Το κείμενο της Άρεντ κυκλοφόρησε το 1943 σε ένα μικρό εβραϊκό περιοδικό ονόματι The Menorah Journal
Μετάφραση στα ελληνικά: Κώστας Δεσποινιάδης, «Εμείς οι Πρόσφυγες», Πανοπτικόν: Τετράδιο Ολικής Αντιπαράθεσης, τχ. 13.
Κατά πρώτο λόγο, δεν μας αρέσει να μας αποκαλούνε «πρόσφυγες». Εμείς μεταξύ μας αποκαλούμαστε «νεοφερμένοι» ή «μετανάστες». Οι εφημερίδες μας είναι εφημερίδες για «γερμανόφωνους Αμερικανούς»· και απ’ όσο ξέρω, τα άτομα που διώχθηκαν από τον Χίτλερ δεν έχουν ιδρύσει και ουδέποτε ιδρύσανε κάποιον σύλλογο που ο τίτλος του να υποδηλώνει ότι τα μέλη του ήταν «πρόσφυγες».
Πρόσφυγας ήταν το άτομο που αναγκαζότανε να αναζητήσει άσυλο εξαιτίας κάποιας πράξης που διέπραξε ή εξαιτίας κάποιας πολιτικής άποψης που είχε. Λοιπόν, είναι αλήθεια ότι αναζητούμε άσυλο· αλλά δεν έχουμε διαπράξει καμία πράξη και οι περισσότεροι από εμάς ποτέ δεν ονειρεύτηκαν να έχουν κάποια ριζοσπαστική πολιτική άποψη. Με εμάς το νόημα του όρου πρόσφυγας έχει αλλάξει. Τώρα «πρόσφυγες» είναι εκείνοι από εμάς που ήταν τόσο άτυχοι ώστε να φτάσουν σε μια καινούργια χώρα δίχως καθόλου οικονομικούς πόρους και πρέπει να βοηθηθούν από τις επιτροπές προσφύγων.
Προτού ξεσπάσει αυτός ο πόλεμος, ήμασταν ακόμα πιο ευαίσθητοι όταν μας αποκαλούσαν πρόσφυγες. Κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε για να αποδείξουμε στους άλλους ανθρώπους ότι ήμασταν απλώς κανονικοί μετανάστες. Διακηρύσσαμε ότι είχαμε αναχωρήσει οικεία βουλήσει για χώρες της επιλογής μας, και αρνούμασταν ότι η κατάστασή μας είχε οποιαδήποτε σχέση με «τα αποκαλούμενα εβραϊκά προβλήματα». Ναι, ήμασταν «μετανάστες» ή «νεοφερμένοι» που αφήσαμε τη χώρα μας επειδή ένα ωραίο πρωί δεν μας έκανε άλλο πια, ή απλώς για λόγους οικονομικούς. Θέλαμε να ξαναφτιάξουμε τις ζωές μας, αυτό ήταν όλο. Για να ξαναφτιάξει κανείς τη ζωή του πρέπει να είναι δυνατός και αισιόδοξος. Έτσι κι εμείς είμαστε πολύ αισιόδοξοι.
Η αισιοδοξία μας, πράγματι, είναι αξιοθαύμαστη, ακόμα κι αυτό λέμε εμείς. Η ιστορία του αγώνα μας έγινε τελικά γνωστή. Χάσαμε το σπίτι μας, που σημαίνει ότι χάσαμε την οικειότητα της καθημερινής ζωής. Χάσαμε το επάγγελμά μας, που σημαίνει ότι χάσαμε αυτοπεποίθηση ότι είχαμε κάποια χρησιμότητα σε αυτόν τον κόσμο. Χάσαμε τη γλώσσα μας, που σημαίνει πως χάσαμε τη φυσικότητα των αντιδράσεών μας, την απλότητα των χειρονομιών μας, την απρόσκοπτη έκφραση συναισθημάτων. Αφήσαμε τους συγγενείς μας στα πολωνικά γκέτο και οι καλύτεροί μας φίλοι σκοτώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που σημαίνει ότι διαρρήχθηκαν οι ιδιωτικές μας ζωές.
Μολαταύτα, απ’ τη στιγμή που σωθήκαμε – κι οι περισσότεροι από εμάς χρειάστηκε να σωθούν αρκετές φορές – αρχίσαμε τις καινούργιες μας ζωές και προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε όσο πιο πιστά μπορούσαμε όλες τις καλές συμβουλές που μας έδωσαν οι σωτήρες μας. Μας είπαν να ξεχάσουμε· και ξεχάσαμε γρηγορότερα από όσο θα μπορούσε οποιοσδήποτε να φανταστεί. Με φιλικό τρόπο μας υπενθύμιζαν ότι η καινούρια χώρα θα γίνει ένα καινούριο σπίτι για μας· κι έπειτα από τέσσερις εβδομάδες στη Γαλλία ή έξι εβδομάδες στην Αμερική, παριστάναμε τους Γάλλους ή τους Αμερικανούς. Οι πιο αισιόδοξοι εξ’ ημών θα πρόσθεταν ότι ολόκληρη η προηγούμενη ζωή τους είχε περάσει σε ένα είδος ασυνείδητης εξορίας και μόνο η καινούργια τους πατρίδα τους δίδαξε πως πραγματικά μοιάζει ένα σπίτι. Είναι αλήθεια ότι μερικές φορές εγείρουμε ενστάσεις όταν μας λένε να ξεχάσουμε την προηγούμενη δουλειά μας· και τα προηγούμενα ιδανικά μας είναι συνήθως δύσκολο να τα πετάξουμε αν διακυβεύεται το κοινωνικό μας πρότυπο. Με τη γλώσσα, ωστόσο, δεν αντιμετωπίζουμε καμία δυσκολία: έπειτα από έναν μόνο χρόνο οι αισιόδοξοι είναι πεπεισμένοι ότι μιλάνε τα αγγλικά σαν να ήταν η μητρική τους γλώσσα· κι έπειτα από δύο χρόνια ορκίζονται σοβαρά ότι μιλάνε τα αγγλικά καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα – τα γερμανικά μόλις που τα θυμούνται.
Προκειμένου να ξεχάσουμε ακόμα πιο αποτελεσματικά μάλλον αποφεύγουμε οποιαδήποτε νύξη για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή τα στρατόπεδα εγκλεισμού τα οποία γνωρίσαμε σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες – κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως απαισιοδοξία ή έλλειψη αυτοπεποίθησης στη νέα μας πατρίδα. Εκτός αυτού, πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει ότι κανείς δεν θέλει να ακούει για όλα αυτά· η κόλαση δεν είναι πια μια θρησκευτική δοξασία ή μια φαντασίωση, αλλά κάτι εξίσου αληθινό με τα σπίτια, τις πέτρες και τα δέντρα. Προφανώς, κανείς δεν θέλει να ξέρει ότι η σύγχρονη ιστορία έχει δημιουργήσει ένα καινούργιο είδος ανθρώπινων όντων – αυτό το είδος που κλείνεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης από τους εχθρούς του και στα στρατόπεδα εγκλεισμού από τους φίλους του.
Ακόμα και μεταξύ μας δεν μιλάμε για αυτό το παρελθόν. Αντ’ αυτού, έχουμε βρει τον τρόπο μας να διαχειριστούμε ένα αβέβαιο μέλλον. Απ’ τη στιγμή που όλοι κάνουν σχέδια, εύχονται και ελπίζουν, το ίδιο κάνουμε κι εμείς. Ωστόσο, εκτός από αυτές τις γενικές ανθρώπινες συμπεριφορές, προσπαθούμε να τακτοποιήσουμε το μέλλον περισσότερο επιστημονικά. Μετά από τόση κακοτυχία θέλουμε αναμφίβολα μια διέξοδο. Συνεπώς, αφήνουμε πίσω μας τη γη με όλες της τις αβεβαιότητες και στρέφουμε το βλέμμα μας στον ουρανό. Τα άστρα – κι όχι οι εφημερίδες – θα μας πουν πότε θα ηττηθεί ο Χίτλερ και πότε θα γίνουμε Αμερικανοί πολίτες. Θεωρούμε τα άστρα πιο αξιόπιστους συμβούλους απ’ ότι όλους τους φίλους μας· από τα άστρα μαθαίνουμε πότε θα δειπνήσουμε με τους ευεργέτες μας καθώς και ποιά μέρα θα έχουμε την καλύτερη ευκαιρία για να συμπληρώσουμε ένα από αυτά τα αμέτρητα ερωτηματολόγια που συνοδεύουν τις τωρινές μας ζωές. Μερικές φορές δεν στηριζόμαστε ούτε στ’ άστρα, αλλά μάλλον στις γραμμές των χεριών ή στα σημάδια του γραφικού μας χαρακτήρα. Έτσι μαθαίνουμε λιγότερα για τα πολιτικά γεγονότα για τους αγαπητούς εαυτούς μας, έστω και αν η ψυχανάλυση είναι κάπως ντεμοντέ. Οι ευτυχισμένες εποχές κατά τις οποίες βαριεστημένες κυρίες και κύριοι της καλής κοινωνίας συζητούσαν για τις χαριτωμένες αταξίες των παιδικών τους χρόνω, έχουν παρέλθει. Δεν θέλουν πια ιστορίες με φαντάσματα· οι πραγματικές εμπειρίες τους κάνουν να ανατριχιάσουν. Δεν υπάρχει πλέον καμιά ανάγκη να μας μαγεύει το παρελθόν· υπάρχει αρκετή μαγεία στην πραγματικότητα. Έτσι, παρά την ειλικρινή αισιοδοξία μας, χρησιμοποιούμε κάθε είδους μαγικά κόλπα γα να κάνουμε τα πνεύματα του μέλλοντος να εμφανιστούν.
Δεν ξέρω ποιες αναμνήσεις και ποιες σκέψεις κατοικούν κάθε βράδυ στα όνειρά μας. Δεν τολμώ να συζητήσω πληροφορίες, δεδομένου ότι κι εγώ υπήρξα μάλλον αισιόδοξη. Μερικές φορές όμως φαντάζομαι ότι τουλάχιστον τα βράδια σκεφτόμαστε το θάνατο μας ή ότι θυμόμαστε τα ποιήματα που κάποτε αγαπήσαμε. Θα μπορούσα ακόμα και να καταλάβω πως οι φίλοι μας της Δυτικής Ακτής, κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης κυκλοφορίας, έχουν τέτοιες περίεργες απόψεις όπως το να πιστεύουν ότι όχι μόνο είμαστε «αυριανοί πολίτες» αλλά τωρινοί «εχθρικοί αλλοδαποί». Υπό το φως της ημέρας, φυσικά, «από τεχνικής απόψεως» γινόμαστε μόνο εχθρικοί αλλοδαποί – όλοι οι πρόσφυγες το ξέρουν αυτό. Αλλά όταν τεχνικοί λόγοι σε εμποδίζουν να βγεις από το σπίτι τις βραδυνές ώρες, σίγουρα δεν ήταν εύκολο να αποφύγεις σκοτεινές σκέψεις για τη σχέση τεχνικότητας και πραγματικότητας.
Όχι, κάτι δεν πάει καλά με την αισιοδοξία μας. Υπάρχουν ανάμεσά μας εκείνοι οι ιδιόρρυθμοι αισιόδοξοι άνθρωποι που, έχοντας κάνει πολλές αισιόδοξες ομιλίες, επιστρέφουν στο σπίτι και ανάβουν το γκάζι ή χρησιμοποιούν τον ουρανοξύστη με έναν αρκετά αναπάντεχο τρόπο. Φαίνεται ότι αυτοί αποδεικνύουν ότι η δεδηλωμένη μας ευθυμία βασίζεται σε μια επικίνδυνη ετοιμότητα για θάνατο. Αναθρεμμένοι με την πεποίθηση ότι η ζωή είναι το υψηλότερο αγαθό και ο θάνατος ο μεγαλύτερος τρόμος, γινόμαστε μάρτυρες και θύματα χειρότερων φρικαλεοτήτων απ’ ό,τι ο θάνατος – δίχως να είμαστε ικανοί να ανακαλύψουμε ένα υψηλότερο ιδανικό απ’ τη ζωή. Έτσι, μολονότι ο θάνατος χάνει για εμάς τη φρίκη του, δεν γινόμαστε ούτε πρόθυμοι ούτε ικανοί να ρισκάρουμε τη ζωή μας για κάποιον σκοπό. Οι πρόσφυγες, αντί να παλέψουν – ή να σκεφτούνε πώς θα μπορέσουνε να παλέψουν – συνηθίζουν να εύχονται το θάνατο των συγγενών και φίλων· αν κάποιος πεθάνει, φανταζόμαστε με χαρά όλα τα βάσανα από τα οποία γλύτωσε. Τελικά, πολλοί από εμάς καταλήγουν να εύχονται ότι κι εμείς, επίσης, θα μπορούσαμε να γλυτώσουμε από ορισμένα βάσανα, και πράττουν αναλόγως.
Από το 1938 – από την εισβολή του Χίτλερ στην Αυστρία – έχουμε δει πόσο γρήγορα η εύγλωττη αισιοδοξία μπορεί να μετατραπεί σε απαισιοδοξία. Καθώς περνά ο καιρός, τα πράγματα γίνονται χειρότερα – γινόμαστε ακόμα πιο αισιόδοξοι και ρέπουμε ακόμα περισσότερο προς την αυτοκτονία. Οι Εβραίοι της Αυστρίας υπό τον Schuschnigg ήταν εύθυμος λαός που τους θαύμαζαν όλοι οι αμερόληπτοι παρατηρητές. Ήταν αρκετά υπέροχο το πόσο βαθιά πεπεισμένοι ήταν ότι τίποτα κακό δεν μπορούσε να τους συμβεί. Όταν όμως τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα και οι μη Εβραίοι γείτονες άρχισαν να πραγματοποιούν ταραχές στα Εβραϊκά σπίτια, οι Αυστριακοί Εβραίοι άρχισαν να αυτοκτονούν.
Σε αντίθεση με το τί γίνεται στις άλλες αυτοκτονίες, οι φίλοι μας δεν άφηναν καμία εξήγηση για την πράξη τους, καμία κατηγορία, καμία καταγγελία εναντίον ενός κόσμου που εξαναγκάζει έναν απελπισμένο άνθρωπο να μιλά και να ενεργεί εύθυμα ακόμα και στην τελευταία του μέρα. Τα σημειώματα που άφησαν αυτοί οι άνθρωποι είναι συμβατικά, ανούσια ντοκουμέντα. Έτσι, οι επικήδειοι που κάνουμε πάνω απ’ τους ανοιχτούς τους τάφους είναι σύντομοι, αμήχανοι και πολύ αισιόδοξοι. Κανείς δεν νοιάζεται για τα κίνητρα· φαίνεται ότι είναι ξεκάθαρα σε όλους μας.
Συνέχεια στο ΜΕΡΟΣ Β
Το κείμενο της Άρεντ κυκλοφόρησε το 1943 σε ένα μικρό εβραϊκό περιοδικό ονόματι The Menorah Journal
Μετάφραση στα ελληνικά: Κώστας Δεσποινιάδης, «Εμείς οι Πρόσφυγες», Πανοπτικόν: Τετράδιο Ολικής Αντιπαράθεσης, τχ. 13.
Η πίστη στην ισόβια συντροφικότητα, η δυναμική του έρωτα και οι ομολογίες αιώνιας αγάπης δηλητηριάζονται από τη ρηχότητα και την αποστασιοποίηση, την ταχύτητα και τη διαφυγή. Σύμφωνα δε με τις διαβεβαιώσεις των ακαδημαϊκών κύκλων, μαθαίνουμε πως οι ρομαντικοί είναι οπισθοδρομικοί, νοσταλγικοί, αντιδραστικοί, γέννησαν τον φασισμό· δεν είναι καιρός για εντάσεις και πόθους, η ultra φιλελεύθερη κοινωνία μας αναδύεται μέσα από την ποσότητα, την αύξηση της ζήτησης, τη λογιστική των παθών, τη μετρησιμότητα όσων επισκέφτηκαν τη ζωή μας, την ορθολογική διαρρύθμιση εν τέλει όλων των συγκινησιακών φορτίσεων.
Το ξυπνητήρι χτυπάει. Το κλείνεις και το ξανακλείνεις. Ευτυχώς προνόησες από το προηγούμενο βράδυ να το ρυθμίσεις αρκετά λεπτά πριν απ’ την ώρα που πραγματικά θες να ξυπνήσεις. Δεν θες να σηκωθείς και να βγεις στη ζούγκλα. Ψάχνεις δικαιολογίες, τελικά σηκώνεσαι. Βουρτσίζεις δόντια, ντύνεσαι και επιδίδεσαι σε ένα τελετουργικό προετοιμασίας προς την έρημο του κοινωνικού, τσεκάρεις για τελευταία φορά αν κρατάς τα κλειδιά σου στο χέρι κι αν έχεις πάρει το κινητό σου και πιάνεις το πόμολο. Βαθιά ανάσα και ξαφνικά είσαι στον δημόσιο χώρο, με την απορία πόσο μεγάλη θα είναι η δόση παράνοιας που θα συναντήσεις και σήμερα.
Όλοι μας προσέχουμε το «look» μας. Από τη στιγμή που δεν μπορείτε να αντλήσετε μια αξία από την ίδια σας την ύπαρξη (δεν κοιτάμε πλέον ο ένας τον άλλον – και η σαγήνη φτάνει σε ένα τέλμα!), αυτό που απομένει είναι η επιτέλεση μιας πράξης εμφάνισης, χωρίς πραγματικά να νοιάζεστε για το είναι σας, ή ακόμα και για το ίδιο το εμφανίζεσθαι.