ΜΕΡΟΣ Γ’ του κειμένου: Κρίστοφερ Λας, «Η ζωή στο θεραπευτικό Κράτος» (δημοσιεύτηκε στο 6ο τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα: Για την Αυτονομία και την άμεση δημοκρατία). Βλ. επίσης ΜΕΡΟΣ Α’ και ΜΕΡΟΣ Β‘.
Μεγάλο μέρος της τρέχουσας δημόσιας αντιπαράθεσης όσον αφορά την οικογένεια, τόσο στις Η.Π.Α. όσο και στη Γαλλία αναμφίβολα, συνεχίζει να διαμορφώνεται γύρω από παρωχημένες εικασίες. Από τη δεκαετία του ‘50 κι έπειτα, η Αριστερά αποδοκιμάζει συνεχώς την αναβίωση των συναισθημάτων υπέρ της οικογένειας, λες και η σύγχρονη λατρεία της «συντροφικής», «αναπτυξιακής» και ψυχιατρικής οικογένειας σηματοδότησε την αναβίωση της πατριαρχικής αυθεντίας σε όλη της την αυστηρότητα [13]. Η Δεξιά, απ’ την άλλη, βλέπει στην επέκταση των θεραπευτικών ελέγχων την απειλή (μεταξύ άλλων) του κρατισμού. Οι προσπάθειες να γίνει κατανοητό πώς δουλεύουν αυτοί οι έλεγχοι και να περιγραφούν οι συνέπειες τους στον γάμο και την κοινωνικοποίηση των νέων, αφομοιώνονται αμέσως από ένα γερασμένο και απαρχαιωμένο διάλογο σχετικά με το «μέλλον της οικογένειας». Η Δεξιά επικροτεί αυτές τις έρευνες ως μια άμυνα της οικογένειας στο ιδεολογικό πεδίο, η Αριστερά τις καταδικάζει ως απολογία για την αναβίωση της πατριαρχικής αυθεντίας και οι επαγγελματίες κοινωνικών υπηρεσιών προσπαθούν να τις ενσωματώσουν στη δική τους ατέρμονη εκστρατεία για μια πιο αποτελεσματική «αστυνόμευση των οικογενειών».
Συνεπώς, το βιβλίο του Κάρλ Ντέγκλερ κλείνει –ακριβώς όπως θα περιμέναμε– με μια συζήτηση γύρω από το ανυπόστατο και δίχως νόημα ζητήμα σχετικά με το εάν η οικογένεια έχει μέλλον. Η χρόνια δημοτικότητα αυτής της κενής αντιπαράθεσης προσφέρει ακόμη ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η προσοχή μας έχει μετατοπιστεί προς «την οικογένεια» ενώ θα ήταν προτιμότερο να επικεντρωθεί στην μεταβαλλόμενη ποιότητα των σχέσεων μεταξύ αντρών και γυναικών, γονέων και παιδιών. Ο Ντέγκλερ αρθρώνει το γνώριμο επιχείρημα πως το υψηλό ποσοστό γάμων, η επιμήκυνση του χρόνου που τα παιδιά μένουν στο σπίτι και η απουσία μιας οποιασδήποτε ανόδου στον αριθμό των γυναικών που επιλέγουν να μείνουν άτεκνες, όλα μαζί υποδηλώνουν –παρόλη την πτώση των ποσοστών γεννήσεων και την άνοδο των ποσοστών διαζυγίων– πως η οικογένεια είναι «εδώ για να μείνει» [14].
Αλλά αυτό το επιχείρημα σχετικά με την επιβίωση της οικογένειας είναι εκτός θέματος. Η συμβατική κατανόηση της ιστορίας της οικογένειας γεννά μια τέτοια αντιπαράθεση μόνο και μόνο επειδή αντιμετωπίζει «την κρίση της οικογένειας», όπως το θέτει ο Ντονζλώ, «ως αποτέλεσμα της εξέλιξης των ηθών, με την ανάπτυξη του ψυχολογισμού και του ψυχαναλυτισμού ως τη λύση». Μια πιο διεισδυτική άποψη, σαν αυτή που υπογραμμίζει τη «γενεαλογία της συμβουλευτικής», όπως την αποκαλεί ο Ντονζλώ, δεν δίνει καμιά στήριξη ούτε στη Δεξιά, ούτε στην Αριστερά, και ακόμα λιγότερη στον ψυχιατρικό μηχανισμό που επιζητεί να διαμεσολαβήσει μεταξύ των δύο (και ο οποίος, όπως παρατηρεί ο Ντονζλώ, είναι εξίσου συμβατός με μια ιδεολογική άμυνα της οικογένειας και ένα λαϊνγκικού τύπου κατηγορητήριο της οικογένειας). Μια τέτοιου είδους ερμηνεία ιχνογραφεί την κατάρρευση της πατριαρχικής αυθεντίας και την άνοδο της θεραπευτικής, και συνεπώς καθιστά την έκκληση για αναβίωση της πατριαρχίας και την καταδίκη της σύγχρονης οικογένειας ως παράγοντα αδιάκοπης πατριαρχικής κυριαρχίας εξίσου άτοπες. Αυτή η νέα ερμηνεία της ιστορίας της οικογένειας υπονομεύει επίσης τη θέση αυτών που φωνασκούν για λύσεις στην «κρίση της οικογένειας» επειγόντως. Ο Ντονζλώ αρνείται πεισματικά να προσφέρει εποικοδομητικές προτάσεις για αλλαγές. Αν τις προσφέρει, επιμένει ο ίδιος, σημαίνει πως αποδέχεται τις ιστορικές εικασίες πάνω στις οποίες βασίζεται η απαίτηση για πρακτικές λύσεις. Τι βγαίνει απ’ αυτή την απαίτηση, διερωτάται,
«όταν αμφισβητούμε τις εικασίες της και όταν αναλογιζόμαστε πως η ανάδυση της νεωτερικής οικογένειας και η επέκταση των οργανισμών “ψυχολογικής μέριμνας” είναι μια και μοναδική διαδικασία και που ως τέτοια δεν είναι ούτε κατ’ ελάχιστον πολιτικά αθώα;… Αντί να παρασυρόμαστε απ’ την αναζήτηση λύσεων στις προφανείς δυσφορίες που αναπτύσσονται γύρω και εντός της οικογένειας, θα πρέπει να αναρωτηθούμε: αυτή η ραγδαία εξάπλωση των δραστηριοτήτων “ψυχολογικής στήριξης” -η οποία πάει χέρι-χέρι με την κρίση της οικογένειας- για ποιο ακριβώς πρόβλημα συνιστούν τη λύση»;
Η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση θα έπρεπε πλέον να είναι ξεκάθαρη. Το πρόβλημα –η λύση του οποίου έχει ταλανίσει το κοινωνικό φαντασιακό τους δύο τελευταίους αιώνες– ήταν η αντικατάσταση μιας δυσφημισμένης πατριαρχικής αυθεντίας με μια νέα μορφή κοινωνικής πειθαρχίας που φρενάρει την ολική κυριαρχία του Κράτους. Αλλά αυτός ο νεός τρόπος μη-καταναγκαστικού, μη-αυταρχικού και εκμεταλλευτικού ελέγχου θέτει το δικό του είδος κινδύνου στους δημοκρατικούς θεσμούς που επιδιώκει να προφυλάξει. Κάπου εδώ η δική μου αντίληψη για την τρέχουσα κατάσταση ξεκινά να παρεκκλίνει απ’ αυτήν του Ντονζλώ. Αυτός βλέπει στους Φρόυντ και Κέυνς δυο σταθεροποιητές της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων. Προσπερνώντας από πλευράς μου την εγγύτητα που προσδίδεται στον Φρόυντ με τον «κηδεμονευτικό μηχανισμό», πράγμα που οφείλεται περισσότερο στους επικριτές και τους ρεβιζιονιστές του, νομίζω ότι ο Ντονζλώ αγνοεί την αστάθεια τόσο των κεϋνσιανών όσο και των ψυχιατρικών μεθόδων ρύθμισης.
Τα κεϋνσιανά οικονομικά βοήθησαν στον έλεγχο ορισμένων μακροχρόνιων προβλήματων του φιλελεύθερου καπιταλισμού αλλά δεν προσέφεραν μια μακροπρόθεσμη λύση, όπως όλοι μπορούμε να δούμε πλέον ξεκάθαρα. Το ίδιο πράγμα μπορούμε να πούμε ότι συνέβη και με τους θεραπευτικούς τρόπους κοινωνικού ελέγχου, οι οποίοι δημιουργούν νέες μορφές εξάρτησης και αποθαρρύνουν τη συμμετοχή στην πολιτική ζωή. Με αυτό τον τρόπο, απλοποιούν ορισμένα απ’ τα προβλήματα κοινωνικής πειθάρχησης αλλά την ίδια στιγμή κάνουν όλο και πιο δύσκολη για τους πολιτικούς ηγέτες την κινητοποίηση της δημόσιας στήριξης των πολιτικών τους προγραμμάτων, όταν προκύπτει αναγκαιότητα για κάτι τέτοιο. Η εκλογική «απάθεια», η λαϊκή αδιαφορία, ο κυνισμός και η εθνική «δυσφορία» για τις οποίες οι πολιτικοί ηγέτες εφιστούν την προσοχή μας, όλα μαζί μαρτυρούν τη διάβρωση των παλιότερων μηχανισμών λαϊκής συμμετοχής και την αναγωγή του πολίτη σε καταναλωτή εξειδικευμένων γνώσεων.
Ένα παθητικό, καχύποπτο και απολίτικο εκλογικό σώμα δεν μπορεί πλέον να αφυπνιστεί από εκκλήσεις για εθνική αλληλεγγύη. Οι ηγέτες που κάνουν κήρυγμα για θυσίες σε ένα τέτοιο εκλογικό σώμα απλώς χάνουν τον χρόνο τους. Σε μια κοινωνία που παραμένει τυπικώς δημοκρατική, οι άνθρωποι θα κάνουν θυσίες μόνο υπέρ πολιτικών προγραμμάτων στη διαμόρφωση των οποίων έβαλαν κι οι ίδιοι ένα χεράκι. Οι νέοι μηχανισμοί θεραπευτικού ελέγχου, παρ’ όλα αυτά, τείνουν να αποκλείουν τους ανθρώπους από την ενεργό συμμετοχή στην πολιτική ζωή ή από οποιαδήποτε άλλη απόφαση τους αφορά. Οι διευθυντές του θεραπευτικού Κράτους, έχοντας σε κάποιο βαθμό εξημερώσει έναν προηγουμένως επαναστατικό πληθυσμό, βρίσκονται τώρα αντιμέτωποι με μια πλήρη «κρίση αυτοπεποίθησης».
Στις προκριματικές εκλογές του 1980 στη Νέα Υόρκη, μια νοικοκυρά απ’ το Μανχάτταν εξηγούσε ότι επρόκειτο να ψηφίσει τον Κένεντι, δίχως να είναι στις προθέσεις της, επειδή είχε κουραστεί να ακούει απ’ τον πρόεδρο Κάρτερ για τις θυσίες που αναμένει ο τελευταίος απ’ αυτήν να κάνει στους καιρούς λιτότητας που έρχονται. «Μισώ τον Κάρτερ», είπε. «Ο Κάρτερ μου λέει ότι θα υποφέρω. Εγώ δεν θέλω να υποφέρω». Αυτή η δήλωση δραματοποιεί την «κρίση αυτοπεποίθησης» που αντιμετωπίζουν οι φιλελεύθεροι ηγέτες.
Οι προοπτικές για το φιλελεύθερο Κράτος, τόσο στη θεραπευτική όσο και στην κεϋνσιανή του μορφή, δεν είναι καλές. Στις μέρες που έρχονται, θα πρέπει είτε να υιοθετήσει ανοιχτά δικτατορικές μορφές ελέγχου είτε να δώσει χώρο σε ένα αληθινά πιο δημοκρατικό σύστημα. Εν τω μεταξύ, όσοι νοιάζονται για το «μέλλον της οικογένειας» καλά θα έκαναν να ακολουθήσουν τον δρόμο που χάραξε ο Ντονζλώ και να μην έχουν καμία σχέση με την επίσημη αναζήτηση μιας εθνικής πολιτικής για τις οικογένειες. Αυτό που χρειάζεται η οικογένεια είναι ένα πολιτικό σχέδιο που θα κρατήσει τους αξιωματούχους στη θέση τους.
ΜΕΡΟΣ Α’ και ΜΕΡΟΣ Β’
[13] Οι συγγραφείς της Αριστεράς το βρίσκουν σχεδόν αδύνατο να παρουσιάσουν ένα κείμενο πάνω στην οικογένεια χωρίς να επιτελέσουν αυτή την υποχρεωτική τελετουργία. «Γινόμαστε μάρτυρες μιας σημαντικής υποχώρησης του πειραματισμού [της δεκαετίας του ‘60]. Η πυρηνική οικογένεια επέστρεψε επωφελημένη, τόσο εντός της ευρύτερης κοινωνίας όσο και στο γυναικείο κίνημα. Αυτή η υποχώρηση καταγράφεται δεόντως στην ακαδημία» (Wini Breines, Margaret Cerullo, και Judith Stacey, “Social Biology, Family Studies, and Antifeminist Backlash” [Κοινωνική βιολογία, σπουδές για την οικογένεια και αντιφεμινιστικές αντιδράσεις], Feminist Studies, Φεβρουάριος 4, 1978, σ. 43). «Οι πατριαρχικές κοινωνίες έχουν ανέκαθεν συνδέσει την κοινωνική αποσύνθεση με τον γυναικείο ακτιβισμό… Πολιτικά μιλώντας, οι δυνάμεις που ήταν υπέρ της οικογένειας και κατά του φεμινισμού προέκυψαν από τις υποθέσεις που πραγματοποιήθηκαν γύρω απ’ τα ζήτηματα που θέτει η υπό πρόταση Διάσκεψη του Λευκού Οίκου πάνω στην Οικογένεια… Τόσο εντός της ακαδημίας όσο και εκτός αυτής, ο φεμινισμός έχει γεννήσει τέτοια δυσφορία όπου ο αντίλογος σ’ αυτόν επεκτείνεται από την περιφρόνηση μέχρι τις “βίαιες αντιδράσεις”» (Sandi E. Cooper, “Feminism and Family Revivalism” [Φεμινισμός και η αναβίωση της οικογένειας], Chrysalis, καλοκαίρι 1989, σσ. 58, 60-61).Ο Έλι Ζαρέτσκι ανοίγει ένα πρόσφατο άρθρο πάνω στο «Κράτος πρόνοιας και την οικογένεια» [“The Welfare State and the Family”] με παρόμοια διάθεση: «Μια εντυπωσιακή πολιτική εξέλιξη κατά τα τελευταία χρόνια ήταν η ανάδυση μιας ομοφωνίας υπέρ της οικογένειας σχεδόν από κάθε ομάδα που την αφορούσε το ζήτημα… Αυτή η σχεδόν ομόφωνη υποστήριξη της οικογένειας έχει το χαρακτηριστικό της επιστροφής του απωθημένου μετά από μια περίοδο αμφισβήτησης των παραδοσιακών ιδεωδών της οικογένειας… Το κάλεσμα για την “ενδυνάμωση της οικογένειας” ενσαρκώνει τη συντηρητική διάθεση του παρόντος».
Όλες αυτές οι ασκήσεις εντοπισμού των διαφόρων τάσεων χάνουν το ουσιώδες. Το «κάλεσμα για την ενδυνάμωση της οικογένειας» έρχεται από τους ίδιους τους επαγγελματίες θεραπευτές οι οποίοι ταύτισαν τους εαυτούς τους, μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, με τη ριζική κριτική της πυρηνικής οικογένειας. Δεν έχουν συγκεκριμένο συμφέρον σχετικά με την ερώτηση του εάν η «κρίση της οικογένειας» προέρχεται από την εμμονή της πατριαρχικής καταπίεσης των γυναικών ή από την κατάρρευση της πατριαρχίας. Το μόνο τους συμφέρον βρίσκεται στη δημόσια αναγνώριση μιας κρίσης η οποία μπορεί να επιλυθεί μόνο μέσω της δικής τους παρέμβασης. Οι επαγγελματίες σχολιαστές πάνω στην οικογένεια είναι επαγγελματίες διαχειριστές κρίσης, όχι ιδεολόγοι. Μπορούν πολύ εύκολα να προσαρμοστούν στις εναλλασσόμενες πολιτικές και δημοσιογραφικές μόδες.
[14] Όπως η Μαίρη Τζο Μπέιν (Here to Stay, Basic Books, 1976) και πολλοί άλλοι σχολιαστές, ο Ντέγκλερ ισχυρίζεται ότι το διαζύγιο δεν είναι περισσότερο διασπαστικό από τους πρώιμους θανάτους που συνήθιζαν να διασπούν την οικογενειακή ζωή. Αλλά η σημαντική ερώτηση είναι εάν τα παιδιά βιώνουν αυτές τις διασπάσεις με τον ίδιο τρόπο –πράγμα που φαντάζει απίθανο. Αντί να παραπέμψουν σ’ αυτό το αναλυτικό ερώτημα, οι περισσότεροι σχολιαστές βρίσκουν καταφύγιο στο κανονιστικό κλισέ ότι «από την οπτική γωνία των παιδιών», όπως το θέτει ο Ντέγκλερ, «το τέλος ενός δυστυχισμένου γάμου είναι πιθανόν προτιμότερο από το να ζει το παιδί σε ένα σπιτικό που χαρακτηρίζεται από ένταση και πικρία»».