Υπάρχουν δύο ευνοούμενα πεδία του καθήκοντος της ευδαιμονίας: η σεξουαλικότητα και η υγεία, αφού και η μια και η άλλη είναι μετρήσιμες κι αποτελούν το αντικείμενο μιας μόνιμης προσοχής.
Η σεξουαλική πράξη έχει την ιδιαιτερότητα να κάνει τον εραστή μετρήσιμο, να τον υποτάσσει στην εξουσία των μαθηματικών: πίσω από τις κλειστές πόρτες της κρεβατοκάμαρας, οι άνθρωποι δίνουν εξετάσεις ευτυχίας κι αναρωτιούνται: είμαστε στο ύψος των περιστάσεων; Ζητούν από τη σεξουαλικότητά τους, αυτό το καινούριο μαντείο, απτές αποδείξεις του πάθους τους. Συνδυασμός σχολικού και γαστρονομικού προτύπου: η καλή συνταγή οδηγεί στην καλή βαθμολογία. Από χάδια σε στάσεις, από διαστροφές σε ανατριχίλες, τεστάρουν τον γάμο ή την ένωσή τους, συντάσσουν τους ισολογισμούς απόλαυσης, συναγωνίζονται τα άλλα ζευγάρια σε θορυβώδεις επιδείξεις, σε εξιμπισιονιστικές διαχύσεις, απονέμουν στον εαυτό τους βραβεία ή αυτοβαθμολογούνται με τη βάση, προσπαθώντας έτσι να σιγουρευτούν για την κατάσταση των αισθημάτων τους. Μονίμως στοιχειωμένος από την αβεβαιότητα, ο έρωτας πιστεύει πως έτσι κερδίζει σε ενάργεια και σαφήνεια. Η ερωτική ηδονή δεν είναι μόνο μια παλιά τόλμη που η απελευθέρωση των ηθών τη μεταμόρφωσε σε κάτι το τετριμμένο: μέσα στη φθορά και την αστάθεια της καρδιάς, είναι το μόνο πράγμα πάνω στο οποίο οι άνθρωποι μπορούν να στηριχθούν· χάρη σε αυτήν μπορούν να μεταμορφώσουν σε αξιομνημόνευτες ποσότητες τις φευγαλέες συγκινήσεις τους. Έτσι, διαμέσου της μαγείας των αριθμών, αξιολογούμε τη σχέση μας, επαληθεύουμε την καλή ηδονική μας απόδοση.
Με τον ίδιο τρόπο, η ψύχωση της υγείας τείνει να «ιατροποιήσει» κάθε στιγμή της ζωής· δεν χαιρόμαστε πια μια γλυκιά αμεριμνησία. Αυτό μεταφράζεται με την ένταξη στο θεραπευτικό πεδίο όλων αυτών που μέχρι τώρα ανήκαν στην τάξη της ευζωίας: συλλογικές τέρψεις και τελετουργικά έχουν μεταστραφεί σε έγνοιες, εκτιμώνται με βάση τη χρησιμότητα ή τη βλαβερότητά τους. Για παράδειγμα, η τροφή δεν διακρίνεται πια σε καλή και κακή, αλλά σε υγιεινή και ανθυγιεινή. Το ωφέλιμο, το πρέπον, το ζυγισμένο, υπερτερούν του νόστιμου. Το τραπέζι δεν είναι πια μόνον ο βωμός των γεύσεων, μια στιγμή μοιρασιάς και ανταλλαγών, αλλά ένας πάγκος φαρμακείου όπου ζυγίζουμε σχολαστικά λίπη και θερμίδες, όπου μασουλάμε με επιμέλεια φαγητά που δεν είναι πια παρά φάρμακα. Πρέπει να πίνουμε κρασί όχι γιατί μας αρέσει αλλά για να ενισχύσουμε την ελαστικότητα των αρτηριών μας, πρέπει να τρώμε πολύσπορο ψωμί για την καλή λειτουργία του εντέρου κλπ. Το παράδοξο είναι πως η χώρα όπου θριαμβεύει αυτή η υγιεινολογική ψύχωση, οι ΗΠΑ, είναι επίσης και η χώρα της κακής διατροφής και της ολοένα και αυξανόμενης παχυσαρκίας. Επειδή το σημαντικό δεν είναι πια να ζήσουμε με πληρότητα τον χρόνο που μας αναλογεί, αλλά να διατηρηθούμε στη ζωή για όσο το δυνατόν περισσότερο: την έννοια των διαδοχικών σταδίων της ζωής την έχει διαδεχθεί η έννοια της μακροζωίας.
Η διάρκεια γίνεται μια κανονιστική αξία ακόμα κι αν πρέπει να την κατακτήσουμε με αντίτιμο τρομακτικές στερήσεις: σαν κι εκείνον τον Αμερικανό φοιτητή που δεν γευματίζει παρά μια φορά την ημέρα για να φτάσει στην κανονιστική ηλικία των 140 χρόνων, και που πίσω από τη λιπόσαρκη μορφή του διαφαίνεται μια τρομακτική θλίψη. Ή εκείνους τους φανατικούς της μακροζωίας που παίρνουν μέχρι και 80 ιχνοστοιχεία καθημερινά, για να καταφέρουν να ξεπεράσουν το μοιραίο φράγμα των εκατό χρόνων. Να κερδίζουμε χρόνο: μέχρι τώρα αυτό σήμαινε να εξοικονομούμε ελεύθερες στιγμές, αφαιρώντας τες από άθλιες, εξουθενωτικές δουλειές. Στο εξής, όμως, σημαίνει την αχαλίνωτη παραγωγικότητα, τη μανιακή συσσώρευση επιπλέον χρόνων. Φυσικά, δεν τίθεται θέμα να αρνηθούμε τις εκπληκτικές προόδους σε αυτόν τον τομέα, μόνο που δεν επιμηκύνουν τόσο τη ζωή όσο την τρίτη ηλικία, που προεκτείνεται αέναα με κίνδυνο να αυξηθεί ο πληθυσμός των γερόντων, τόσο που να γεμίσει μια ήπειρο και να δώσει στη Δύση την όψη ενός γηροκομείου (να γιατί ο «νεανισμός» είναι μια ιδεολογία των εθνών που γερνούν). Όμως, οι αξιοθρήνητες εξορμήσεις μας προς τη Γη της Επαγγελίας της μεγάλης υγείας δεν έχουν να ζηλέψουν το παραμικρό από τις απονεκρώσεις των παλιών θρησκόληπτων. Θέλοντας να εξαλείψουμε κάθε ανωμαλία, κάθε αδυναμία, καταλήγουμε να αρνούμαστε αυτό που αποτελεί τη βασική αρετή της υγείας: την αδιαφορία γι’ αυτήν, ή, καθώς την αποκαλούσε ο Λερίς, «τη σιωπή των οργάνων» (έστω κι αν αυτή είναι απατηλή). Δεν φοράμε πια το κιλίκιο για να τιθασεύσουμε ένα ατελές σώμα που δεν ανταποκρίνεται στο ιδανικό πρότυπο. Αυτή είναι η κατάληξη της παλιάς χριστιανικής προφητείας για την αθανασία και την ανάσταση των «ένδοξων», των άφθαρτων, άσηπτων, αμάραντων σωμάτων, κάτι που απηχείται σε ολόκληρη την επιστημονική φαντασία. Τα επιστημονοειδή μας παραληρήματα προέρχονται κατευθείαν από την εκκλησία την οποία υποτίθεται πως αναπληρώνουν και συμπληρώνουν.
Μονάχα ένας άρρωστος μπορεί να θεωρεί πως «η υγεία είναι ευτυχία». Για κάποιον που είναι καλά στην υγεία του, αυτή είναι απλώς μια δεδομένη κατάσταση. Κάνοντάς την το ισοδύναμο της ευτυχίας, υπονοούμε πως είμαστε όλοι μας ετοιμοθάνατοι δίχως να το ξέρουμε και πρέπει να το μάθουμε. Στο εξής, πρέπει μονίμως να σωζόμαστε από κάτι, από μια υπερβολικά υψηλή πίεση, από μια πεπτική δυσλειτουργία, από μια τάση προς παχυσαρκία, ποτέ δεν είμαστε αρκετά λεπτοί, αρκετά μυώδεις, αρκετά ηλιοκαμένοι. Το θεραπευτικό ιδεώδες γίνεται μια έμμονη ιδέα που δεν μας εγκαταλείπει ποτέ και που τα μίντια και οι γύρω μας μάς την υπενθυμίζουν ασταμάτητα. Στο όνομα αυτής της νόρμας, που γίνεται ακόμα πιο βαριά με την προληπτική ιατρική και τη γενετική ανίχνευση, γινόμαστε όλοι μας δυνάμει ανάπηροι που επιτηρούν με αγωνία τα περιττά κιλά τους, τον καρδιακό τους ρυθμό, την ελαστικότητα του δέρματός τους. Αλλόκοτη μανία αυτοεξέτασης και αυτοβασανισμού που καθιστά το σώμα μας, έτσι καθώς γινόταν κάποτε στον χριστιανισμό, χώρο μιας λανθάνουσας απειλής (Μπωντριγιάρ). Όμως τώρα δεν κινδυνεύουμε από τις φλόγες της Κόλασης, αλλά από τη χαλάρωση, την κατάρρευση του παρουσιαστικού μας. Και αφού η φόρμα είναι ένα σημάδι επιλογής, όπως ήταν ο πλούτος για τους καλβινιστές, τώρα η ανταμοιβή αυτών που έβλαψαν, που παραμέλησαν το σώμα τους είναι συνώνυμη της κατάπτωσης, της απόρριψης. Συχνά παρομοιάζουν τις αίθουσες του μπόντι μπίλντινγκ και τα γυμναστικά τους όργανα με αίθουσες βασανιστηρίων του Μεσαίωνα: μόνο που εδώ βασανιζόμαστε όλοι με τη θέλησή μας. Και το μποντι μπίλντινγκ εκφράζει πολύ καλά το όνειρο να αναπλάσουμε οι ίδιοι το σώμα μας με το εξής εκπληκτικό παράδοξο: η υπερβολική ανάπτυξη των μυώνων κάνει το κορμί να μοιάζει με γδαρμένο, λες και το εσωτερικό του έχει βγει στην επιφάνεια του δέρματος, έχει γυρίσει σαν ένα γάντι και οφείλει να μαρτυρήσει, με όλες του τις φλέβες και τους ορατούς του τένοντες, για το βασανιστήριο που έχουμε επιβάλει στον εαυτό μας.