Θέλουμε να ζήσουμε έστω και ενάντια στη λογική
Ιβάν Καραμάζωφ
Πόσο θα σφάλαμε αν λέγαμε πως το συναίσθημα που ξετυλίγει το νήμα του δράματος στους αδελφούς Καραμάζωφ είναι το πάθος για τη ζωή; Καθόλου νομίζω. Από την πρώτη μέχρι την τελευταία του σελίδα το πάθος των ηρώων πλημμυρίζει τα πάντα· αγνό και αμόλυντο από κάθε κακοποίηση και διαστροφή, κάθε χυδαία υποβάθμιση του από τους ανθρώπους και τους θεσμούς τους.
Λογική και ζωή ανέκαθεν ήταν έννοιες ασυμβίβαστες και, αν και εδρεύουν εξίσου στο είδος «άνθρωπος», η συνύπαρξη τους λειτουργεί πάντα προς όφελος του παραλόγου. Όσο και αν ψάξουμε δεν θα βρούμε τίποτα λογικό για να περιγράψουμε το φαινόμενο ζωή ακόμα και αν ο άνθρωπος πασχίζει να αντισταθμίσει το παράλογο μέσα του ορίζοντας τον χρόνο και τον χώρο με επαναλαμβανόμενα μοτίβα και κανόνες. Τα έπιπλα στα σπίτια μας, οι συνταγές του φαρμακοποιού, οι παρελάσεις των στρατών στις εθνικές εορτές, όλα αυτά αποπνέουν παρά μόνο μια ψευδαίσθηση τάξης, μια προεξοφλούμενη καθησυχαστική αυτοεπιβεβαίωση πως τάχα έχουμε εμείς τον έλεγχο. Το μόνο ακλόνητο δεδομένο στη ζωή είναι η μη αντιστρέψιμη πορεία της από την αφετηρία προς στον θάνατο. Αυτή τη θεμελιώδη αντίφαση της διαρκούς προσπάθειας του νου για τάξη σε αντίστιξη με την εγγενή εντροπία της ζωής έκανε με την πένα του ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι γόνιμο υλικό για τη συγγραφή του πέρα από κάθε αμφιβολία αριστουργηματικού του έργου με κεντρικό του πυρήνα τον υπαρξισμό και τον μηδενισμό. Οι αδελφοί Καραμάζωφ αποτελούν πρωτίστως, πολύ περισσότερο από ένα μυθιστόρημα, μια ψυχογραφία θυελλωδών μορφών γονατισμένων κάτω από το βάρος του πάθους τους. Τα κεντρικά πρόσωπα που συγκροτούν τον άξονα της πλοκής ζούνε τα ανθρώπινα αισθήματα στον απόλυτο βαθμό. Αναγκαστικά, τόσα πάθη στην φόρα, δημιουργούν μια θύελλα σε βαθμό να επιθυμεί ο ένας την καταστροφή του άλλου αλλά, παρ’ όλη την ένταση, τελικά παραμένουν ενωμένοι στα δεσμά του καραμαζωφικού τους πνεύματος: πάνω από όλα οι Καραμάζωφ είναι οικογένεια.
«Πάθος για ζωή πάση θυσία» αναφωνεί ο Ιβάν. Δεν υπάρχει καμία δύναμη, καμία απόγνωση, κανένα τρομερό γεγονός όσο δυσάρεστο κι αν είναι όπως φτώχεια, αρρώστια ή άλλη δυστυχία που να μπορεί να μας κάνει να θέλουμε να «καταπνίξουμε αυτή την θαυμαστή κι απρεπή ίσως δίψα για τη ζωή»· κι όμως, οι αντοχές του Ιβάν είναι ισχνές, η ανθρώπινη ψυχή του πολύ ανοχύρωτη και η επιθυμία του πολύ μεγάλη για να συμφιλιωθεί με οτιδήποτε λιγότερο από την «αιώνια αρμονία». Μέσα στα στήθη του πλημμυρίζει η δίψα για μια ζωή χωρίς ενόχους και χωρίς θύματα, χωρίς δυνατούς και αδύναμους, χωρίς επαίτες και φιλάνθρωπους, χωρίς δικαστές και κατηγορούμενους. «Θέλω να δω με τα ίδια μου τα μάτια πως η ελαφίνα θα ξαπλώσει δίπλα στο λιοντάρι και πως ο σφαγμένος θα σηκωθεί και θα αγκαλιαστεί με το δολοφόνο του. Θέλω να είμαι εκεί όταν αίφνης όλοι μάθουν γιατί έγιναν όλα αυτά» λέει στον αδερφό του Αλιόσα. Όμως δεν μπορεί να δεχτεί την παράλογη τάξη που αποδέχεται το έγκλημα στο όνομα της αγάπης: «όλη η γνώση του κόσμου δεν αξίζει όσο τα δάκρυα των παιδιών». Το αίσθημα της δικαιοσύνης για τον Ιβάν είναι αρχή ανώτερη και από τον ίδιο τον Θεό. Κανένα παζάρι για την σωτηρία της ψυχής που να αποδέχεται την αδικία σε αυτόν τον κόσμο ως μέρος του θεϊκού σχεδίου, κανένας ορθολογικός συμβιβασμός που να αντισταθμίζει την δυστυχία με τα οφέλη της προόδου και της επιστήμης δεν μπορεί να πείσει τον Ιβάν, και όπως πολύ συχνά συμβαίνει όταν το πάθος αγγίζει τα όρια του απολύτου, εκεί που καταλήγει κανείς είναι είτε στην τρέλα ή στην αυτοεξόντωση. Ο Ιβάν θα τα κάνει και τα δύο. Το πρώτο του βήμα είναι η μεταφυσική εξέγερση και αρνείται για τον εαυτό του το δικαίωμα της σωτηρίας: «δεν είναι πως δεν δέχομαι τον Θεό, Αλιόσα, απλώς του επιστρέφω ευπειθέστερα το εισιτήριο», το δεύτερο βήμα θα γίνει μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, εκεί θα παραδοθεί στην τρέλα και το παραλήρημα κάτω από το ανυπόφορο δίλημμα να είναι ενάρετος και παράλογος ή λογικός και εγκληματίας όπως πικρά του ψιθυρίζει στο αυτί ο διάβολος πριν πάει στο δικαστήριο να ομολογήσει την ενοχή του: «θα πας να κάνεις μια πράξη ενάρετη κι όμως δεν πιστεύεις στην αρετή, να τι σε εξοργίζει και σε ταράζει».
Στην οικογένεια Καραμάζωφ απουσιάζει ακριβώς εκείνο το στοιχείο της κοινωνικής θωράκισης που προστατεύει όλους εμάς από την αυτοκαταστροφική μανία: ο κομφορμισμός. Οι Καραμαζωφαίοι δεν κρατούν ούτε ένα δράμι προσποίησης για τον εαυτό τους, είναι εκτεθειμένοι απολύτως, γυμνοί στις δυνάμεις της ζωής και ζούνε το κάθε συναίσθημα με τον πιο απόλυτο τρόπο ακόμα και σε σημείο να υποφέρουν. Ο Dmitri για παράδειγμα είναι τόσο αθωράκιστος που δεν καταλαβαίνει καν το μίσος που προκαλεί στον γηραιό πάτρωνα της Grushenka όταν ευθαρσώς του ζητά να την αφήσει αδέσμευτη γιατί «αυτός είναι πια γέρος και έχει φάει τα ψωμάκια του». Είναι τόσο αφελής που απλά δεν μπορεί να υποψιαστεί πόσο θανάσιμο λάθος είναι να προσβάλλεις τον άνθρωπο από τον οποίο εξαρτάται η ευτυχία σου. Αλλά η αφέλεια του είναι απλά το αποτέλεσμα απουσίας της κοινωνικής προσποίησης στην οποία όλοι μας έχουμε εντρυφήσει τις καθημερινές μας συναλλαγές.
Ο πατέρας Pavel Fyodorovich ένας «παλιάτσος που έχει γραπωθεί πάνω από την φιληδονία του» όπως τον περιγράφει ο Ιβάν μοιράζεται με τον μεγάλο του γιό Ντμίτρι τον ίδιο τύπο καταδεκτικού στην κούπα της ζωής. Τραγουδούν και οι δύο τους μεθούν και χορεύουν με την ίδια άσβεστη μανία σαν κάθε φορά να είναι η πρώτη τους και η τελευταία. Ο πατέρας Πάβελ και ο Ντμίτρι Καραμάζωφ εκφράζουν τον Διονυσιακό άνθρωπο και για αυτό το λόγο και οι δρόμοι τους διασταυρώνονται στον έρωτα που έχουν για το πρόσωπο της μαγδαλήνιας Γκρούσενγκα, αφού τους έλκει η ίδια με αυτών διονυσιακή ψυχή της. Αν και οι τρεις τους εκφράζουν την γήινη εκφορά του πάθους για ζωή εντούτοις είναι τόσο διαφορετικοί σε σημείο να έχουν κηρύξει ανένδοτο αγώνα μεταξύ τους κάνοντας εντελώς αδιάκριτα τα όρια που χωρίζουν τον πόλεμο από τον έρωτα. Ο Πάβελ Καραμάζωφ πονηρός και ιδιοτελής έχει από τα χρόνια μάθει να δουλεύει μόνο για το προσωπικό του συμφέρον. Έχοντας ήδη μεγάλη περιουσία από τους προηγούμενους του γάμους έχει χάσει την ικανότητα να διακρίνει οποιαδήποτε ποιοτική διαφορά του συμφέροντος από την αγάπη. Όπου υπάρχει το ένα πρέπει πάντα να ακολουθεί και το άλλο. Για αυτό το λόγο είναι τόσο σίγουρος πως θα κερδίσει από τον αντίπαλο γιό του την αγάπη της Γκρούσενγκα γιατί σκεπτόμενος εξ ιδίων τα αλλότρια πιστεύει πως και αυτή θα συμπεριφερθεί από συμφέρον και θα ακολουθήσει τον γέρο αλλά πλούσιο Πάβελ και όχι τον όμορφο, ενθουσιώδη αλλά άπορο και σε μεγάλο βαθμό ανόητο Ντμίτρι που ομολογεί ανεπιφύλακτα στους ανακριτές του φόνο που δεν διέπραξε ποτέ του και νομίζει μάλιστα πως με τον τρόπο αυτό συμβάλει για να λυθεί μια παρεξήγηση. Η Γκρούσενγκα όμως έχει κουραστεί να είναι υποχείριο και έπαθλο στον κόσμο των ανδρών. Έχει κουραστεί να υπομένει, να εξαπατάται και να εξαπατά προκειμένου να επιβιώσει, θα εξεγερθεί στον κόσμο των απολαύσεων και του συμφέροντος και σαν μια νέα Μαγδαληνή θα μεταμεληθεί βρίσκοντας την άδολη αγάπη στο πρόσωπο του αγαθού Νμίτρι. Θα του δοθεί μόνο όταν θα έχει ο ίδιος χάσει κάθε δύναμη για να της επιβληθεί. Μόνο από την θέση αδυναμίας πίσω από τα κάγκελα της φυλακής η Γκρούσενγκα νιώθει σίγουρη πως μπορεί να αγαπήσει τον Νμίτρι.
Οι Αλιόσα και Ιβάν εκφράζουν περισσότερο τον Απολλώνιο Καραμάζωφ. Αν και φαινομενικά είναι μεταξύ τους αντιθέτων πεποιθήσεων και ιδεών ψάχνουν απαντήσεις στα ίδια «ρώσικα προαιώνια ερωτήματα». Και οι δύο κλίνουν καταφατικά στη ζωή και αναζητούν μια αγάπη ανώτερη από το γήινο αδέρφι της· και οι δύο ψάχνουν την μεγάλη συγχώρεση που θα μπορέσει να σηκώσει στους ώμους της όλα τα σφάλματα της ανθρωπότητας και να τα διαγράψει. Καθώς η δικιά τους αναζήτηση κοιτάει πιο ψηλά από τους άλλους είναι και ο ίλιγγος που τους διακατέχει εντονότερος. Εκεί που όταν ο Πάβελ, ο Νμίτρι και η Γκρούσενγκα χτυπούν τα στήθη τους ζητώντας μεταμέλεια για τα λάθη τους, ο Ιβάν και ο Αλιόσα σηκώνουν είτε με θράσος είτε ευλαβικά ψηλά το βλέμμα τους και ζητούν, απαιτούν δικαιοσύνη και αγάπη όχι απλά για τους ίδιους, αλλά για τα πάντα και για όλους. Η ανταρσία τους θα επακολουθήσει την απραγματοποίητη αξίωση τους. Ούτε όμως η ανταρσία είναι κοινή και για τους δύο, είναι τόσο διαφορετικοί ώστε αν και καταλήγουν στην απελπισία, αυτή δεν είναι ίδιας μορφής. Η βασική τους διαφορά βρίσκεται πως στον Αλιόσα διατηρείται ζωντανή στην καρδιά του η πίστη, ενώ ο Ιβάν δεν πιστεύει σε τίποτα, δεν τον αφήνει, όπως λέει, ο πόνος και η αμαρτία του κόσμου να πιστέψει πως μπορεί να υπάρχει ικανός λόγος που να δικαιολογεί το μαρτύριο των παιδιών. Ακόμα και αν ο κόσμος ολάκερος συγχωρέσει την αδικία, ακόμα και αν τα παιδιά που έχουν βασανιστεί ή έχουν στερηθεί την χαρά της ζωής συγχωρέσουν τον ίδιο τους τον βασανιστή, ακόμα και αν μείνει αυτός ο μόνος μεταξύ όλων των ανθρώπων δεν θα επιτρέψει ποτέ αυτήν την συγχώρεση. Ο μηδενισμός όμως του Ιβάν Καραμαζώφ, σε αντίθεση με την τρέχουσα αϋνραντική ανηθικότητα, δεν είναι ένας μηδενισμός που αρνείται τις αξίες του κόσμου προς όφελος του εγωισμού αλλά ένας μηδενισμός που αρνείται τον εγωιστικό κόσμο στο όνομα των πανανθρώπινων αξιών που περιμένουν δικαίωση. Ο Ιβάν είναι ένας ηθικολόγος μηδενιστής.
Ο Smerdyakov είναι ένας νόθος Καραμάζωφ, κουβαλάει μέσα ακόμα από την μήτρα της μητέρας του το στίγμα της απόρριψης. Προϊόν του αποκρουστικού βιασμού της μισότρελης μισοκαθυστερημένης Λιζαβέτας από τον Παβελ Φιοντόροβιτς έχει στο πρόσωπο του ζωγραφισμένα όλα τα έκπτωτα χαρακτηριστικά αυτής της αφύσικης ένωσης. Σιχαμερός, μνησίκακος, σπυριάρης, πονηρός, μεθοδικός και εκδικητικός: είναι ένα δίποδο βδέλυγμα. Περισσότερο από όλους προκαλεί απόλυτη αποστροφή στον Ιβάν. Σμερντιάκοφ και Ιβάν μοιράζονται τις δύο όψεις του μηδενισμού, από την μία ο Ιβάν είναι ο εκπρόσωπος του ιδεαλιστικού μηδενισμού και από την άλλη ο ενεργητικός μηδενισμός του Σμερντιακόφ που αναλαμβάνει να μηδενίσει με κάθε μέσο την προηγούμενη τάξη. Ο Ντοστογιέφσκι εδώ μας προειδοποιεί: οι Σμερντιακόφ είναι οι απόκληροι που θα κληρονομήσουνε την Γη. Ο Ιβάν αηδιάζει κάθε φορά που συναναστρέφεται τον Σμερντιάκοφ γιατί ξέρει πολύ καλά πόσο υπεύθυνος είναι ο ίδιος για την κακοποιά του ψυχή. Ο Ντοστογιέφσκι βάζοντας μας να σταθούμε ανάμεσα στους Ιβάν και Σμερντιάκοφ στρέφει το ερώτημα ενάντια μας: γιατί τα υψηλότερα ιδανικά πρέπει πάντα να τα συνοδεύουν ελεεινά αποτελέσματα;
Αναμφισβήτητα ο Αλιόσα είναι ο αγαπημένος χαρακτήρας του Ντοστογιέφσκι, όπως στον Ηλίθιο και το Όνειρο ενός Γελοίου ο Αλιόσα είναι και αυτός ιδεατός χαρακτήρας. Ο Αλιόσα είναι το πιο φανταστικό πρόσωπο στους αδελφούς Καραμάζωφ· κανείς στην πραγματική ζωή δεν μπορεί να είναι τόσο αθώος όσο ο Αλιόσα. Μια τέτοια ψυχή θα άνηκε ή σε τρελό ή σε ηλίθιο. Ο Αλιόσα μπορεί και είναι αγνός γιατί η ψυχή του είναι ακόμα η ψυχή παιδιού, σύντομα όμως και αυτός θα χάσει την παιδικότητα του όταν θα εξεγερθεί στην αδικία που συντελείται επάνω στο σκήνωμα του πατέρα Ζωσιμά. Η κακία και η ζήλια του κόσμου ήταν ανέκαθεν οι δολοφόνοι της παιδικής αθωότητας.
Αν ο Αλιόσα είναι το αγαπημένο παιδί του Ντοστογιέφσκι, ο Ιβάν είναι ο πραγματικός ήρωας πού γύρω του εξελίσσεται το δράμα. Άλλωστε, ο τίτλος που αρχικά σκεφτότανε να συμπεριλάβει σε τριλογία ο Ντοστογιέφσκι τους αδερφούς Καραμάζωφ, αλλά που δυστυχώς ποτέ του δεν πρόλαβε, ήταν «Η Ζωή Ενός Μεγάλου Αμαρτωλού». Το δράμα πλέκει την δομή του προκειμένου ο Ιβάν Καραμάζωφ να βρεθεί αντιμέτωπος με τα αποτελέσματα της εξέγερσης του. Πολύ πριν ο Φρόυντ ξεθάψει από την ελληνική μυθολογία τον Οιδίποδα, ο Ιβάν οδηγούμενος από το αίσθημα της αδιαφορίας θρεμμένο από το «όλα επιτρέπονται» αφέθηκε να επιθυμήσει με όλη του την ψυχή τον θάνατο του πατέρα του και όπως γράφει ο Καμύ στο L’homme revolte «πολύ βαθύς ώστε να αφήσει τους άλλους να το καταλάβουν, πολύ ευαίσθητος για να δράσει ο ίδιος, θα του φτάσει να αφήσει τους άλλους να κάνουν ό,τι πρέπει» και τότε, μόνο μετά την τέλεση της πράξης και αντιμέτωπος με τα αποτελέσματα της, αντιλαμβάνεται το τερατώδες ανοσιούργημα της σκέψης του. Τότε καταλαβαίνει την ουσία των λόγων του πατέρα Ζωσιμά «είμαστε ένοχοι για όλες τις αμαρτίες του κόσμου». Ο Ιβάν κατάλαβε πως με την ανοχή και την αδιαφορία γινόμαστε καθημερινά οι δολοφόνοι αμέτρητων ψυχών. Συνεχίζει ο Καμύ: «το αίσθημα του παραλόγου όταν δεν πιστεύουμε σε τίποτα, αν τίποτα δεν έχει έννοια και αν δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε καμία αξία, τότε όλα είναι δυνατά και τίποτα δεν έχει σημασία. Χωρίς υπέρ και κατά ο δολοφόνος δεν έχει ούτε δίκιο ούτε άδικο. Μπορούμε να συνδαυλίζουμε τη φωτιά στα κρεματόρια, όπως ακριβώς θα μπορούσαμε να αφοσιωθούμε στην περιποίηση των λεπρών. Η κακία και η αρετή γίνονται σύμπτωση ή καπρίτσιο».
Το μεγαλείο του Ντοστογιέφσκι βρίσκεται ακριβώς σε αυτό το σημείο: Έναν αιώνα πριν την καθολική εδραίωση της μεταηθικής κοινωνίας, αυτός μπόρεσε και διέκρινε κόμπο τον κόμπο το νήμα επάνω στο οποίο εξυφάνθηκε, εν είδει «χειραφέτησης», ο σύγχρονος εκλεπτυσμένος ωφελιμισμός ο οποίος παράγει ακόμα και αυτήν την στιγμή που μιλάμε εκατομμύρια καθημερινούς Άιχμαν και Όπενχάιμερ. Άλλωστε, ποια καλύτερη περιγραφή ταιριάζει για τον σύγχρονο κόσμο από τα παρακάτω λόγια; «Αφού τίποτα λοιπόν δεν είναι αληθινό ή ψεύτικο, καλό η κακό, θα έχουμε σαν κανόνα να αναδειχτούμε αποτελεσματικοί, δηλαδή πιο δυνατοί. Ο κόσμος όμως τότε δεν θα χωρίζεται σε δίκαιους κι άδικους αλλά σε αφέντες και δούλους».