Η θετικιστική φιλοσοφία που κινεί το μεγαλύτερο μέρος της μοντέρνας επιστήμης και τεχνολογίας (και το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης φιλοσοφίας) αντιλαμβάνεται τη «μεταφυσική» ως μια άνευ νοήματος αναζήτηση απαντήσεων σε ερωτήσεις που δεν επιδέχονται απάντηση· αλλά ο Karl Popper, ακολουθώντας το δρόμο που άνοιξε ο Emil Meyerson, έδειξε ότι δεν υπάρχει κανενός είδους επιστημονικό (ή, επιπλέον, τεχνολογικό) ερευνητικό πρόγραμμα που να μην εδράζεται σε ένα σύνολο γενικών υποθέσεων σχετικά με τη δομή του κόσμου. Σίγουρα, αυτές οι μεταφυσικές αντιλήψεις δεν είναι εμπειρικά ελέγξιμες και δεν υπόκειται σε «διάψευση».
Ωστόσο, αυτό δεν συνεπάγεται ότι δεν είναι ενδιαφέρουσες, ουσιώδης και ότι δεν παίζουν έναν θεμελιώδη ρόλο στην πρόοδο της επιστήμης. Αυτοί που αρνούνται τη μεταφυσική απλά την καθιστούν αόρατη και είναι πολύ πιθανόν, η δική τους κρυμμένη μεταφυσική να είναι κακή ή δίχως συνοχή. Προς έκπληξη όσων τον εξέλαβαν λανθασμένα ως θετικιστή, ο Karl Popper ισχυρίστηκε ότι το καθήκον του φιλόσοφου ή του ιστορικού της επιστήμης είναι διπλό: πρώτον, να αποκαλύψει και να καταστήσει ορατές τις μεταφυσικές ιδέες που υπόκεινται κάθε ερευνητικού προγράμματος προκειμένου να τις κάνει δεκτικές στην κριτική· δεύτερον, να προχωρήσει σε μια κριτική εξέταση αυτών των μεταφυσικών θεωριών, κατά ένα τρόπο που είναι διαφορετικός από την κριτική που ασκούν οι επιστημονικές θεωρίες, μιας και αν και κανενός είδους εμπειρικός έλεγχος δεν είναι εν προκειμένω δυνατός, παρόλα αυτά δεν παύει να είναι ορθολογικός.
Δύο σημαντικοί φιλόσοφοι του 17ου και του 18ου αιώνα μπορεί να θεωρηθεί ότι ενσάρκωσαν τη μεταφυσική που κείται στα θεμέλια της νέας επιστήμης, στην άνθιση της οποίας υπήρξαν μάρτυρες: ο René Decartes και ο Giambattista Vico. O Decartes θεώρησε ότι η επιστήμη και η τεχνολογία στοχεύουν στο να κάνουν τον άνθρωπο αφέντη και κτήτορα της φύσης και του εαυτού του. Πιο έμμεσα, ο Vico διατύπωσε το αξίωμα της «νέας επιστήμης» (1725) με μια διάσημη φράση: Verum et factum convertuntur («Το αληθές και το κατασκευασμένο είναι εναλλάξιμα») Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να αποκτήσουμε ορθολογική γνώση μόνο για αυτό του οποίου είμαστε η αιτία, για αυτό που εμείς οι ίδιοι έχουμε κατασκευάσει.
Η αρχή του verum factum αρχικά θεωρήθηκε ότι συνεπάγεται μια ανεπάρκεια ή μια έλλειψη εκ μέρους των ανθρώπων: δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίσουμε τη φύση με τον τρόπο που μπορεί ο Θεός, γιατί ο Θεός δημιούργησε μόνο αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε. Γρήγορα, ωστόσο, η αρχή απέκτησε μια θετική σημασία σε μεγαλύτερη συμφωνία προς την αυξανόμενη εδραίωση του μοντέρνου υποκειμενισμού: ό,τι κατασκευάζουν οι άνθρωποι μπορεί να το γνωρίσουν ορθολογικά -δηλαδή, αποδείξιμα και επαγωγικά- παρά το πεπερασμένο της ανθρώπινης κατανόησης. Ανάμεσα στους κλάδους της γνώσης, διαβαθμισμένοι σε κατιούσα σειρά σύμφωνα με τον βαθμό της τελειότητας τους, τα μαθηματικά, σύμφωνα με αυτό το κριτήριο, έρχονται φυσικά πρώτα, ακολουθούμενα, ωστόσο, όχι από τις φυσικές επιστήμες, αλλά από τις ηθικές και πολιτικές επιστήμες, οι οποίες υποτίθεται ότι είναι περισσότερο επιστημονικές, επειδή σχετίζονται με τα προϊόντα της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Ωστόσο, όσον αφορά την επιστήμη της φύσης, η πρώτη αρχή της, σύμφωνα με την Hannah Arendt, πρέπει να είναι ότι κάποιος μπορεί να γνωρίζει μόνο κατασκευάζοντας κάτι ή, μάλλον, μόνο ανακατασκευάζοντας κάτι. Ο επιστήμονας, παρά τους περιορισμούς που έχει ως άνθρωπος, «την προσέγγισε ωστόσο εξαρχής [τη φύση] από τη σκοπιά Εκείνου, ο οποίος τη δημιούργησε»[1] Αυτό δεν εξηγεί μόνο την έμφαση του επιστήμονα στο «πως» των φυσικών διαδικασιών, απ’ ότι στο είναι των πραγμάτων, αλλά εξηγεί εξίσου τον αξιοσημείωτο ρόλο που αποδίδεται από την επιστήμη στο πείραμα.
Με τις αναπτυγμένες τεχνολογίες που επίκεινται θα κάνουμε ένα μεγάλο βήμα παραπέρα. Σκέφτομαι πιο συγκεκριμένα την λεγόμενη Nano-Bio-Info-Cogno (NBIC) σύγκλιση που αυτοπαρουσιάζεται ως η ύστατη κορύφωση της αρχής verum factum. Δεν είναι πια απλά μόνο με το να κάνουν πειράματα πάνω στη φύση, δεν είναι πια απλά μόνο με το να την μοντελοποιούν, που οι άνθρωποι θα καταφέρουν να τη γνωρίσουν. Είναι με το να την ανακατασκευάσουν. Όμως, με αυτόν τον τρόπο, δεν είναι πια η φύση αυτό που θα γνωρίσουν, αλλά αυτό που οι ίδιοι έχουν κατασκευάσει.
Ή, μάλλον, είναι η ίδια η ιδέα της φύσης, δηλαδή μιας δοσμένης πραγματικότητας που υφίσταται εξωτερικά προς τον εαυτό, που θα φαντάζει ξεπερασμένη. Με την NBIC σύγκληση, η ίδια η διάκριση ανάμεσα στο να γνωρίζεις και στο να κατασκευάζεις θα χάσει κάθε σημασία, όπως και η διάκριση που εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα ανάμεσα στον επιστήμονα και στον μηχανικό. Ήδη στις μέρες μας, στην περίπτωση των βιοτεχνολογιών, η διάκριση μεταξύ ανακάλυψης και επινόησης, στην οποία βασίζεται ο νόμος περί ευρεσιτεχνίας, αποδεικνύεται εξαιρετικά επισφαλής για να μπορέσει να διατηρηθεί, όπως δείχνουν οι συζητήσεις για την κατοχύρωση πατέντας πάνω σε μορφές ζωής.
Κάτω από αυτό τον γενικό τίτλο, μπορούμε να συμπεριλάβουμε αυτό που ορισμένοι φιλόσοφοι αποκαλούν «μετατροπή της φύσης σε τεχνούργημα» και πιο συγκεκριμένα, της Ζωής και του Νου. Το μεταφυσικό πρόγραμμα που κατευθύνει την NBIC σύγκλιση, το δίχως άλλο ένα προμηθεϊκό πρόγραμμα, έγκειται στο να μετατρέψει τον άνθρωπο σε δημιουργό ή, ελάχιστα πιο σεμνά διατυπωμένο, σε «μηχανικό των εξελικτικών διαδικασιών». Η βιολογική εξέλιξη, με το αδέξιο μαστόρεμα της, συχνά τα έχει κάνει θάλασσα, και δεν μπορεί να είναι ιδιαίτερα περήφανη για το τελευταίο της έργο, τον άνθρωπο. Έγκειται, λοιπόν, στον ίδιο τον άνθρωπο να προσπαθήσει να τα πάει καλύτερα.
Αυτό τον βάζει στη θέση του θεϊκού κατασκευαστή του κόσμου, του δημιουργού, ενώ την ίδια στιγμή τον καταδικάζει να βλέπει τον εαυτό του ως ξεπερασμένο. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το εξαιρετικό παράδοξο της σύμπτωσης αντιθέτων, που έχει επισημανθεί από φιλοσόφους όπως ο Martin Heidegger, η Hannah Arendt ή ο Günther Anders: η υπερβολική φιλοδοξία και περηφάνια ενός ορισμένου επιστημονικού ανθρωπισμού οδηγεί κατευθείαν στην απαρχαίωση του ανθρώπου. Υπό αυτή την ευρεία προοπτική είναι που πρέπει πάντα να θέτουμε εκείνα τα ερωτήματα που ορίζονται ως «ηθικά» και που έχουν να κάνουν με την μηχανική κατασκευή του ανθρώπου από τον άνθρωπο.
Η ανθρώπινη κατάσταση είναι ένα αξεδιάλυτο μείγμα πραγμάτων δοσμένων και πραγμάτων κατασκευασμένων. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος, σε μεγάλο βαθμό, μπορεί να διαμορφώσει ό,τι τον διαμορφώνει, μπορεί να συντηρήσει ό,τι τον συντηρεί, ενώ συνεχίζει να σέβεται την εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στο δοσμένο και το κατασκευασμένο. Βέβαια, ήδη από τη δεκαετία του 1950, η Arendt προφήτευε μια ανθρώπινη εξέγερση ενάντια στο δοσμένο. Έγραφε:
Εδώ και κάμποσο καιρό, πάρα πολλές επιστημονικές προσπάθειες κατευθύνονται προς τη δημιουργία ζωής, εξίσου «τεχνητής», προς την αποκοπή και του έσχατου δεσμού που κάνει τον άνθρωπο ν’ ανήκει κι αυτός στα τέκνα της φύσης.[…] Αυτός ο μελλοντικός άνθρωπος, τον οποίο οι επιστήμονες μας λένε ότι θα παραγάγουν σε λιγότερα από εκατό χρόνια, μοιάζει κυριευμένος από την εξέγερση ενάντια στην ανθρώπινη ύπαρξη όπως μας έχει δοθεί, ένα δώρο χωρίς δωρητή (για να μιλήσουμε μια εκκοσμικευμένη γλώσσα), που θέλει να το ανταλλάξει, για να το πούμε έτσι, με κάτι που έφτιαξε ο ίδιος [2].
Πράγματι, η μεταφυσική της NBIC σύγκλισης ονειρεύεται να υπερβεί μια και καλή καθετί δοσμένο που αποτελεί μέρος της ανθρώπινης κατάστασης, ειδικά τον πεπερασμένο χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής- την θνητότητα της και το ξεκίνημα της με τη γέννηση. Αν και η αθανασία είχε πάντοτε μια θέση στις σκέψεις και στα όνειρά του ανθρώπου, είναι μόνο πολύ πρόσφατα που ο θάνατος έφτασε να θεωρείται ως ένα «πρόβλημα» το οποίο η επιστήμη και η τεχνολογία μπορούν να επιλύσουν, εξαλείφοντας το. Όσον αφορά τη γέννηση, το γεγονός ότι γεννιόμαστε μέσα στον κόσμο χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουμε συμβάλλει κατά οποιονδήποτε τρόπο σε αυτό, έχει γίνει πηγή ντροπής για εμάς (Günther Anders). Ανακαλύπτουμε ότι έχουμε ριχτεί μέσα στον κόσμο (η χαϊντεγγεριανή ερριμενότητα) και νιώθουμε εγκαταλελειμμένοι. Νιώθουμε μόνοι όταν συνειδητοποιούμε ότι δεν είμαστε το θεμέλιο της ύπαρξης μας. Η τεχνολογία μας υπόσχεται φαντασματικά μια θεραπεία για αυτό το συναίσθημα ναυτίας: το να (ξανα)σχεδιάσουμε τους εαυτούς μας, εν μέρει ή συνολικά, σαν να ήταν ο εαυτός μας μια μηχανή που μας ανήκει.
Στην καρδιά του μεταφυσικού ερευνητικού προγράμματος που κινεί το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης τεχνολογίας βρίσκεται ένα τεράστιο παράδοξο. Η υπό κρίση μεταφυσική θέλει ξεκάθαρα να είναι μονιστική: κανείς δεν θα ισχυρίζονταν πια σήμερα ότι καθετί στο σύμπαν πηγάζει από την ίδια ουσία, αλλά θα ισχυρίζονταν ότι καθετί υπόκειται στις ίδιες αρχές οργάνωσης: η φύση, η ζωή και ο νους. Το σύνθημα της γνωσιακής επιστήμης είναι «φυσικοποίηση του νου». Το ζήτημα έγκειται στην πλήρη αποκατάσταση του νου (και της ζωής) στη θέση που τους αρμόζει εντός του φυσικού κόσμου. Βέβαια, οι αρχές οργάνωσης που υποτίθεται ότι είναι κοινές για καθετί που υπάρχει στο σύμπαν τυγχάνει να είναι μηχανιστικές αρχές. Μια συσκευή που επεξεργάζεται την πληροφορία σύμφωνα με σταθερούς κανόνες, δηλαδή ένας αλγόριθμός, συγκροτεί το μοναδικό μοντέλο για καθετί που υπάρχει. Χρονολογικά, και παρά το τι μπορεί να ισχυρίζονται ορισμένες πρότερες εννοιολογήσεις, ο νους ήταν αυτός που εξομοιώθηκε πρώτα με αλγόριθμό (ή Μηχανή Turing: το μοντέλο των McCulloch και Pitt, 1943), μετά ήταν η σειρά της ζωής, με τη γέννηση της μοριακής βιολογίας (ο Max Delbrück και η «ομάδα phage», 1949)· και μόνο αργότερα εδραιώθηκε η θέση ότι οι νόμοι της φυσικής είναι αλγοριθμικά προσδιορίσιμοι (ή υπολογίσιμοι με μηχανή Turing). Η φυσικοποίηση του νου συγκλίνει, έτσι, με την μηχανοποίηση του νου.
Βρίσκεται η φιλοδοξία του να (ξανα)φτιάξουμε τον κόσμο, ως μια προσπάθεια ελέγχου του, σε συμφωνία με την καρτεσιανή μεταφυσική; Το να πιστεύουμε πως ναι σημαίνει να παραμένουμε τυφλοί μπροστά σε μια θεμελιακή μετατόπιση στη φιλοσοφία της σύγχρονης τεχνολογίας. Η φιλοσοφία που ενυπάρχει υπόρρητα σε ένα νέο πεδίο συχνά συμβαίνει να προδίδεται, κατ’ ομολογία με ένα χοντροκομμένο τρόπο, από τους οραματιστές και τους ιδεολόγους της. Από αυτή τη άποψη είναι δύσκολο να είναι κανείς πιο ρητός απ’ ότι ο Kevin Kelly όταν γράφει: «Μας πήρε πολύ καιρό μέχρι να συνειδητοποιήσουμε ότι η δύναμη μιας τεχνολογίας είναι ανάλογη προς τον εγγενή χαρακτήρα της να βρίσκεται εκτός ελέγχου, την εγγενή ικανότητα της να εκπλήσσει και να δημιουργεί νέα δεδομένα. Για την ακρίβεια, αν μια τεχνολογία δεν μας προκαλεί αρκετή ανησυχία, δεν είναι αρκετά επαναστατική»[3]
Το 1948 ο μεγάλος αμερικάνος μαθηματικός Jon von Neumann, ο εφευρέτης της θεωρίας παιγνίων και της θεωρίας των αυτόματων, αλλά και με μία εξίσου σημαντική συμβολή στο σχεδιασμό της ατομικής βόμβας και της βόμβας υδρογόνου, προφήτευσε ότι σύντομα ο κατασκευαστής των αυτόματων θα βρεθεί αβοήθητος ενώπιον της δημιουργίας του, όπως νιώθουμε να είμαστε μπροστά σε περίπλοκα φυσικά φαινόμενα. Θεμελίωνε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τη λεγόμενη από-τα-κάτω προσέγγιση, που έχει γίνει το σήμα κατατεθέν της νανοτεχνολογίας. Σύμφωνα με αυτή την φιλοσοφία, οι μηχανικοί του μέλλοντος δεν θα είναι πια αυτοί που θα επινοούν και θα σχεδιάζουν μια δομή ικανή να εκπληρώσει μια λειτουργία που τους έχει ανατεθεί. Οι μηχανικοί του μέλλοντος θα είναι αυτοί που θα γνωρίζουν ότι πετυχαίνουν όταν θα εκπλήσσονται από τις δικές τους δημιουργίες.
Το παράδειγμα των περίπλοκων αυτό-οργανωμένων συστημάτων που οραματίστηκε ο von Neumann επελαύνει με επιταχυνόμενο ρυθμό τόσο στην επιστήμη όσο και στην τεχνολογία. Έγκειται στη διαδικασία του ξεπεράσματος και της αντικατάστασης των παλαιών μεταφορών που κληρονομήθηκαν από το παράδειγμα της κυβερνητικής (αυτό που ως κεντρική έννοια του έχει τον «έλεγχο»), όπως τις αναπαραστάσεις που περιγράφουν το νου ή το γονιδίωμα ως υπολογιστικά προγράμματα. Η περιπλοκότητα έχει ήδη μετατραπεί σε σλόγκαν στη βιολογία.
Δεν έχει έρθει ακόμα η στιγμή-και μπορεί να μην έρθει ποτέ- που θα μπορέσουμε να κατασκευάσουμε αυτό-αναπαραγώμενες μηχανές που μιμούνται την αυτό-αναπαραγωγή της ζωντανής ύλης. Ωστόσο, ολοένα και περισσότερο χρησιμοποιούμε τη ζωντανή ύλη και την ικανότητα της για αυτό-οργάνωση για να κατασκευάσουμε, μέσα από τη μίμηση της, έξυπνες μηχανές ή για να επιτελέσουμε μηχανικές λειτουργίες. Κατασκευάζουμε την αυτό-οργάνωση και σύντομα θα είμαστε ικανοί να αφήσουμε την περιπλοκότητα αχαλίνωτη, που σημαίνει να δημιουργήσουμε μη αντιστρέψιμες διαδικασίες, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν ποτέ δίχως την ανθρώπινη παρέμβαση. Θα μπορέσουμε να φτάσουμε στο ύψος αυτής της φιλοδοξίας όταν ή εάν γίνουμε ικανοί να κατασκευάσουμε την ίδια την ζωή· όχι αναγκαστικά το είδος της ζωής που αναδύθηκε αυθόρμητα πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη πριν ένα δισεκατομμύριο χρόνια και εξελίχθηκε σε όλο και περισσότερο περίπλοκες μορφές, αλλά οργανισμούς που φέρουν τις βασικές ιδιότητες τις οποίες αποδίδουμε στη ζωή: αυτό-αναπαραγωγή και αυτό-περιπλοκοποίηση.
Από εκείνη τα στιγμή θα αποτελεί αναπόφευκτο πειρασμό, για να μην πούμε υποχρέωση ή καθήκον, για τους τεχνολόγους του μέλλοντος να πυροδοτήσουν διαδικασίες επί των οποίων δεν έχουν κανένα έλεγχο. Ο μύθος του μαθητευόμενου μάγου πρέπει να ανανεωθεί: ο άνθρωπος δε θα αποστερηθεί όσων δημιούργησε του ούτε λόγω σφάλματος ούτε λόγω φόβου, αλλά λόγω σχεδιασμού.
[1]Arendt. H. (1958), The Human Condition, Chicago III: University of Chicago Press, p. 295. (ελληνική μετάφραση, Hannah Arendt, Η Ανθρώπινη Κατάσταση, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος και Στέφανος Ροζάνης, Γνώση, Αθήνα, 2008, σ. 400)
[2] Αυτ., σ. 13 (μτφρ. ελαφρώς τροποποιημένη).
[3] Kevin Kelly, «Will Spiritual Robots Replace Humanity by 2100?» στο The Technium, http://www.kk.org/thetechnium/.