Jane Jacobs – H αυτοκυβέρνηση των πόλεων

Σημ.: Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα απ’ το βιβλίο της Jane Jacobs, The Life and Death of Great American Cities (Νέα Υόρκη, Random House, 1961). Στα ελληνικά μεταφράστηκε το 2020 για να συμπεριληφθεί στην ύλη του τρίτου τεύχους του περιοδικού Κοινοί Τόποι, (τχ. 3, 2021, σσ. 77-89), το οποίο ήταν αφιερωμένο στην αρχιτεκτονική πρόκληση της σύγχρονης ζωής.

—————————-

Αν τα μοναδικά είδη γειτονιών πόλεων που έχουν να επιδείξουν χρήσιμες λειτουργίες αυτοκυβέρνησης στην πραγματική ζωή είναι α) η πόλη ως ολότητα, β) οι δρόμοι και γ) τα δημοτικά διαμερίσματα, τότε ένας αποτελεσματικός σχεδιασμός χώρου για τις γειτονιές των πόλεων θα έπρεπε να στοχεύει σ’ αυτούς τους σκοπούς:

Πρώτον, στην άνθιση ζωηρών δρόμων που να υποκινούν το ενδιαφέρον.

Δεύτερον, στη δημιουργία ενός οδικού πλέγματος σε αυτούς τους δρόμους με ένα όσο το δυνατόν πιο συνεχόμενο δίκτυο σχέσεων καθ’ όλη την έκταση ενός δημοτικού διαμερίσματος με υπολογίσιμη διάμετρο και δυναμική για την πόλη.

Τρίτον, στη χρήση πάρκων, πλατειών και δημόσιων κτιρίων ως υποδομών που θα ενισχύσουν και θα συνενώσουν την πολυπλοκότητα και την πολυχρηστικότητα αυτού του οδικού πλέγματος. Μέσα σ’ ένα δημοτικό διαμέρισμα, τα πάρκα, οι πλατείες και τα δημόσια κτίρια δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ούτε για να απομονώσουμε την κάθε χρηστικότητα από τις υπόλοιπες, ούτε για να απομονώσουμε την κάθε γειτονιά από τις υπόλοιπες.

Τέταρτον, στην έμφαση της λειτουργικής ταυτότητας περιοχών, οι οποίες είναι όσο μεγάλες χρειάζεται ώστε να σταθούν ως δημοτικά διαμερίσματα.

Aν οι τρεις πρώτοι στόχοι τηρηθούν με ευλάβεια, ο τέταρτος θα ακολουθήσει. Να γιατί: πολύ λίγοι άνθρωποι θα μπορούσαν να ταυτιστούν με μια αφαίρεση, το επονομαζόμενο «δημοτικό διαμέρισμα», ή να νοιάζονταν κιόλας γι’ αυτό, εκτός και αν αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν μόνο στον κόσμο που υπάρχει στους χάρτες. Σχεδόν όλοι ταυτιζόμαστε με έναν τόπο στην πόλη επειδή τον χρησιμοποιούμε και τον γνωρίζουμε απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Παίρνουμε τα πόδια μας και τον τριγυρνάμε, και στηρίζουμε τις δυνάμεις μας σ’ αυτόν τον τόπο. Ο μοναδικός λόγος για να πάρει ο καθένας μας στα σοβαρά τον τόπο του είναι επειδή με αυτές οι χρήσιμες, ενδιαφέρουσες και πρακτικές διαφορές, η ώρα του τοκετού της έλξης πλησιάζει.

Κανείς μας δεν θέλει να ταξιδεύει από πανομοιοτυπία σε πανομοιοτυπία και από επανάληψη σε επανάληψη, ακόμα και στην περίπτωση που κάτι τέτοιο μπορεί να πραγματοποιηθεί με την ελάχιστα δυνατή σωματική προσπάθεια.

Είναι, όχι οι αντιγραφές, αλλά οι διαφορές που συμβάλλουν στη διασταύρωση των χρήσεων και, ως εκ τούτου, στην ταύτιση κάποιου προσώπου με μια περιοχή η οποία είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ το άμεσο περιβάλλον του δρόμου της γειτονιάς του. Η μονοτονία είναι εχθρός της συνάντησης των χρήσεων και, συνεπώς, της λειτουργικής μας ενότητας. Όσoν αφορά την αυθόρμητη ή μελετημένη καλλιέργεια ενός πνεύματος όπου κάθε περιοχή είναι «έδρα» κάποιων, όποιος βρίσκεται εκτός έδρας δεν μπορεί πιθανόν να νιώσει μια φυσική ταυτότητα κοινών συμφερόντων με την εκάστοτε έδρα ή με όσους την απαρτίζουν.

Για να ωριμάσει ένας πυρήνας χρήσεων χρειάζονται ζωηρά και ποικιλόμορφα δημοτικά διαμερίσματα, με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει και με τους πυρήνες χρήσεων για μικρότερης κλίμακας τοποθεσίες όπως τα πάρκα, και είναι κάτι τέτοιοι πυρήνες που παίζουν σημαντικό ρόλο στην αναγνωρισιμότητα του δημοτικού διαμερίσματος, ειδικότερα αν, επίσης, εμπεριέχουν ένα μνημείο που να αναδεικνύει με όρους συμβολικούς, τόσο την εν λόγω τοποθεσία όσο και κατά κάποιο τρόπο ολόκληρο το δημοτικό διαμέρισμα.

Όμως, οι πυρήνες δεν μπορούν να σηκώσουν από μόνοι τους το βάρος της ταυτότητας ενός δημοτικού διαμερίσματος· θα πρέπει να ξεφυτρώνουν ποικίλες εμπορικές και πολιτιστικές υποδομές καθ’ όλη την έκτασή του, καθώς και πλήθος διαφορετικών σκηνικών για το βλέμμα. Μέσα σ’ ένα τέτοιο οικοδόμημα, φυσικά εμπόδια όπως είναι οι πελώριες αρτηρίες του κυκλοφοριακού συστήματος, τα τεράστια πάρκα και η συνάθροιση μεγάλων ιδρυμάτων μόνο την καταστροφή μπορεί να έφερναν στη λειτουργικότητα, μιας και μπλοκάρουν τη συνάντηση των χρήσεων.

Πόσο μεγάλο, με απόλυτους όρους, θα έπρεπε να είναι ένα αποτελεσματικό δημοτικό διαμέρισμα; Έχω ήδη δώσει έναν λειτουργικό ορισμό περί μεγέθους: τόσο μεγάλο ώστε να αντιπαρατεθεί στη δημοτική αρχή, αλλά όχι και σε σημείο που να μην μπορούν οι γειτονιές να τραβήξουν την προσοχή του και να συνυπολογιστούν.

Αυτό σημαίνει, με απόλυτους όρους, διαφορετικά μεγέθη ανά πόλη, κάτι που εξαρτάται σε κάποιο βαθμό και από τον συνολικό αριθμό κατοίκων μιας ολόκληρης πόλης.

Υπάρχει, φυσικά, μια σειρά από ποιοτικά χαρακτηριστικά πολύ πιο σημαντικά για την αποτελεσματικότητα απ’ το καθαρό πληθυσμιακό μέγεθος – ιδίως η καλή επικοινωνία και το ηθικό φρόνημα. Tο μέγεθος όμως του πληθυσμού είναι ζωτικό επειδή αντιπροσωπεύει ψήφους, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο συμβαίνει τις περισσότερες φορές κατά σύμπτωση.

Oι ανώτατες μορφές δημόσιας εξουσίας, που δίνουν σχήμα και κάνουν κουμάντο στις αμερικανικές πόλεις, δεν είναι παρά οι εξής δύο: οι ψήφοι και ο έλεγχος του χρήματος. Θα μπορούσαμε να πούμε «κοινή γνώμη» και «εκταμίευση των οικονομικών πόρων» για να ακουστεί πιο εύηχο, αλλά όπως και να το πούμε παραμένουν ψήφοι και χρήματα.

Ένα αποτελεσματικό δημοτικό διαμέρισμα –και, μέσω της διαμεσολάβησής του, οι γειτονιές δρόμων– έχει στη διάθεσή του τη μία απ’ αυτές τις δύο εξουσίες: την εξουσία των ψήφων. Είναι, λοιπόν, μέσα απ’ αυτήν και μόνο τη διαδικασία που θα μπορούσε να ασκήσει αποτελεσματική επιρροή απέναντι στην εξουσία η οποία, με όλα τα καλά της και τα στραβά της, άπτεται του δημόσιου χρήματος.

Ο Robert Moses –του οποίου η ιδιοφυΐα στο να τα φέρνει όλα εις πέρας πηγάζει σε μεγάλο βαθμό απ’ την κατανόηση όσων ακριβώς ειπώθηκαν πιο πάνω– έχει αναγάγει σε προσωπική τέχνη την ικανότητα να χρησιμοποιεί τον έλεγχο του δημόσιου χρήματος για να συνασπίζεται με εκείνους που θα κέρδιζαν τις εκλογές και να εξαρτάται απ’ την αντιπροσώπευση αυτών των συχνά αντικρουόμενων συμφερόντων.

Βέβαια, υπό μία έννοια, κάτι τέτοιο δεν είναι παρά μια παμπάλαια, λυπηρή ιστορίας της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Η τέχνη του να αρνηθούμε την εξουσία των ψήφων προς όφελος της εξουσίας του χρήματος μπορεί κάλλιστα να ασκηθεί τόσο από ειλικρινείς δημόσιους λειτουργούς, όσο και από υποκριτές που εκπροσωπούν αμιγώς ιδιωτικά συμφέροντα. Όπως και να έχει, η αποπλάνηση ή η ανατροπή των εκλεγμένων αντιπροσώπων είναι πιο εύκολες όταν το πολιτικό σώμα είναι εγκλωβισμένο σε αναποτελεσματικές υποδομές εξουσίας.

Απ’ τη σκοπιά του ανώτατου ορίου, δεν γνωρίζω κάποιο δημοτικό διαμέρισμα που να είναι μεγαλύτερο των 200.000 κατοίκων και να λειτουργεί ως τέτοιο. Σε κάθε περίπτωση, το γεωγραφικό μέγεθος επιβάλλει εμπειρικού τύπου πληθυσμιακά όρια. Στην πραγματική ζωή, οι ιδανικές διαστάσεις φυσικού μεγέθους για ένα αποτελεσματικό δημοτικό διαμέρισμα χοντρικά κυμαίνονται στα 4 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Αυτό συμβαίνει πιθανότατα επειδή οτιδήποτε μεγαλύτερο είναι ακατάλληλο για μια επαρκή διασταύρωση των τοπικών χρήσεων και για μια λειτουργική ταυτότητα που θα υπόκειται στην πολιτική ταυτότητα του διαμερίσματος. Συνεπώς, οι πληθυσμοί σε μια μεγάλη πόλη θα πρέπει να είναι πυκνοκατοικημένοι ώστε να φτάσουν το δημοτικό τους διαμέρισμα στην επιτυχία· δεν υπάρχει άλλος τρόπος συμφιλίωσης μεταξύ μιας ικανής πολιτικής εξουσίας με μια βιώσιμη γεωγραφική ταυτότητα.

Αυτή η αναφορά στο γεωγραφικό μέγεθος δεν σημαίνει τη χαρτογράφηση της πόλης σε τεμάχια των τριών τετραγωνικών χιλιομέτρων, τη συνεπακόλουθη πλαισίωση αυτών των τεμαχίων μέσα σε σύνορα και, ως δια μαγείας, να που ένα δημοτικό διαμέρισμα μόλις γεννήθηκε. Δεν είναι τα σύνορα, αλλά η συνάντηση των χρήσεων και η ίδια η ζωή που θα δημιουργήσουν ένα δημοτικό διαμέρισμα. Το νόημα του να λάβουμε υπόψη το φυσικό μέγεθος και τα όρια ενός δημοτικού διαμερίσματος είναι το εξής: θα πρέπει να τοποθετήσουμε κάπου εκείνα τα αντικείμενα της φύσης ή της ανθρώπινης κατασκευής που συνιστούν φυσικά εμπόδια προς μια ευνοϊκή διασταύρωση των δημόσιων χρήσεων.

Είναι προτιμότερο αυτά τα αντικείμενα να βρίσκονται στις άκρες αρκετά μεγάλων εκτάσεων που αρκούν για να λειτουργήσουν ως δημοτικά διαμερίσματα, απ’ το να κόβουν στη μέση τη συνοχή σε περιοχές που υπό άλλες συνθήκες θα λειτουργούσαν ως υπαρκτά δημοτικά διαμερίσματα. Η πραγματικότητα ενός δημοτικού διαμερίσματος βρίσκεται σ’ αυτό που είναι εσωτερικά, στην εσωτερική συνοχή και στην αλληλεπικάλυψη των τρόπων που αυτή η συνοχή χρησιμοποιείται, και όχι στο πού βρίσκονται τα σύνορά του, ούτε στο πώς φαίνεται από μια εναέρια λήψη.

Είναι αλήθεια πως σε αρκετές περιπτώσεις τα πολύ δημοφιλή διαμερίσματα μιας πόλης επεκτείνουν τα άκρα τους εντελώς αυθόρμητα, εκτός και αν το αποτρέψουν κάποια φυσικά όρια. Ένα δημοτικό διαμέρισμα που κόβεται απότομα διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει επισκέπτες με οικονομικές ορέξεις από άλλες περιοχές της πόλης.

Συνιστά εχθρό για τον ορθόδοξο πολεοδομικό σχεδιασμό ένα οποιοδήποτε σχέδιο γειτονιάς που, αντί των φορμαλιστικού τύπου συνόρων, καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από το πλέγμα των σχέσεων, τη ζωή των ανθρώπων και τη δαιδαλώδη διασταύρωση των χρήσεων που δημιουργούνται,. Η διαφορά αυτών των δύο έχει να κάνει απ’ τη μια με την αντιμετώπιση μιας γειτονιάς ως ζωντανού, πολύπλοκου οργανισμού, ικανού να δώσει πνοή στη μοίρα του και απ’ την άλλη ως στεγανού και αδρανή οικισμού, ικανού μόνο να ζητήσει κηδεμονική φροντίδα (αν το κάνει κιόλας) απέναντι στα βάρη που του έχουν φορτώσει στην πλάτη.

Παρά το γεγονός ότι ασχολούμαι τόση ώρα με την αναγκαιότητα των δημοτικών διαμερισμάτων, δεν θέλω να δώσω την εντύπωση ότι αποτελεσματικό δημοτικό διαμέρισμα σημαίνει κάτι αύταρκες από οικονομική, πολιτική ή κοινωνική άποψη. Φυσικά και δεν είναι, και δεν θα μπορούσε να είναι παραπάνω απ’ όσο είναι ένας δρόμος. Ούτε μπορούν τα δημοτικά διαμερίσματα να αντιγράφουν το ένα το άλλο, γιατί διαφέρουν μεταξύ τους εγγενώς, και έτσι θα έπρεπε να είναι. Η πόλη δεν συγκροτείται μέσω μιας συλλογής επαναλαμβανόμενων κωμοπόλεων. Ένα ενδιαφέρον δημοτικό διαμέρισμα έχει τον δικό του χαρακτήρα και τα δικά του γνωρίσματα. Προσελκύει κόσμο από άλλες περιοχές (αν δεν το κάνει, δεν θα του απομείνει η παραμικρή αστεακή οικονομική ποικιλία), ενώ οι κάτοικοί του πηγαινοέρχονται.

Συγκροτητικός παράγοντας όλων όσων έχουν ειπωθεί πιο πάνω είναι ο χρόνος. Στις πόλεις, ο χρόνος είναι το υποκατάστατο της αυτάρκειας. Στις πόλεις, ο χρόνος είναι αναντικατάστατος.

Οι διασυνδέσεις που επιτρέπουν σε ένα δημοτικό διαμέρισμα να λειτουργήσει ως Πράγμα δεν είναι ούτε αόριστες ούτε μυστηριώδεις. Προκύπτουν απ’ τις σχέσεις συνεργασίας μεταξύ συγκεκριμένων ανθρώπων, πολλοί εκ των οποίων δεν έχουν τίποτα κοινό παρά ένα γεωγραφικό τεμάχιο.

Αν πάρουμε σαν δεδομένη τη σταθερότητα μιας γειτονιάς, οι πρωταρχικοί δεσμοί στις περιοχές των πόλεων είναι όσοι διαμορφώνονται στους δρόμους και σε όλες εκείνες τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων που έχουν παραπάνω κοινά να μοιραστούν από ένα γεωγραφικό τεμάχιο, και οι οποίοι είναι μέλη σε κάποια οργάνωση – όπως στην εκκλησία, σε συλλόγους γονέων και κηδεμόνων, εμπορικούς συλλόγους, πολιτικές λέσχες, ομάδες δημόσιου συμφέροντος, επιτροπές που κάνουν έρανο για διάφορα δημόσια ζητήματα όπως οι καμπάνιες για την υγεία, ομάδες σαν «τα παιδιά της τάδε ή δείνα συνοικίας» (πολύ συνηθισμένο σήμερα στους Πορτορικανούς, όπως και στους Ιταλούς παλιότερα), συλλόγους ιδιοκτητών, επιτροπές για την αναβάθμιση μιας γειτονιάς, διαδηλωτές ενάντια στην αδικία και πάει λέγοντας, ad infinitum.

Ρίξτε μια ματιά σε οποιαδήποτε σχετικά οργανωμένη περιοχή μιας μεγαλούπολης και θα βρείτε τόσες πολλές μικρές οργανώσεις που θα σας πιάσει πονοκέφαλος.

Μικρές οργανώσεις και ομάδες συμφερόντων φυτρώνουν στις πόλεις μας όπως τα φύλλα στα κλαδιά των δέντρων, και με τον τρόπο τους συνιστούν μια εντυπωσιακή αποκάλυψη της αντίστασης και της συντήρησης της ζωής.

Παρ’ όλα αυτά, το κρίσιμο σημείο για τη συγκρότηση ενός αποτελεσματικού διαμερίσματος μας πάει πολύ παραπέρα. Πρέπει να αναδυθεί ένα σύνολο σχέσεων που θα είναι συνυφασμένες μεταξύ τους, αλλά και διαφορετικές η καθεμιά· τέτοιες σχέσεις είναι αυτές που, φερ’ ειπείν, λειτουργούν μεταξύ ανθρώπων με ηγετική φυσιογνωμία συνήθως, οι οποίοι διευρύνουν τη δημόσια ζωή τους σε τοπικό επίπεδο πέραν των δρόμων και των ομάδων συμφερόντων ή των ιδρυμάτων, και συνάπτουν σχέσεις με άλλους ανθρώπους των οποίων οι ρίζες και το υπόβαθρο βρίσκονται σε εντελώς άλλη εκλογική περιφέρεια.

Αυτές οι προσωρινές σχέσεις έχουν μεγαλύτερη τύχη στις πόλεις σε αντίθεση με τις ανάλογες, σχεδόν επιβεβλημένες, προσωρινές συνδέσεις μεταξύ ανθρώπων από διαφορετικές μικρο-ομάδες μέσα σε έναν αυτάρκη οικισμό. Ίσως επειδή τυπικά είμαστε πιο μαθημένοι στη δημιουργία γειτονιών ειδικού συμφέροντος που απευθύνονται σε όλη την πόλη απ’ ότι στη δημιουργία δημοτικών διαμερισμάτων, γι’ αυτό και οι τυχαίες σχέσεις σε διαμερισματικό επίπεδο πολλές φορές ξεπηδούν αυθόρμητα μεταξύ ανθρώπων που ναι μεν διαμένουν στο ίδιο δημοτικό διαμέρισμα, αλλά συναντιούνται καταρχάς σε κάποια ειδικών συμφερόντων γειτονιά της πόλης, και κατόπιν κουβαλούν αυτή τη σχέση στο δημοτικό τους διαμέρισμα. Πολλά διαμερισματικά δίκτυα στη Νέα Υόρκη, για παράδειγμα, ξεκινούν κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Όλως περιέργως, αρκεί μια –ανάλογη του συνολικού πληθυσμού –μικρή μερίδα περαστικών ανθρώπων προκειμένου ένα δημοτικό διαμέρισμα να συναρμολογηθεί σε πραγματικό Πράγμα. Μπορεί να γίνει από καμιά εκατό ανθρώπους στο περίπου, μέσα σε έναν γενικό πληθυσμό που είναι χίλιες φορές μεγαλύτερος. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να έχουν χρόνο ώστε να συναντηθούν και χρόνο ώστε να προσπαθήσουν για μια λυσιτελή μεταξύ τους συνεργασία – καθώς επίσης και χρόνο ώστε να ριζώσουν σε διάφορες μικρότερες γειτονιές που θα αφορούν τον τόπο τους ή κάποιο ειδικό συμφέρον τους.

Eros computans

Η πίστη στην ισόβια συντροφικότητα, η δυναμική του έρωτα και οι ομολογίες αιώνιας αγάπης δηλητηριάζονται από τη ρηχότητα και την αποστασιοποίηση, την ταχύτητα και τη διαφυγή. Σύμφωνα δε με τις διαβεβαιώσεις των ακαδημαϊκών κύκλων, μαθαίνουμε πως οι ρομαντικοί είναι οπισθοδρομικοί, νοσταλγικοί, αντιδραστικοί, γέννησαν τον φασισμό· δεν είναι καιρός για εντάσεις και πόθους, η ultra φιλελεύθερη κοινωνία μας αναδύεται μέσα από την ποσότητα, την αύξηση της ζήτησης, τη λογιστική των παθών, τη μετρησιμότητα όσων επισκέφτηκαν τη ζωή μας, την ορθολογική διαρρύθμιση εν τέλει όλων των συγκινησιακών φορτίσεων.

Read More »

Οι καθημερινές νευρώσεις της ζωής στις μεγαλουπόλεις

Το ξυπνητήρι χτυπάει. Το κλείνεις και το ξανακλείνεις. Ευτυχώς προνόησες από το προηγούμενο βράδυ να το ρυθμίσεις αρκετά λεπτά πριν απ’ την ώρα που πραγματικά θες να ξυπνήσεις. Δεν θες να σηκωθείς και να βγεις στη ζούγκλα. Ψάχνεις δικαιολογίες, τελικά σηκώνεσαι. Βουρτσίζεις δόντια, ντύνεσαι και επιδίδεσαι σε ένα τελετουργικό προετοιμασίας προς την έρημο του κοινωνικού, τσεκάρεις για τελευταία φορά αν κρατάς τα κλειδιά σου στο χέρι κι αν έχεις πάρει το κινητό σου και πιάνεις το πόμολο. Βαθιά ανάσα και ξαφνικά είσαι στον δημόσιο χώρο, με την απορία πόσο μεγάλη θα είναι η δόση παράνοιας που θα συναντήσεις και σήμερα.

Read More »

Ζαν Μπωντριγιάρ – Είμαστε όλοι τρανς

Όλοι μας προσέχουμε το «look» μας. Από τη στιγμή που δεν μπορείτε να αντλήσετε μια αξία από την ίδια σας την ύπαρξη (δεν κοιτάμε πλέον ο ένας τον άλλον – και η σαγήνη φτάνει σε ένα τέλμα!), αυτό που απομένει είναι η επιτέλεση μιας πράξης εμφάνισης, χωρίς πραγματικά να νοιάζεστε για το είναι σας, ή ακόμα και για το ίδιο το εμφανίζεσθαι.

Read More »

Cart

Your Cart is Empty

Back To Shop