Η κουλτούρα της κατώτερης μεσαίας τάξης, τώρα όπως και στο παρελθόν, οργανώνεται γύρω από την οικογένεια, την εκκλησία και τη γειτονιά. Προσδίδει μεγαλύτερη αξία στη συνοχή της κοινότητας και στην αλληλεγγύη από την ατομική πρόοδο και την κοινωνική κινητικότητα. Στη ζωή της κατώτερης μεσαίας τάξης η διατήρηση των υφιστάμενων συνηθειών παίζει σημαντικότερο ρόλο από ότι τα κυρίαρχα ιδανικά της επιτυχίας. Οι γονείς επιθυμούν τα παιδιά τους να προοδεύουν, αλλά ταυτόχρονα θέλουν να σέβονται τους μεγαλύτερούς τους, να μην πέφτουν στον πειρασμό του ψεύδους και της εξαπάτησης, να επωμίζονται στους ώμους τους με προθυμία τις ευθύνες που τα αναλογούν και να αντιμετωπίζουν τις αντιξοότητες με σθένος.
Πιο πολύ τους απασχολεί η προσωπική επαξίωση παρά η κοσμική φιλοδοξία, και σαν γονείς δείχνουν λιγότερο ενδιαφέρον για το μέλλον σε σχέση με την ανώτερη μεσαία τάξη η οποία προσπαθεί να εφοδιάσει τα παιδιά της με τα προσόντα που απαιτούνται για την επιτυχία στον ανταγωνισμό. Δεν ασπάζονται την αντίληψη ότι οι γονείς οφείλουν να παρέχουν στα παιδιά κάθε πιθανό πλεονέκτημα. Όπως γράφει o E. E. LeMasters σε μια μελέτη για τους εργαζομένους του κατασκευαστικού τομέα, η επιθυμία να αναρριχηθούν κοινωνικά τα παιδιά τους είναι υποδεέστερη της θέλησης για διατήρηση του υφιστάμενου τρόπου ζωής. «Αν ο γιος μου θέλει να φορά μια καταραμένη γραβάτα σε όλη του τη ζωή και να σκύβει το κεφάλι σε ένα αφεντικό, είναι το δικαίωμά του, αλλά – μα τω θεώ – θα πρέπει επίσης να έχει το δικαίωμα να κερδίζει τίμια το ψωμί του με τα χέρια του αν αυτό θέλει.»
Σε ιστορικές μελέτες της Μασαχουσέτης του δέκατου ένατου αιώνα, ο Stephan Thernstrom διαπίστωσε πως ούτε οι Ιρλανδοί ούτε οι Ιταλοί πίστευαν ότι η σχολική εκπαίδευση είναι κατά κύριο λόγο το μέσο για να αναρριχηθούν τα παιδιά τους σε μια υψηλότερη κοινωνική τάξη εγκαταλείποντας τις παλιές τους γειτονιές. Στο Newburyport πολλές φορές τα παιδιά γίνονταν από τους Ιρλανδούς γονείς θυσία στο πάθος τους για ιδιοκατοίκηση· τα ανάγκαζαν να εισέρθουν στη αγορά εργασίας αντί να τα στείλουν στο σχολείο. Για τα πρότυπα της ανώτερης μεσαίας τάξης μια τέτοια επιλογή φαίνεται παράλογη, αλλά είχε νόημα για τους ανθρώπους που ήταν προσηλωμένοι στη διατήρηση της συνοχής των κοινοτήτων τους και στην εξασφάλιση της συνέχισης του τρόπου ζωής τους στην επομένη γενιά.
Παρ’ όλα αυτά, οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι εκπαιδευτικοί, καταδίκασαν τη παιδική εργασία και επιδίωξαν να δημιουργήσουν ένα σύστημα καθολικής εκπαίδευσης, το οποίο θα έδινε τη δυνατότητα στους νέους να αφήσουν πίσω τους γονείς τους, να σπάσουν τους παλαιούς δεσμούς και να χαράξουν το δικό τους δρόμο σε έναν ευρύτερο κόσμο, υπερβαίνοντας τα εθνοτικά γκέτο. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι μεταρρυθμιστές των δημόσιων υπηρεσιών προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τη φυλετική πολιτική του ιρλανδικού-αμερικάνικου μηχανισμού2 με ένα σύστημα που συμβαδίζει περισσότερο με τις αρχές της αξιοκρατίας και της διοικητικής αποτελεσματικότητας.
Οι κοινωνιολόγοι, με υπαινιγμούς αποδοκιμασίας, παρατήρησαν ότι οι εργαζόμενοι δεν φαίνονταν φιλόδοξοι. Σύμφωνα με τον Lloyd Warner, ο οποίος μελέτησε το Newburyport τη δεκαετία του τριάντα, οι νοικοκυρές της εργατικής τάξης έδιναν τον κυρίαρχο τόνο του πολιτισμικού συντηρητισμού. Ενέμεναν προσκολλημένες σε έναν «άκαμπτο» και «παραδοσιακό» κώδικα ηθικής, και σπάνια τολμούσαν να «επιχειρήσουν κάτι καινούργιο». Στόχοι μεγάλης κλίμακας δεν φαίνεται να είχαν θέση μέσα στα ενδιαφέροντά τους.
«Κατά κύριο λόγο η συνέχιση [του τρόπου ζωής τους] βρίσκεται στο επίκεντρο των φιλοδοξιών τους, ενώ φτάνουν μέχρι και στο σημείο να απεύχονται κάθε αναστάτωση στην τρέχουσα ρουτίνα τους· επιθυμούν να διατηρηθούν όπως είναι, βελτιώνοντας ταυτόχρονα τις συνθήκες, κερδίζοντας περισσότερη ελευθερία». Παρόμοιες τοποθετήσεις είχε και ο δημοσιογράφος Anthony Lukas, κατά τον απολογισμό του για τις σχολικές συγκρούσεις στη Βοστώνη στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα. Ο Lukas αντιπαρέβαλε την «ηθική αρχή της επιβίωσης με δυσκολίες στο Charlestown» με την «αμερικανική επιτακτική ανέλιξη». Οι άνθρωποι στο Charlestown που εγκαταλείφθηκαν από τους πιο φιλόδοξους γείτονες τους εξαιτίας της μετανάστευσης αυτών στα προάστια, είχαν απαρνηθεί «την ευκαιρία, την πρόοδο, την περιπέτεια» με αντάλλαγμα «την σιγουριά της κοινότητας, την αλληλεγγύη, και τη συναδελφικότητα.»3
Οι αλληλοσυγκρουόμενες αντιλήψεις για το [ιδανικό] μέλλον κρύβονταν πίσω από τη διαμάχη για τις αμβλώσεις που προκλήθηκε με την απόφαση το 1973 του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Roe v. Wade. Αυτές οι αντιλήψεις – που δεν επικεντρώνονταν στον αφηρημένο προβληματισμό για την αθανασία της ψυχής του εμβρύου – αποκάλυπταν τόσο γλαφυρά το χάσμα μεταξύ των αξιών της μεσαίας τάξης και εκείνων της μορφωμένης ελίτ, όσο κανένα άλλο θέμα προς συζήτηση δεν είχε ποτέ αποκαλύψει. «Νομίζω ότι είναι ανόητο οι άνθρωποι να ανησυχούν για τα πράγματα στο μέλλον», λέει μια ακτιβίστρια κατά των αμβλώσεων. «Το μέλλον φροντίζει τον εαυτό του.»
Μια άλλη γυναίκα που δραστηριοποιείται στο κίνημα κατά των αμβλώσεων είπε: «Δεν μπορείς να προγραμματίζεις τα πάντα στη ζωή.» Ωστόσο για όσους τάσσονταν υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση η «ποιότητα ζωής» εξαρτάται από τον οικογενειακό προγραμματισμό και άλλες μορφές ορθολογικού σχεδιασμού του μέλλοντος. Κατά την άποψή τους, θα ήταν ανεύθυνο να φέρνει κανείς παιδιά στον κόσμο, όταν δεν μπορεί να τους παράσχει το πλήρες φάσμα των υλικών και πολιτισμικών προτερημάτων που είναι απαραίτητα για την επιτυχία στον ανταγωνισμό. Θα ήταν άδικο στον αγώνα για την επιτυχία που τα παιδιά έχουν μπροστά τους να προστίθενται επιπλέον βάρη (όπως η φτώχεια, έλλειψη αγάπης από τους γονείς ή φυσικά μειονεκτήματα που κληρονομούνται εκ γενετής).
Μια ακτιβίστρια υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση υποστήριξε ότι «η ανατροφή ενός παιδιού είναι μια σύμβαση για είκοσι τουλάχιστον χρόνια,… οπότε αν η ζωή σου δεν είναι σε φάση όπου μπορείς να [αναλάβεις] τη δέσμευση για την ανατροφή ενός παιδιού, θα πρέπει να έχεις τη δυνατότητα να μην το φέρεις στη ζωή τη στιγμή εκείνη.» Η εφηβική εγκυμοσύνη ήταν δυσάρεστη για τους υποστηρικτές της νομιμότητας των αμβλώσεων όχι επειδή αντιτάσσονταν στο προγαμιαίο σεξ αλλά γιατί οι έφηβοι, κατά την άποψή τους, δεν είχαν κανένα μέσο για να παρέχουν στους απογόνους τους τα πλεονεκτήματα που δικαιούνταν.
Για τους αντιπάλους των αμβλώσεων, όμως, αυτή η έγνοια για την «ποιότητα ζωής» ήταν συνώνυμη με τις αποφάσεις που θέτουν ως απώτερό τους στόχο την υποταγή κάθε ηθικού και συναισθηματικού ενδιαφέροντος στα οικονομικά συμφέροντα. Πίστευαν ότι τα παιδιά χρειάζονταν ηθική καθοδήγηση περισσότερο από όσο χρειάζονταν οικονομικά πλεονεκτήματα. Η μητρότητα ήταν ένα «τεράστιο έργο» στα μάτια τους, όχι επειδή συνεπάγονταν έναν οικονομικό σχεδιασμό μεγάλου βεληνεκούς, αλλά γιατί «σε καθιστά υπεύθυνο, όσο φυσικά μπορεί να είναι κανείς υπεύθυνος, για την εκπαίδευση και τη διδασκαλία [των παιδιών]… οτιδήποτε πιστεύεις ότι είναι σωστό· ηθικές αξίες, ευθύνες και δικαιώματα.»
Οι γυναίκες που αντιτίθονταν στην άμβλωση πίστευαν ότι οι αντίπαλοι τους θεωρούσαν την οικονομική ασφάλεια ως απαραίτητη προϋπόθεση της μητρότητας. Μια γυναίκα από αυτές απέρριψε τα στοιχεία που λένε ότι για να ανατραφεί ένα παιδί από τη γέννησή του και έπειτα απαιτούνται 65.000 δολάρια, θεωρώντας τα «γελοία». «Αυτά σημαίνουν ένα καινούργιο ποδήλατο κάθε χρόνο. Σημαίνουν ιδιωτικά κολέγια. Σημαίνουν εντελώς καινούργια ρούχα, όταν ανοίγουν τα σχολεία … Τα στοιχεία αυτά είναι φουσκωμένα με σκοπό να δώσουν στα παιδιά τα πάντα και νομίζω ότι αυτό δεν είναι καλό για εκείνα.»
Η συζήτηση σχετικά με τις αμβλώσεις απεικονίζει τη διαφορά μεταξύ της πεφωτισμένης ηθικής της επίτευξης του ανταγωνισμού και της ηθικής των ορίων της κατώτερης μεσαίας ή εργατικής τάξης. «Οι αξίες και οι πεποιθήσεις των [ανθρώπων] υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση είναι διαμετρικά αντίθετες με εκείνες των ανθρώπων που τις αντιπαλεύουν», γράφει η Kristin Luker στη μελέτη της για την πολιτική των αμβλώσεων στην Καλιφόρνια. Οι ακτιβίστριες κατά των αμβλώσεων αγανάκτησαν με τη φεμινιστική υποτίμηση της οικιακής εργασίας και της μητρότητας· συμφωνούσαν ότι οι γυναίκες πρέπει να λαμβάνουν ίση αμοιβή για ίση εργασία στην αγορά, αλλά απέρριπταν τις αξιώσεις που διατείνονταν ότι η απλήρωτη εργασία στο σπίτι ήταν ταπεινωτική και καταπιεστική.
Αυτό που συνολικά έβρισκαν «ενοχλητικό [στην] νοοτροπία περί αμβλώσεων», όπως το έθεσε ένας από αυτούς, «είναι η ιδέα ότι, κατά κάποιον τρόπο, τα οικογενειακά καθήκοντα της ανατροφή των παιδιών, της διαχείρισης του νοικοκυριού, της αγάπης και της φροντίδας για έναν σύζυγο εκλαμβάνονται ως κατεξοχήν ταπεινωτικά για τις γυναίκες». Το πρόσχημα που θέτονταν ότι «δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών» δεν μπορούσε να πείσει. Πίστευαν ότι οι άνδρες και οι γυναίκες «δημιουργήθηκαν διαφορετικοί και… ήταν γραφτό να αλληλοσυμπληρώνονται.» Οι φεμινίστριες της ανώτερης μεσαίας τάξης, από την άλλη πλευρά, είδαν την πίστη στις βιολογικά καθορισμένες διαφορές των φύλων ως την ιδεολογική βάση της καταπίεσης των γυναικών.
Η αντίθεσή τους σε μια βιολογική οπτική της ανθρώπινης φύσης υπερέβη τον ισχυρισμό ότι μια τέτοια στάση είναι ενάντια στα δικαιώματα των γυναικών. Η επιμονή τους ότι οι γυναίκες πρέπει να αναλάβουν τον «έλεγχο πάνω στο σώμα τους» μαρτυρά μια δυσαρέσκεια προς κάθε είδους βιολογικούς περιορισμούς, μαζί με την πεποίθηση ότι η σύγχρονη τεχνολογία είχε ελευθερώσει την ανθρωπότητα από αυτούς τους περιορισμούς, καθίσταται δυνατό για πρώτη φορά να δημιουργηθεί μια καλύτερη ζωή για το ανθρώπινο γένος συνολικά.
Οι άνθρωποι υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση καλωσόρισαν τις ιατρικές τεχνολογίες που κατέστησαν εφικτό να ανιχνευθούν γενετικές ανωμαλίες κατά την κύηση και δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί κάποιος θα επιθυμούσε εν γνώσει του να φέρει ένα «προβληματικό» ή και «ανεπιθύμητο» παιδί στον κόσμο. Στα μάτια τους, η απροθυμία να δώσεις σε αυτά τα παιδιά το «δικαίωμα να μην γεννηθούν» θα μπορούσε από μόνη της να θεωρηθεί ως ένδειξη ακαταλληλότητας να γίνεις γονιός. «Νομίζω ότι αν υπήρχε τρόπος», ένας από αυτούς είπε στη Luker, «θα συνηγορούσα υπέρ της ανάγκης χορήγησης άδειας για να ξεκινήσει μια εγκυμοσύνη».
Για τους ανθρώπους εναντίον των αμβλώσεων, αυτός ο τρόπος σκέψης οδηγούσε λογικά στην πλήρη εφαρμογή της γενετικής μηχανικής, στην αλαζονική αξίωση της δύναμης του ανθρώπου να κρίνει με συνοπτικές διαδικασίες την «ποιότητα ζωής» και στην προθυμία να απορρίπτονται όχι μόνο τα «προβληματικά» έμβρυα αλλά ολόκληρες κατηγορίες προβληματικών ή περιττών ατόμων ως ανάξια να υπάρχουν. Μια ακόμα ακτιβίστρια κατά των αμβλώσεων της οποίας η νεογέννητη κόρη πέθανε από μια ασθένεια των πνευμόνων αντιτάχθηκε στην ιδέα ότι «η ζωή του μωρού της, στα μάτια πολλών ανθρώπων, δεν είχε και πολύ νόημα…. Έζησε μόνο είκοσι επτά ημέρες, που δεν είναι πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά είτε ζούμε ενενήντα εννέα χρόνια είτε δύο ώρες είτε είκοσι επτά ημέρες, ο άνθρωπος παραμένει άνθρωπος και ό,τι αυτό συνεπάγεται, πραγματικά δεν καταλαβαίνουμε τη διαφορά.»
Ίσως ο ισχυρισμός ότι «πραγματικά δεν καταλαβαίνουμε τη διαφορά» στο τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος να ήταν αυτό που δίχαζε περισσότερο τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές σχετικά με το ζήτημα της άμβλωσης. Για τους Φιλελεύθερους, μια τέτοια παραδοχή ισοδυναμούσε με προδοσία όχι μόνο των δικαιωμάτων των γυναικών αλλά ολόκληρου του σύγχρονου οικοδομήματος: της καθυπόταξης της αναγκαιότητας και της αντικατάστασης της τυφλής λειτουργίας της φύσης από την ανθρώπινη επιλογή. Μια τυφλή πίστη στην ικανότητα της ορθολογικής νοημοσύνης να λύνει τα μυστήρια της ανθρώπινης ύπαρξης και τελικά το μυστικό της ίδιας της δημιουργίας, συνδέεται με τις φαινομενικά αντιφατικές θέσεις που υιοθετούνται από τους φιλελεύθερους – ότι η άμβλωση είναι μια «ηθική ιδιωτική απόφαση» και το σεξ μια συναλλαγή μεταξύ «συναινούντων ενηλίκων» αλλά ότι το κράτος θα μπορούσε κάλλιστα να διατηρεί το δικαίωμα να χορηγεί άδειες εγκυμοσύνης ή ακόμα και να αρχίσει εκτεταμένα προγράμματα ευγονικής.
Η δύσκολη συνύπαρξη του ηθικού ατομικισμού και του ιατρικού κολεκτιβισμού αυξήθηκε από τον διαχωρισμό του σεξ και της τεκνοποίησης, αφού υποστηρίζει ότι η σεξουαλική επαφή είναι ένα θέμα ιδιωτικής επιλογής ενώ την ίδια στιγμή αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο η τεκνοποίηση και η ανατροφή των παιδιών να υπόκεινται σε αυστηρό δημόσιο έλεγχο. Η αντίρρηση στο ότι το σεξ και η τεκνοποίηση δεν μπορούν να διαχωριστούν, χωρίς να παραβλέπεται το μυστήριο που περιβάλλει και τα δύο, φαίνονταν στους φιλελεύθερους σαν το χειρότερο είδος θεολογικού σκοταδισμού. Για τους αντιπάλους της άμβλωσης, από την άλλη πλευρά, «ο Θεός είναι ο δημιουργός της ζωής και… η σεξουαλική δραστηριότητα πρέπει να είναι σε συμφωνία… Η αντισυλληπτική νοοτροπία αρνείται τη θέλησή Του. ‘Είναι η θέλησή μου, όχι η θέλησή σου.’»
Αν η συζήτηση για την άμβλωση αυτοπεριορίζεται μόνο στο ζήτημα τού πότε ένα έμβρυο λογίζεται ως πρόσωπο, θα ήταν δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί προκαλεί τέτοια έντονα συναισθήματα ή γιατί έχει γίνει αντικείμενο πολιτικής προσοχής φαινομενικά δυσανάλογο με την εγγενή σημασία του. Αλλά η άμβλωση δεν είναι απλώς ένα ιατρικό ή ένα γυναικείο θέμα που έχει γίνει το επίκεντρο μιας ευρύτερης διαμάχης αναφορικά με τον φεμινισμό. Είναι πρώτα απ’ όλα ένα ταξικό ζήτημα. Η μελέτη της Kristin Luker πάνω στον ακτιβιστικό κύκλο και των δύο πλευρών του ζητήματος δεν αφήνει καμία αμφιβολία για αυτό. Οι γυναίκες της έρευνας υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση ήταν καλύτερης μόρφωσης και έβγαζαν περισσότερα χρήματα από ότι οι αντίστοιχες που συμμετείχαν στο κίνημα κατά των εκτρώσεων. Εργάζονταν σε διευθυντικές θέσεις και στον επιχειρηματικό τομέα.
Πολλές ήταν ανύπαντρες ή διαζευγμένες, ενώ οι παντρεμένες ανάμεσά τους είχαν μικρές οικογένειες. Περισσότερο από το εξήντα τοις εκατό των γυναικών υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση – με βάση το δείγμα της Luker – δήλωσαν ότι δεν ακολουθούν καμία θρησκεία, ενώ οι περισσότερες από τις υπόλοιπες αυτοπροσδιορίζονται (γενικά και αόριστα) ως Προτεστάντες. Οι ακτιβίστριες κατά των αμβλώσεων, από την άλλη πλευρά, ήταν νοικοκυρές με πολυμελείς οικογένειες. Ογδόντα τοις εκατό από αυτές πίστευαν στον Καθολικισμό. Αυτές οι διαφορές οριοθετούν τις αντιθέσεις μεταξύ δυο κοινωνικών τάξεων, η κάθε μία έχει τη δική της οπτική για τον κόσμο – η μία πρόθυμη να επιστρατεύσει τα πρόσφατα αποκτήματά της και να ολοκληρώσει τη σύγχρονη επανάσταση των αυξανόμενων προσδοκιών, η άλλη αφοσιωμένη σε μια έσχατη υπεράσπιση του «Ξεχασμένου Αμερικανού».
* Μετάφραση του Παναγιώτη Καρλαγάνη από το βιβλίο του Κρίστοφερ Λας “The True and Only Heaven: progress and its critics” [«Ο αληθινός και μοναδικός Παράδεισος: Η πρόοδος και οι επικριτές της»], 1991. USA: W.W Norton & Company. Inc. σελ. 487-492.
2 ΣτΜ: Μετά τη μεγάλη μετανάστευση των Ιρλανδών στις ΗΠΑ υπήρχε η τάση σε κάποιες δημοσιές υπηρεσίες (π.χ. Πυροσβεστική της Νέας Υόρκης) να διορίζονται μόνο Ιρλανδοί μέσω των εθνοτικών δικτύων. Με αποτέλεσμα να υπάρχει εθνοτική αναπαραγωγή.
3 Δεν τους προκαλούσε καθόλου ενθουσιασμό η «αστική αναγέννηση» της Βοστώνης κατά μήκος του ποταμού, όπως και στους κάτοικους της εργατικής τάξης του Όκλαντ, οι οποίοι – βάσει μιας μελέτης της Lillian Rubin (1976) για τα οικογενειακά πρότυπα – αγανάκτησαν με την μεγάλη δημοσιότητα που πήρε η ανάπτυξη των νέων «τρόπων ζωής» στο Μπέρκλεϋ και στο Σαν Φρανσίσκο. Οι εργάτες του Όκλαντ έλεγαν ότι το Μπέρκλεϋ και το Σαν Φρανσίσκο «θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται και σε άλλον πλανήτη», σύμφωνα με τη Rubin.
4 Αυτοί οι φόβοι δεν είναι καθόλου φανταστικοί ή υπερβολικοί. Ένα άρθρο του 1970 στο περιοδικό του Ιατρικού Συλλόγου της Καλιφόρνια εξέφραζε ικανοποίηση για την αυξανόμενη αποδοχή των αμβλώσεων ως «πρότυπο του τι πρόκειται να συμβεί», προάγγελος μιας «νέας ηθικής» που θα αντικαταστήσει την ποιότητα της ζωής, εννοώντας στην πραγματικότητα την ιερότητα της ζωής. Το άρθρο προέβλεπε ότι «τα προβλήματα του ελέγχου των γεννήσεων και της επιλογής των γεννήσεων [θα] επεκταθούν αναπόφευκτα στην επιλογή του θανάτου και του ελέγχου του θανάτου» και θα οδηγήσουν στην παραδοχή της ανάγκης για «δημόσιες και επαγγελματικές αποφάσεις τού πότε και πότε όχι θα χρησιμοποιούνται σπάνιοι πόροι.»
5 ΣτΜ: Με τον ορό Φιλελεύθεροι εννοούνται οι σοσιαλφιλελεύθεροι, κυρίως από Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ.