια πολιτιστική ρέπλικα ή μια εκλεπτυσμένη απεικόνιση αυτής της υπερνίκησης της αντίθεσης μεταξύ της παροδικότητας των σεξουαλικών σωμάτων και της διατηρησιμότητας της αναπαραγωγής τους, η οποία επιτυγχάνεται, πρακτικά, διαμέσου της σεξου­αλικής πράξης.

Επομένως, όπως το σεξ, έτσι κι η αγάπη είναι επιβαρυμένη με αμφισημία, η οποία ενυπάρχει όπως και η λεπτή γραμμή που διαιρεί το φυσικό από το υπερφυσικό, το γνωστό παρόν από το αινιγματικό και αδια­πέραστο μέλλον. Η αγάπη για ένα άλλο θνητό πρόσωπο είναι ένα από τα κύρια πολιτιστικά άλματα προς στην αθανασία· είναι, ίσως, θα μπορούσαμε να πούμε, ένας πνευματικός καθρέφτης που τον βαστάει στους ώμους της η σεξουαλικώς δημιουργημένη βιολογική αιωνιότητα.

Όπως και το σεξ, η αγάπη είναι μια πηγή αθεράπευτου άγχους· ωστόσο, πιθανώς να είναι ένα πιο βαθύ άγχος εμποτισμένο με ένα προαίσθημα αποτυχίας. Στην αγάπη, η ελπίδα και η υπόσχεση της «αιώνιας αγάπης» επενδύονται εντός του σώματος, που είναι οτιδήποτε άλλο παρά αιώνιο.

Η αιωνιότητα της αγάπης και του αγαπημένου προσώπου είναι ένα ζωτικό ψεύδος του πολιτισμού, το οποίο συμβάλλει στην αφομοίωση αυτού που στην πραγματικότητα υπεκφεύγει της ανθρώπινης κα­τανόησης. Ένας θνητός άνθρωπος αγαπάει σαν να ήταν αθάνατος και αγα­πάει ένα θνητό άτομο, με τρόπο που μοιάζει προσβάσιμος αποκλειστικά σε αιώνια όντα.

Σημειώσαμε προηγουμένως ότι ένα σημαντικότατο σημάδι της μετα­μοντέρνας ερωτικής επανάστασης είναι η διάρρηξη των δεσμών που συνδέ­ουν τον ερωτισμό αφενός με το σεξ (με την έννοια της αναπαραγωγικής του λειτουργίας) και αφετέρου με την αγάπη.

Στη μεταμοντέρνα κουλτούρα λαμ­βάνονται προφυλάξεις, με σκοπό να διασφαλιστεί η χειραφέτηση της ερωτι­κά εμπνευσμένης δραστηριότητας από τους περιορισμούς που επιβάλλονται βιολογικά από το αναπαραγωγικό δυναμικό του σεξ και πολιτιστικά από τις απαιτήσεις του έρωτα, για αιώνια και αυστηρά επιλεκτική, στην πραγματικότη­τα αποκλειστική, αφοσίωση.

Επομένως, ο ερωτισμός έχει απελευθερωθεί από αμφότερους τους προαναφερθέντες δεσμούς που τον διατηρούσαν δεμένο στη διαδικασία παραγωγής αθανασίας, φυσικής ή πνευματικής.

Αλλά, σε αυτή τη θεαματική απελευθέρωση ο ερωτισμός δεν ήταν μόνος του· ακολούθησαν παγκόσμιες τάσεις που άσκησαν επιρροή εξίσου στην τέχνη, στην πολιτική, στις στρατηγικές της ζωής και, ουσιαστικά, σε κάθε περιοχή της ανθρώπινης κουλτούρας.

Ένα γενικό χαρακτηριστικό της μεταμοντέρνας κατάστασης είναι ότι ισοπεδώνει τον χρόνο και συμπυκνώνει την αντίληψη της αενάως αναλώσιμης χρονικής ροής στο βίωμα (Erlebnis) του παροντικού χρόνου [Jetztzeit], ή τον τεμαχίζει σε μια σειρά αυτούσιων συμβάντων τα οποία βιώνονται σαν μια έντονη εμπειρία της φευγαλέας στιγμής και είναι αποκομμένα, όσο το δυνα­τόν περισσότερο, τόσο από το παρελθόν τους, όσο και από τις μελλοντικές τους συνέπειες.

Η πολιτική των κινημάτων αντικαθίσταται από την πολιτική των διαφημιστικών εκστρατειών, με στόχο τα άμεσα αποτελέσματα, χωρίς να μας ενδιαφέρουν οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις· η ανησυχία για τη διαρκή (αιώνια!) δόξα δίνει τη θέση της στην επιθυμία για διασημότητα· η ιστορική διάρκεια ταυτίζεται με τη στιγμιαία (και, επί της αρχής, εξαλείψιμη) καταγρα­φή· τα έργα τέχνης, που μέχρι πρότινος προορίζονταν για να διαρκέσουν πέραν του θανάτου του δημιουργού τους, αντικαθίστανται από εκ προθέσεως εφήμερα happenings και περιστασιακά installations· οι συλλογικές ταυτότητες, που προορίζονταν να κατασκευαστούν επιμελώς και να διαρκέσουν για μια ζωή, αντικαθίστανται από εργαλειοθήκες ταυτοτήτων κατάλληλες για άμεση συναρμολόγηση και εξίσου άμεση αποσυναρμολόγηση. Η νέα μεταμοντέρνα εκδοχή της αθανασίας προορίζεται να ζει άμεσα και να απολαμβάνει εδώ και τώρα. Δεν είναι πλέον όμηρος της ανελέητης και ανεξέλεγκτης ροής του αντικειμενικού χρόνου.

Η μεταμοντέρνα «αποδόμηση της αθανασίας» -η τάση να αποκόπτε­ται το παρόν από το παρελθόν και το μέλλον- επιτελείται, παράλληλα, με την απόσχιση του ερωτισμού από τη σεξουαλική αναπαραγωγή και την αγάπη. Αυτό ευνοεί την ερωτική φαντασία και, όπως και οι υπόλοιπες μεταμοντέρνες πολιτικές του βίου, αξιοποιεί μια ελευθερία πειραματισμού που ποτέ στο πα­ρελθόν δεν υπήρχε η ευκαιρία να δοκιμαστεί.

Ο μεταμοντέρνος ερωτισμός είναι ελεύθερος να κυμαίνεται και να παραμένει ασταθής. Μπορεί να εμπλακεί σε χημική αντίδραση με σχεδόν οποιαδήποτε άλλη ουσία, να τροφοδοτήσει και να αντλήσει χυμούς από οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο συναίσθημα ή δραστηριότητα. Έχει καταστεί ένα κενό σημαίνον ικανό για σημειωτική σύ­ζευξη με έναν σχεδόν απεριόριστο αριθμό σημαινομένων, αλλά παράλληλα συνιστά και ένα σημαινόμενο, έτοιμο να το αντιπροσωπεύσει οποιοδήποτε διαθέσιμο σημαίνον.

Μόνο σε μια τέτοια απελευθερωμένη και ανεξάρτητη εκδοχή μπορεί ο ερωτισμός να σαλπάρει ελεύθερα, με αναπεπταμένη τη ση­μαία της αναζήτησης των ηδονών, απτόητος και προσηλωμένος αποκλειστικά και μόνο σε αισθητικού τύπου, δηλαδή βιωματικά, ενδιαφέροντα· είναι τώρα, στο μέτρο του δυνατού, ελεύθερος να καθιερώσει και να διαπραγματευτεί τους δικούς του κανόνες, όμως, αυτή η ελευθερία είναι η μοίρα που ο ερω­τισμός δεν μπορεί ούτε να αλλάξει, ούτε να αγνοήσει.

Πρέπει να καλύψουμε-ή έστω να προσπαθήσουμε- το κενό που δημιουργείται από την απουσία εξωτερικών περιορισμών, από την υποχώρηση ή από την ουδέτερη αδια­φορία των νομοπαρασκευαστικών εξουσιών. Η νεοεμφανιζόμενη αρχή της ακαθοριστίας είναι η βάση μιας συναρπαστικά απέραντης ελευθερίας, αλλά εξίσου και η αιτία ακραίας αβεβαιότητας και ανησυχίας. Δεν υπάρχουν δοκι­μασμένες λύσεις που θα πρέπει να ακολουθήσουμε, όλα είναι προς συζήτηση εκ νέου και ad hoc…

Eros computans

Η πίστη στην ισόβια συντροφικότητα, η δυναμική του έρωτα και οι ομολογίες αιώνιας αγάπης δηλητηριάζονται από τη ρηχότητα και την αποστασιοποίηση, την ταχύτητα και τη διαφυγή. Σύμφωνα δε με τις διαβεβαιώσεις των ακαδημαϊκών κύκλων, μαθαίνουμε πως οι ρομαντικοί είναι οπισθοδρομικοί, νοσταλγικοί, αντιδραστικοί, γέννησαν τον φασισμό· δεν είναι καιρός για εντάσεις και πόθους, η ultra φιλελεύθερη κοινωνία μας αναδύεται μέσα από την ποσότητα, την αύξηση της ζήτησης, τη λογιστική των παθών, τη μετρησιμότητα όσων επισκέφτηκαν τη ζωή μας, την ορθολογική διαρρύθμιση εν τέλει όλων των συγκινησιακών φορτίσεων.

Read More »

Οι καθημερινές νευρώσεις της ζωής στις μεγαλουπόλεις

Το ξυπνητήρι χτυπάει. Το κλείνεις και το ξανακλείνεις. Ευτυχώς προνόησες από το προηγούμενο βράδυ να το ρυθμίσεις αρκετά λεπτά πριν απ’ την ώρα που πραγματικά θες να ξυπνήσεις. Δεν θες να σηκωθείς και να βγεις στη ζούγκλα. Ψάχνεις δικαιολογίες, τελικά σηκώνεσαι. Βουρτσίζεις δόντια, ντύνεσαι και επιδίδεσαι σε ένα τελετουργικό προετοιμασίας προς την έρημο του κοινωνικού, τσεκάρεις για τελευταία φορά αν κρατάς τα κλειδιά σου στο χέρι κι αν έχεις πάρει το κινητό σου και πιάνεις το πόμολο. Βαθιά ανάσα και ξαφνικά είσαι στον δημόσιο χώρο, με την απορία πόσο μεγάλη θα είναι η δόση παράνοιας που θα συναντήσεις και σήμερα.

Read More »

Ζαν Μπωντριγιάρ – Είμαστε όλοι τρανς

Όλοι μας προσέχουμε το «look» μας. Από τη στιγμή που δεν μπορείτε να αντλήσετε μια αξία από την ίδια σας την ύπαρξη (δεν κοιτάμε πλέον ο ένας τον άλλον – και η σαγήνη φτάνει σε ένα τέλμα!), αυτό που απομένει είναι η επιτέλεση μιας πράξης εμφάνισης, χωρίς πραγματικά να νοιάζεστε για το είναι σας, ή ακόμα και για το ίδιο το εμφανίζεσθαι.

Read More »

Cart

Your Cart is Empty

Back To Shop