Οι καθημερινές νευρώσεις της ζωής στις μεγαλουπόλεις

Σημ: Το συγκεκριμένο κείμενο συνιστά το πρώτο μέρος του δοκιμίου «Τα χαμένα ραντεβού με τις επαναστατικές διαδικασίες», δημοσιευμένο στο τρίτο τεύχος του περιοδικού Κοινοί Τόποι: Σχόλια για τον ψυχισμό της εποχής (τχ. 1, 2016, σσ. 93-113). Το δεύτερο μέρος του δοκιμίου βρίσκεται ΕΔΩ και το τρίτο μέρος ΕΔΩ.

———————————–

 

Το ξυπνητήρι χτυπάει. Το κλείνεις και το ξανακλείνεις. Ευτυχώς προνόησες από το προηγούμενο βράδυ να το ρυθμίσεις αρκετά λεπτά πριν απ’ την ώρα που πραγματικά θες να ξυπνήσεις. Δεν θες να σηκωθείς και να βγεις στη ζούγκλα. Ψάχνεις δικαιολογίες, τελικά σηκώνεσαι. Βουρτσίζεις δόντια, ντύνεσαι και επιδίδεσαι σε ένα τελετουργικό προετοιμασίας προς την έρημο του κοινωνικού, τσεκάρεις για τελευταία φορά αν κρατάς τα κλειδιά σου στο χέρι κι αν έχεις πάρει το κινητό σου και πιάνεις το πόμολο. Βαθιά ανάσα και ξαφνικά είσαι στον δημόσιο χώρο, με την απορία πόσο μεγάλη θα είναι η δόση παράνοιας που θα συναντήσεις και σήμερα.

Τα πάντα είναι στη θέση τους και τίποτα δεν μαρτυρά κάποια αλλαγή. Οι άστεγοι δεν έχουν μαζέψει ακόμη τον οικιακό τους εξοπλισμό απ’ τις βιτρίνες των καταστημάτων. Τα μέσα μαζικής μεταφοράς ασφυκτιούν και δεν χωράνε άλλο κόσμο. Απλωμένα χέρια, που στις παλάμες τους μπορείς να διαβάσεις την καταστροφή ολόκληρων πολιτισμών, ζητιανεύουν μερικά ψιλά.

 

Ψάχνεις στις τσέπες σου αλλά τίποτα. Νιώθεις ένα μικρό ρίγος να προσβάλει την αισθητική σου, μα προλαβαίνεις μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου να προσευχηθείς λίγο για την τύχη σου. Τουλάχιστον είσαι σε καλύτερη μοίρα.

Ανά διαστήματα φιγούρες ανθρώπων που σε διεγείρουν μόλις εξαφανίστηκαν ξανά προτού προλάβεις να τους αφιερώσεις μια όμορφη κουβέντα. Συνεχίζεις τον μίνι μαραθώνιο με τα χίλια πρόσωπα της καλημέρας στον τυποποιημένο πρωινό καφέ. Αυτός ο πολεοδομικός μπρουταλισμός σε μπερδεύει, σε εξοργίζει, δεν υπάρχει τίποτα άξιο αναφοράς να δεις, οπότε στρέφεσαι αναπόφευκτα προς την οθόνη του κινητού σου τηλεφώνου.

Έρχεται η στιγμή που αναλαμβάνεις τα καθημερινά σου καθήκοντα. Το χρειάζεσαι το μεροκάματο και δεν πειράζει που ο χρόνος αργοσέρνεται μέχρι να μην περνάει η ώρα. Η απέχθεια και η οργή για τους άλλους αναδύονται στην επιφάνεια, μουδιάζουν τις γροθιές σου, σουλατσάρουν στη στοματική σου κοιλότητα, τρυπάνε τα πνευμόνια σου. Υπομονή. Οχτώ ώρες μείνανεκαι όλα θα τελειώσουν. Οχτώ ώρες μείνανε και μετά θα έχεις εκ νέου το δικαίωμα να τρέξεις ολοταχώς προς το διαμέρισμά σου, προς αυτό το «λιμάνι σ’ έναν άκαρδο κόσμο».

Φλερτάρεις επίμονα με τους δείκτες του ρολογιού.

Πλησιάζει η στιγμή που όλα τελειώσαν και για σήμερα. Ακολουθείς βιαστικά την ίδια διαδρομή προς τα πίσω. Ντελιβεράδες «πατημένοι» μεταφέρουν δέματα, γενικά η ολότητα της πόλης μοιάζει με ένα ατελείωτο delivery, σούρτα-φέρτα, άρμεγμα βενζίνης, δρομολόγια που θολώνουν την ατμόσφαιρα και κρύβουν τον ήλιο, μεταφορές, μετακομίσεις, κοινωνική κινητικότητα και μια δρομοκρατική επανίδρυση των δημόσιων σχέσεων.

Ανοίγεις την εξώπορτα. Μπαίνεις μέσα και παίρνεις ξανά μια βαθιά ανάσα, ανακούφισης αυτή τη φορά. Το πρώτο πράγμα που κάνεις είναι να ανοίξεις τον υπολογιστή. Κάθεσαι μπροστά του. Επιτέλους, είσαι στον έξω κόσμο! Αισθάνεσαι απότομα ανίκητος, κάτι σαν μινιατούρα παγκόσμιου πρωταθλητή.

Η νύχτα μπήκε για τα καλά.

Τα ουρλιαχτά του Γκίνσμπεργκ βουτάνε απ’ τα μπαλκόνια των γειτόνων, κατάρες που καταλήγουν στους φωταγωγούς, οι τοίχοι των σπιτιών δεν αντέχουν να κρατήσουν κρυφούς τους οικτιρμούς, παρά την υπόσχεσή τους για ανθρώπινη απομόνωση.

Κατά πάσα πιθανότητα θα κοιμηθείς αγκαλιά με το λάπτοπ.

Ευτυχώς όμως σε λίγες μέρες έρχεται το weekend, θα τα αφήσεις όλα πίσω και θα γίνεις ταξιδιώτης, αν και όλο και κάποιος Ζαν Λυκ Γκοντάρ θα σε έβαζε πολύ σύντομα στη θέση σου, υπάρχουν πολλές περισσότερες πιθανότητες να έμπλεκες σε ένα ψυχοφθόρο μποτιλιάρισμα, τροχαία ατυχήματα και αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα, κοσμοσυρροή, βία, ένταση και κανιβαλισμό με μόνη αντίδραση μια αδρανή εξέγερση στο κάθισμα του οδηγού.

Η πόλη είναι μια κόλαση, αν και ο συνήγορος του διαβόλου θα είχε άλλη άποψη, διότι, παρόλο που καθημερινά ακούμε στις ειδήσεις για βιαστές, φονιάδες, αυτόχειρες, ληστές και τρομοκράτες, μόλις το καλοσκεφτούμε, δεδομένης της κατάστασης του κόσμου έτσι όπως τον καταντήσαμε, όχι μόνο θα λέγαμε ότι τα πηγαίνουμε σχετικά καλά, αλλά κι ότι από κανονικό θαύμα έχουμε γλιτώσει μέχρι στιγμής από ένα γενικευμένο μακελειό.

Το είπε ξεκάθαρα και ο Πότζο: «η ποσότης των δακρύων αυτού του κόσμου είναι αμετάβλητη. Για καθέναν που αρχίζει να κλαίει, κάπου κάποιος άλλος σταματάει. Το ίδιο γίνεται και με το γέλιο. Ας μην κακολογούμε λοιπόν την εποχή μας, δεν είναι αθλιότερη απ’ τις προηγούμενες».

Η μόνη διαφορά είναι ότι ο σύγχρονος πολιτισμός έχει διαβρώσει τόσο πολύ τη φαντασία, ώστε ο συλλογικός θυμός μας παραμένει σε επίπεδα όμοια μ’ αυτά της εκάστοτε αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Όπως κι αν το δει κανείς, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: χρειάζονται εν γένει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ, ηρεμιστικών και άλλων δηλητηριωδών φαρμάκων ώστε να παλέψει κανείς για την ύπαρξή του στην πόλη. Είναι τέτοια η νευρική υπερδιέγερση, η ναυτία των αισθήσεων, το γαστρεντερολογικό στρες και η μόνιμη εναλλαγή ερεθισμάτων που δεν μένει και πολύς χώρος στον ψυχισμό μας πέρα από την καχυποψία και τη μοναξιά[1]. Οι άνθρωποι δεν ξέρουν ποιον να εμπιστευτούν μέσα στην αδιάκοπη επαφή με αμέτρητους άλλους και αναπόφευκτα γίνονται επιφυλακτικοί, ψυχροί, μπλαζέ – μια κατάσταση αισθητηριακής αναιμίας που κολλάει στον καθένα με επακόλουθο σύμπτωμα ένα κομμάτι γης προκειμένου να στεγάσει την μοναχική του ασημαντότητα.

Οι σχέσεις στον δημόσιο χώρο παύουν να είναι σχέσεις μεταξύ προσώπων, γίνονται απρόσωπες, αφηρημένες, και αναπαράγουν τη δομή του οικονομικού μοντέλου και των χρηματικών συναλλαγών.

Οι παραγωγοί δεν συναντιούνται με τους καταναλωτές.

Ένα ειλικρινές χαμόγελο, ένα ζεστό βλέμμα, ένας μορφασμός συγκατάβασης, όλα τα εκφραστικά μέσα του προσώπου που είναι ικανά να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη και την αμοιβαιότητα βυθίζονται στον πυθμένα της τεχνολογικής προοπτικής.

Το τηλέφωνο κουδουνίζει συνεχώς, οι ειδοποιήσεις χτυπούν η μία μετά την άλλη, διακόπτουν τη ζωή όλη την ώρα, μια καθημερινή επικοινωνία με διασπαστικά αποτελέσματα για τη συνοχή του ατόμου.

Η ίαση αυτής της παθογένειας θα μπορούσε να έρθει μόνο με την έλευση μιας νέας εικονοκλαστικής άρνησης ενάντια στη βιομηχανικού τύπου υπερ-κοινωνικοποίηση, ενάντια στη διασπορά φωτογραφικού υλικού με τις χίλιες και μία νύχτες των μελών της κοινωνίας του θεάματος.

Κορδωνόμαστε για τους χιλιάδες φίλους που έχουμε και τη δυνατότητά μας να γινόμαστε «γνωστοί» μέσα στους μητροπολιτικούς ρυθμούς της καθολικής εξαφάνισης, αλλά και πάλι, αφενός συναινούμε πως ο μόνος ασφαλής τρόπος για να συναντηθούν όσοι κατοικούν στην πόλη είναι διαμέσου της τηλεπικοινωνίας και, αφετέρου, αποσπούμε την ατομικότητά μας απ’ τους στενούς κύκλους που ευνοούν ένα εγκάρδιο κλίμα και αναθερμαίνουν τις διαπροσωπικές σχέσεις αποκαλύπτοντας την ανθρώπινη «ουσία». Οι καρέκλες της τραπεζαρίας παραμένουν αδειανές.

Ο χαμαιλεοντισμός των πνευματικών οριζόντων σε μια μοντέρνα μεγαλούπολη ναι μεν αξιώνει έναν τύπο ανθρώπου που ασχολείται με την ιδιοτυπία του Είναι του, ψωνίζει καθημερινά ταυτότητες και αλλάζει συνήθειες σαν τα πουκάμισα μέσα στην αφθονία ευκαιριών και καταστάσεων που του παρέχονται, κι όμως, το μόνο που καταφέρνει είναι απλώς να αντιστέκεται στην ισοπέδωσή του από μια γραφειοκρατική επέλαση[2]. Οι δουλειές που είναι να γίνουν εκμηχανίζονται. Οι πιο στοιχειώδεις σχέσεις καταλήγουν σε έναν διαρκή χαρτοπόλεμο. Τα πάντα θα πρέπει να βιντεοσκοπούνται για να αποδείξουν την εγκυρότητά τους. Για κάθε παραμικρή μας κίνηση απαιτούνται διαδικασίες νομιμοποιητικής ταυτοποίησης. Μη διαμαρτύρεστε λοιπόν για την απουσία του κράτους. Το κράτος είναι καλά κρυμμένο στην κομμένη μας ανάσα όταν ανοίγουμε ταχυδρομικές θυρίδες και γραμματοκιβώτια, αιωρείται στις κούφιες λέξεις των ραδιοτηλεοπτικών κυμάτων, σκορπά τον τρόμο στις συνειδήσεις των ανθρώπων, διατυμπανίζει την παρουσία του στις κλήσεις και στα πρόστιμα, στα σπασμένα πεζοδρόμια και στους σακατεμένους δρόμους.

[1] Ένας απ’ τους πρώτους που διατύπωσαν τον αλληλεξάρτηση μεταξύ της κοινωνικής οργάνωσης μιας μητρόπολης και των συναισθημάτων που καλλιεργούνται εντός του δημόσιου χώρου ήταν ο Georg Simmel, Μητροπολιτική αίσθηση. Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης – Κοινωνιολογία των αισθήσεων, μτφ. Ι. Μεϊτάνη, Άγρα, Αθήνα, 2017.

[2] Σημαντικές παρατηρήσεις για την ισοπέδωση του ατόμου απ’ τον γραφειοκρατικό και τεχνοκρατικό καπιταλισμό προσφέρει ο Κώστας Παπαϊωάννου, Ο άνθρωπος και ο ίσκιος του: ιστορική συνείδηση και ανθρωπολογία στον ΧΧ αιώνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1995. Βλ. επίσης και Georg Simmel, Μητροπολιτική αίσθηση, ό.π., σ. 31.

Κορνήλιος Καστοριάδης – Το ζήτημα της αυτόνομης κοινωνίας

Έρχομαι τώρα στο κυρίως θέμα: το ζήτημα της αυτόνομης κοινωνίας. Το έθιξα ήδη στο προηγούμενο σεμινάριο, θα το επαναλάβω εν συντομία το κεφάλαιο της αυτονομίας σε ατομικό επίπεδο. Ονομάζω αυτόνομο το άτομο το οποίο εμφανίζει ισχυρή ψυχική επένδυση του αληθινού, έχει λίγο πολύ την πραγματική ικανότητα να αναγνωρίζει την επιθυμία του και, βεβαίως, να τη διακρίνει από την πραγματικότητα, και είναι ικανό να ενεργεί έχοντας επίγνωση των επιθυμιών του, τις οποίες αποδέχεται και αναλαμβάνει.

Read More »

Ζαν Μπωντριγιάρ – To be or not to be myself

Αν είστε όντως κάποιος, πώς μπορείτε να «βρείτε» την προσωπικότητά σας; Και πού είστε εσείς, την ώρα που η προσωπικότητα αυτή σας κυνηγάει; Αν είστε ο εαυτός σας, πρέπει να είστε «αληθινά» – ή μήπως τότε, αν έχετε μαζί σας κι έναν ψεύτικο «εαυτό», αρκεί μια «μικρή λεπτομέρεια» για ν’ αποκαταστήσετε την θαυματουργή ενότητα του είναι σας; Αν είμαι ο εαυτός μου, πώς μπορώ να είμαι «περισσότερο από κάθε άλλη φορά»; Δεν ήμουν τελείως ο εαυτός μου χθες; Ώστε μπορώ να υψωθώ στην δευτέρα, μπορώ να εγγράψω στον εαυτό μου επιπρόσθετη αξία, όπως εγγράφεται η υπεραξία στο ενεργητικό μιας επιχείρησης; Θα μπορούσαμε να βρούμε μυριάδες παραδείγματα αυτού του παραλογισμού, αυτής της εσωτερικής αντίφασης που κατατρώγει σήμερα όλα όσα έχουν σχέση με την προσωπικότητα.

Read More »

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κρίστοφερ Λας και ο Μάικλ Ιγκνάτιεφ συζητούν για την κουλτούρα του εγωισμού

Αυτό που εκπλήσσει είναι ότι ζούμε σε έναν κόσμο δίχως στέρεη πραγματικότητα… Λέμε συχνά πως η καταναλωτική κοινωνία μας περιβάλλει με αντικείμενα, πως μας ωθεί να δίνουμε μεγάλη σημασία, αλλά νομίζω πως πρόκειται για έναν κόσμο που αποτελείται από φευγαλέες εικόνες και που τείνει όλο και περισσότερο – εν μέρει, νομίζω χάρη στην τεχνολογία των μαζικών μέσων επικοινωνίας – να αποκτήσει έναν παραισθησιογόνο χαρακτήρα: ένα είδος κόσμου από φανταστικές εικόνες, σε αντίθεση με έναν κόσμο πραγματικών αντικειμένων τα οποία να διαρκούν περισσότερο από εμάς.

Read More »

Cart

Your Cart is Empty

Back To Shop