ΜΕΡΟΣ B’ του κειμένου: Κρίστοφερ Λας, «Η ζωή στο θεραπευτικό Κράτος» (δημοσιεύτηκε στο 6ο τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα: Για την Αυτονομία και την άμεση δημοκρατία). Βλ. επίσης ΜΕΡΟΣ Α’ και ΜΕΡΟΣ Γ’.
Για μια καλύτερη κατανόηση αυτών των θεμάτων, πρέπει να στραφούμε προς τις μελέτες του Μισέλ Φουκώ και του Ζακ Ντονζλώ. Όπως τόσοι άλλοι γάλλοι διανοούμενοι, οι συγκεκριμένοι συγγραφείς δεν λαμβάνουν υπόψιν τους τις ιστορικές εξελίξεις έξω απ’ τη Γαλλία και δεν είναι καθόλου εξοικειωμένοι με την αγγλική ή την αμερικανική επιστημονική σκέψη. Παρ’ όλα αυτά οι μελέτες τους καλύπτουν ορισμένα από τα ζητήματα που πραγματεύεται ο Ντέγκλερ. Η ιστορία της σεξουαλικότητας (τόμ. 1): η δίψα της γνώσης (1978) του Φουκώ, όπως και το βιβλίο του Ντέγκλερ, ασχολείται με την παραδοσιακή άποψη ότι ο 19ος αιώνας περιέβαλε το σεξ με μια συνωμοσία σιωπής. Αλλά ο Φουκώ δεν κάνει το λάθος να υποθέσει πως οι συμπεριφορές του 19ου αιώνα ήταν συνεπώς πιο ανοιχτόμυαλες απ’ όσο έχουμε θεωρήσει ή ότι ανήγγειλαν τη σεξουαλική απελευθέρωση των καιρών μας –για την οποία, ούτως ή άλλως, δεν έχει κάνει και καμιά σύνοψη. Αμφισβητεί όχι μόνο τη καθιερωμένη εικόνα της σεξουαλικής καταπίεσης του 19ου αιώνα αλλά και την ίδια την ιδεολογία της σεξουαλικής απελευθέρωσης: «ας μην νομίζουμε πως λέγοντας ναι στο σεξ, λέμε όχι στην εξουσία».
Κατά τον Φουκώ, πρέπει να δούμε το κατόρθωμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης ως μια άλλη πτυχή της ιατρικοποίησης της ζωής, που δεν καταλήγει σε ένα πιο γνήσιο συναισθηματικό βίωμα, αλλά σε μια διεξοδική επιτήρηση και έναν πληρέστερο έλεγχο της σεξουαλικότητας. Η επέκταση της ιατρικής δικαιοδοσίας πάνω στο σεξ, που αντικατέστησε την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Παλαιού Καθεστώτος, ανήκει ιστορικά στην ανάπτυξη του πειθαρχικού συστήματος, όπως αναλύθηκε από το πρώιμο έργο του Φουκώ – Η ιστορία της τρέλας, Η γένεση της κλινικής, Επιτήρηση και τιμωρία. Σε εκείνες τις μελέτες, ο Φουκώ ισχυρίστηκε ότι η μεταρρύθμιση του ποινικού δικαίου, η «ηθική μεταχείριση» του τρελού και η κατάργηση των δημόσιων βασανιστηρίων δεν μπορούν να αποδοθούν απλώς στην επιρροή του φιλανθρωπισμού του 19ου αιώνα. Οι φιλανθρωπιστές του 19ου αιώνα, όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις τους, δημιούργησαν ένα πιο αποτελεσματικό και διεισδυτικό σύμπλεγμα κοινωνικού ελέγχου που βασιζόταν στη συστηματική παρατήρηση και επιτήρηση. Ομοίως, η έκθεση της σεξουαλικής ζωής στον εξονυχιστικό έλεγχο της επιστήμης συνέβαλλε όχι στην απελευθέρωση αλλά στην ορθολογικοποίηση της συναισθηματικής ζωής.
Σύμφωνα με τον Φουκώ, ήταν η ευφράδεια και όχι η σιωπή αυτό που χαρακτήρισε την προσέγγιση του σεξ τον 19ο αιώνα: η μετάφραση του συναισθήματος σε Λόγο. Οι γιατροί, όχι μόνο δεν καταπίεζαν την επίγνωση των σεξουαλικών ορέξεων, αλλά ενθάρρυναν τους ανθρώπους να μιλούν γι’ αυτές λεπτομερώς και ακόρεστα: «πρόκειται για μιαν ατελείωτη πολυλογία που απαίτησε και οργάνωσε ο πολιτισμός μας». Οι λεπτομέρειες της σεξουαλικής δραστηριότητας κατέληξαν να αποτιμώνται για τις γνώσεις που παρείχαν σχετικά με τη διαμόρφωση της προσωπικότητας, της παιδικής ανατροφής, της οικογενειακής ζωής αλλά και πάνω σε ευρύτερα προβλήματα δημόσιας υγιεινής.
Η ιατρική έχει πλέον επικυρώσει αυτό που οι αμερικανοί παρατηρητές ονόμασαν κανονιστικό πρόγραμμα ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης, τις παρεκκλίσεις του οποίου οι γιατροί προσπαθούν να διορθώσουν (και όχι να τιμωρήσουν) μέσω κατάλληλων παιδαγωγικών και φιλανθρωπικών μέτρων. Στη θέση των ηθικών κανόνων, η νέα μέθοδος της κοινωνικής πειθαρχίας αντιπαρέβαλε ένα σύνολο ιατρικών και ψυχολογικών κανόνων από τους οποίους τα ηθικά ερωτήματα καταδίκης και μομφής είχαν αυστηρώς εξαιρεθεί. Οι γιατροί, οι εγκληματολόγοι, οι φρενολόγοι και άλλα μέλη των ελευθέριων επαγγελμάτων –στους οποίους τον 20ό αιώνα προστέθηκαν οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι ψυχίατροι, οι παιδαγωγοί, οι σύμβουλοι γάμου, οι ειδικοί της παιδικής ανάπτυξης, οι παιδίατροι, οι επόπτες των δικαστικών αναστολών, οι δικαστές σε δικαστηρία ανηλίκων, εν συντομία το σύγχρονο σύστημα κοινωνικής επανένταξης– κυβέρνησαν την κοινωνία «με βάση όχι το δίκαιο αλλά την τεχνική, όχι τον νόμο αλλά την ομαλοποίηση, όχι τον κολασμό αλλά τον έλεγχο». Ο Φουκώ περιγράφει τις απαρχές και τη δυναμική αυτού που άλλοι (Φίλιπ Ριφ, Νίκολας Κίτρι) έχουν αποκαλέσει θεραπευτικό Κράτος.
Ο Φουκώ, προκειμένου να αναγνωρίσει τα χαρακτηριστικά στοιχεία της στάσης του νεωτερικού κόσμου απέναντι στο σεξ και να τα διακρίνει από προηγούμενες παραδόσεις, συγκρίνει την επιστημονική με την κλασική στάση και με την ανατολίτικης φιλοσοφίας «τέχνη του έρωτα», οι οποίες οργάνωναν τη σεξουαλική εμπειρία ως ένα σώμα καλά φυλαγμένων μυστικών που μεταφέρονται –όπως και άλλα ιερά μυστήρια– από τον δάσκαλο κάτοχο των μυστικών στον μαθητευόμενο. Ο αυθέντης μυούσε τον αρχάριο σε απόκρυφα μυστικά και καθοδηγούσε την πορεία του «με μιαν αλάθευτη γνώση κι αυστηρότητα».
Σύμφωνα με τον Φουκώ, η εξομολογητική ιεροτελεστία της Αντιμεταρρύθμισης αντιπροσώπευσε την πρώτη ρήξη με την αρχαία τέχνη του έρωτα. Όπως ο Αριές ανέγνωσε στην Αντιμεταρρύθμιση ένα νέο ενδιαφέρον γύρω από τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και την πειθάρχηση της παιδικής ηλικίας (και την πειθαρχία εν γένει), αλλά και ο ίδιος ο Φουκώ στο πρώιμο έργο του είδε τη «μεγάλη εγκάθειρξη» [10] του 17ου αιώνα ως την απαρχή μιας ενορχηστρωμένης προσπάθειας ένταξης της φτώχειας, του εγκλήματος και της τρέλας στο οργανωμένο πεδίο του Κράτους –το «νέο φάρμακο για τη φτώχεια» όπως το αποκάλεσε ο R.H. Tawney– έτσι και τώρα ο Φουκώ βρίσκει μια άλλη έκφραση αυτής της κοινωνικής ώθησης στη μεταρρύθμιση της Καθολικής τελετουργίας της Ομολογίας. «Από τον 16ο αιώνα κι έπειτα, αυτή η ιεροτελεστία αποσπάστηκε από το μυστήριο της μετάνοιας και μέσω της αγωγής των ψυχών και της καθοδήγησης της συνείδησης… μετανάστευσε προς την παιδαγωγική, προς τις σχέσεις μεταξύ ενηλίκων και παιδιών, τις οικογενειακές σχέσεις, την ιατρική και την ψυχιατρική». Η χριστιανική παράδοση του μετανοητικού αυτοελέγχου έγινε η βάση της σύγχρονης scientia sexualis, η οποία προσάρμοσε την «παλιά διαδικασία της Ομολογίας στους κανόνες του επιστημονικού Λόγου». Κατά τον 19ο αιώνα, «οι ίδιοι γιατροί που απέβλεπαν στον έλεγχο της ασθένειας μέσω της υποβολής της σε εξονυχιστική εξέταση, ήλπιζαν να διευθύνουν και να καθοδηγήσουν τη σεξουαλική δραστηριότητα μέσω των αναλυτικών Λόγων». Η ψυχαναλυτική εξομολόγηση αντιπροσώπευε μια μεταγενέστερη λειτουργία των ίδιων διαδικασιών.
Η αυξανόμενη αναγνώριση της σημασίας του σεξ στη διαμόρφωση της προσωπικότητας έθεσε νέες βάσεις όσον αφορά την εποπτεία της ανατροφής του παιδιού και της οικογενειακής ζωής από τους γιατρούς. Η οικογένεια του 19ου αιώνα έγινε ο βασικός μηχανισμός αυτού που ο Φουκώ αποκαλεί ανάπτυξη της σεξουαλικότητας. Οι γιατροί, υποβάλλοντας τη σεξουαλική παθολογία της οικογένειας σε ενδελεχή έρευνα, προσπάθησαν να αναχαιτίσουν την άνοδο της «σύγχρονης νεύρωσης», της σεξουαλικής διαστροφής, του αυνανισμού, της πορνείας, των αφροδισίων νοσημάτων, της σωματικής και ηθικής εξαχρείωσης. Η ίδια η οικογένεια, με την ενθάρρυνση των ειδικών, «ψάχνει να ανακαλύψει και τα παραμικρά χνάρια σεξουαλικότητας στους κόλπους της, αποσπάει από τον ίδιο της τον εαυτό ακόμα και τις πιο δύσκολες ομολογίες, εκλιπαρεί την ακρόαση όλων εκείνων που είναι σε θέση να ξέρουν πολλά και ανοίγεται πέρα για πέρα στον ατελεύτητο έλεγχο».
Ίσως επειδή η Ιστορία της Σεξουαλικότητας σχεδιάστηκε ώστε να είναι ο πρώτος από μια σειρά τόμων πάνω στο θέμα, ο Φουκώ δεν επεξεργάστηκε το θέμα της οικογένειας. Αλλά ο ακόλουθος και συνάδελφός του Ζακ Ντονζλώ έχει επεκτείνει τη φουκωική ανάλυση της νεωτερικής πειθαρχίας στο βιβλίο του Η αστυνόμευση των οικογενειών (1979). Η πρωτοτυπία της ανάλυσης του Ντονζλώ είναι εντυπωσιακή όταν συγκρίνεται με την λίγο πολύ κοινότοπη μεταχείριση περίπου παρόμοιων ζητημάτων από την πλευρά του Ντέγκλερ. Ο Ντονζλώ, όπως και o Ντέγκλερ, κατανοεί τις συνδέσεις μεταξύ της λατρείας της οικιακής ζωής του 19ου αιώνα, όπως είθισται να αποκαλείται από τους αμερικανούς διανοητές, και της χειραφέτησης των γυναικών. Βλέπει ότι «ο έλεγχος των γεννήσεων και η γυναικεία “ελευθερία” στηρίχτηκαν στον παλιό κοινωνικό προορισμό των γυναικών, στον ρόλο τους ως φορείς του πολιτισμού».
Αλλά βλέπει επίσης αυτό που διαφεύγει απ’ τον Ντέγκλερ: ότι ο ρόλος των γυναικών ως ιεραπόστολοι της κουλτούρας, που είναι στενά συνδεδεμένος με τον οικιακό τους εγκλεισμό αλλά που εξυπηρετεί ταυτόχρονα την απαίτηση για ευρύτερη κοινωνική επιρροή και για συμμετοχή στη δημόσια ζωή, ήταν σε κάποιο βαθμό προμελετημένη κατασκευή των γιατρών, στην προσπάθειά τους να κάνουν τις συζύγους και τις μητέρες παράγοντες της ιατρικής επιρροής (της ιατρικής «αποικιοποίησης» της οικογένειας). Ο Φουκώ, όπως έχουμε δει, αρνείται την κοινά αποδεκτή ερμηνεία της ηθικής προόδου του 19ου αιώνα, σύμφωνα με την οποία η άνοδος του φιλανθρωπισμού οδήγησε στην κατάργηση των δημόσιων βασανιστηρίων. Μια τέτοιου τύπου ερμηνεία της ιστορίας της οικογένειας έχει δοθεί και από άλλους ιστορικούς όπως οι Έντουαρντ Σόρτερ, Λώρενς Στόουν και Ντέγκλερ, οι οποίοι θεωρούν την ανάπτυξη της οικειότητας, την άνοδο του «συντροφικού γάμου», την ανοιχτόμυαλη στάση απέναντι στο σεξ και τον σεβασμό των παιδιών από τους γονείς τους ως τα θεμελιώδη συστατικά της οικιακής ζωής του 19ου αιώνα.
Παρόλο που ο Ντονζλώ δεν αντιπαρατίθεται στην ανωτέρω ερμηνεία ευθέως, την αποκηρύσσει εμμέσως στο βιβλίο του, κινούμενος πάνω στην ίδια λογική που οδήγησε τον Φουκώ να απορρίψει την ερμηνευτική προσέγγιση της σχολής των Ουίγων [11]. Η «ιδιωτικοποίηση» της οικογενειακής ζωής της αστικής τάξης, όπως την περιέγραψαν τόσο ο Αριές όσο και άγγλοι και αμερικανοί ιστορικοί που επηρεάστηκαν από την σκέψη του, πραγματοποιήθηκε ακριβώς τη στιγμή που άλλες δυνάμεις έθεταν την οικογένεια υπό την επιτήρηση και τον έλεγχο των γιατρών. Η μελέτη του Ντονζλώ είναι από τις πρώτες που ανταποκρίνεται και στις δύο πλευρές αυτής της εξέλιξης –αφενός, στη νέα αξία της ιδιωτικής ζωής και, αφετέρου, στην παραβίαση της τελευταίας από τον «κηδεμονικό μηχανισμό» του σύγχρονου Κράτους [12].
Η συμβατική ερμηνεία της ιστορίας της οικογένειας, όπως θεμελιώθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια, όχι μόνο παραβλέπει την ειρωνική κατάληξη των κατά τ’ άλλα καλοπροαίρετων μεταρρυθμίσεων (ορθολογικοποίηση της ιδιωτικής ζωής) αλλά αγνοεί επίσης τις ανταγωνιστικές κοινωνικές σχέσεις εντός των οποίων αυτές οι μεταρρυθμίσεις πήραν σάρκα και οστά. Η αστική λατρεία της οικιακής ζωής ορίστηκε ως τέτοια εναντίον της αριστοκρατικής απαίτησης για άδεια γάμου, αφενός, και της λαϊκής ανηθικότητας, αφετέρου. Υπό το Παλαιό Καθεστώς, το Κράτος βασίστηκε στην οικογένεια, ή ακριβέστερα, στο σύστημα των γαμήλιων συμμαχιών που έλεγχαν τη μεταβίβαση της περιουσίας. Οι φιλανθρωπιστές του 19ου αιώνα αντιτάχθηκαν στις παλιές ρυθμίσεις με τη δικαιολογία ότι οι γαμήλιες επιλογές θα έπρεπε να καθορίζονται από αναπαραγωγικούς και όχι από οικονομικούς σκοπούς. Ισχυρίστηκαν ότι η μέχρι πρότινος εκπαίδευση των γυναικών τις εκγύμναζε μονάχα για την τέχνη της ερωτικής έλξης αντί να τις προετοιμάζει για τη μητρότητα. Στα μάτια τους, το παλιό σύστημα των προσυμφωνημένων γάμων, όπου οι γυναίκες αντιμετωπίζονταν ως στολίδια και αντικείμενα γαμήλιας ανταλλαγής, προωθούσε την ακολασία και στα δύο φύλα, διαιώνιζε το περιβόητο «δύο μέτρα και δύο σταθμά» στη σεξουαλική ηθική μιας και καταδίκαζε με υποκριτικό τρόπο τις σεξουαλικές απρέπειες των γυναίκων ενώ τις ανεχόταν στους άντρες και οδήγησε στην άνοδο της πορνείας και των αφροδισίων νοσημάτων, που υπέσκαπταν την υγεία του έθνους. Κοντολογίς, το σύστημα της γαμήλιας ανταλλαγής διάβρωσε τη συνουσία και τον γάμο μέσω της υπαγωγής τους στην προώθηση ιδιωτικών σκοπών –στις οικονομικές και δυναστικές φιλοδοξίες της οικογένειας.
Επειδή η φιλανθρωπική κριτική του παραδοσιακού γάμου έθιξε τα ίδια ζητήματα που έθεταν και οι υπερασπιστές του ρομαντικού έρωτα, οι εκπρόσωποι για τα δικαιώματα των παιδιών, οι μεταρρυθμιστές της εκπαίδευσης και οι φεμινίστριες, είναι εύκολο να παραβλέψουμε τις υγιεινίστικες προθέσεις πίσω από τη μεταρρύθμιση του γάμου ή την επέκταση της αυθεντίας των γιατρών πάνω στην οικογενειακή ζωή. Οι γιατροί συμμάχησαν με τα αδύναμα μέλη της οικογένειας εναντίον της πατριαρχικής αυθεντίας. Προσπάθησαν να κάνουν τις γυναίκες παράγοντες μιας νέας ιατρικής ηθικής. Παρ’ όλα αυτά, στην «προνομιούχα συμμαχία μεταξύ γιατρού και μητέρας», η μητέρα παρέμεινε μια υποταγμένη σύμμαχος. Όπως το θέτει ο Ντονζλώ (ή τουλάχιστον ο μεταφραστής του), «ο γιατρός υπαγορεύει, η μητέρα εκτελεί».
Συνεπώς, η οικογένεια του 19ου αιώνα συγκροτήθηκε σαν ένα «θερμοκήπιο προστατευμένο από εξωτερικές δυνάμεις» αλλά υποκείμενη, την ίδια στιγμή, στην στενή επιτήρηση των γιατρών. Τα παιδιά κατάκτησαν την ανεξαρτητοποίησή τους από τον γονικό έλεγχο αλλά βρέθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, υπό τον έλεγχο του Κράτους. «Η οικογενειακή πατριαρχία καταστράφηκε μόνο με το τίμημα της πατριαρχίας του Κράτους».
Ο Ντονζλώ δείχνει ότι η καταστροφή του συστήματος των οικογενειακών συμμαχιών πήγε χέρι χέρι με την εξημέρωση των φτωχών, όπως θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε. Στις αρχές του 19ου αιώνα, γιατροί και κοινωνικοί λειτουργοί άρχισαν να υποστηρίζουν ότι τα κατώτερα στρώματα βρίσκονταν σε μια κατάσταση χρόνιας εξαχρείωσης εξαιτίας των παράτυπων γάμων, του μπασταρδέματος, της αιμομιξίας καθώς και άλλων μορφών σεξουαλικής ανηθικότητας και γι’ αυτό τον λόγο απέτρεπαν τους φτωχούς απ’ το να γίνουν βιομηχανικοί εργάτες και τους έκαναν να εξαρτώνται από τη δημόσια φιλανθρωπία. Οι μεταρρυθμιστές ήλπιζαν ότι θα οδηγούσαν τα κατώτερα στρώματα στην εγκράτεια και την οικονομική ανεξαρτησία μέσω των εύρυθμων λειτουργιών της οικιακής ζωής. Για άλλη μια φορά προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τη σύζυγο εναντίον του άντρα της και να μετατρέψουν τις γυναίκες σε διαιτήτριες της οικιακής ηθικής. Κατά τη διατύπωση του Ντονζλώ, αντικατέστησαν μια διακυβέρνηση των οικογενειών με μια διακυβέρνηση μέσω της οικογένειας.
Αυτές οι μεταρρυθμίσεις διέβρωσαν «τους λαϊκούς θύλακες που διασφάλιζαν την αυτονομία των δεσμών μεταξύ των γενεών». Τα σχολεία, οι υπηρεσίες κοινωνικής εργασίας και τα δικαστήρια ανηλίκων έθεσαν τις σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών υπό την επίβλεψη του Κράτους. Το εποπτικό σύστημα, όπως σημειώνει ο Ντονζλώ, «έθρεψε τη δυσπιστία μεταξύ των μελών [της οικογένειας]» ενώ εξάλειψε τη σχέση αντιπαλότητας μεταξύ παιδιού και δικαστηρίου δημιουργώντας μια κατάσταση στην οποία τα δικαιώματα της οικογένειας εξαρτώνταν από την προθυμία της να συνεργαστεί με τους μηχανισμούς επιβολής του νόμου. Το δικαστήριο ανηλίκων αντικατέστησε την τιμωρία με την πρόληψη και τη δικαστική απόφαση με την επιτήρηση. Η μεταχείριση των αδικημάτων του εφήβου ως συμπτώματα ενός άρρωστου οικιακού περιβάλλοντος δικαιολόγησε την έναρξη των ερευνών πάνω στην οικογενειακή ηθική από τους «τεχνικούς των ανθρώπινων σχέσεων», οι οποίοι απομάκρυναν το παιδί από το σπίτι του αν κρινόταν αναγκαίο και απαιτούσαν την συμμόρφωση των οικογενειών στις νέες αρχές της δημόσιας υγιεινής.
Οι γονείς που καλούσαν την αστυνομία ή τους κοινωνικούς λειτουργούς, με την ελπίδα ότι η εξωτερική παρέμβαση θα ισχυροποιούσε την αυθεντία τους πάνω σε ένα πεισματάρικο παιδί, διαπίστωναν αντίθετα ότι το παιδί μεταφερόταν στην αυθεντία των επαγγελματιών. «Ο δικαστής ανηλίκων, αφού εξετάζει τα αποτελέσματα της έρευνας [την περιπτωσιολογική αναφορά του κοινωνικού λειτουργού], αντί μιας επιθυμητής για τους γονείς επίπληξης αποφασίζει υπέρ μιας εκπαιδευτικής βοήθειας που έχει έναν εντελώς άλλο στόχο, μιας και φέρνει τον έφηβο στη σφαίρα του κηδεμονικού συμπλέγματος αποκόπτοντάς τον από την οικογενειακή αυθεντία και οδηγώντας τον σε μια κοινωνική αυθεντία, . . . όλα προκειμένου να τον αποτρέψουν απ’ το να μολύνει τα αδέλφια του έτσι ώστε οι γονείς του να καταστούν ικανοί στην αφοσίωση των νεότερων παιδιών τους».
Φυσικά, οι αρχιτέκτονες του δικαστηρίου ανηλίκων δικαιολόγησαν τις ενέργειές τους πάνω σε φιλανθρωπικές βάσεις. Ισχυρίστηκαν ότι αυτό θα έκανε το δικαστήριο φίλο του ανήλικου παραβάτη και σύμμαχο της οικογένειας. «Αλλά αυτά είναι ευσεβείς πόθοι», σύμφωνα με τον Ντονζλώ, «που κρύβονται πίσω από αιτίες πολύ λιγότερο “δημοκρατικές”». Η φιλανθρωπική παρέμβαση στην οικογένεια, όπως υποστηρίζει ο Ντονζλώ, ήταν μια «σκόπιμη στρατηγική αποπολιτικοποίησης». Υπό τον φόβο της ταξικής σύγκρουσης, η φιλανθρωπία ανήκε σε μια ευρύτερη προσπάθεια ελέγχου των φτωχών, αντιμετώπισης της σοσιαλιστικής προπαγάνδας και μετατροπής των πολιτικών διαδικασιών σε διοικητικές. Οι μεταρρυθμιστές σχεδίασαν έναν νέο τρόπο της οικιακής ζωής ως εναλλακτική τόσο του πατερναλισμού του Παλαιού Καθεστώτος, ο οποίος έκανε τις κατώτερες τάξεις να εξαρτώνται από την ελεημοσύνη και τη noblesse oblige [υποχρεωτική ευγένεια], όσο και του σοσιαλισμού. Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, οι υγιειονομικές και οι πολιτικές ευαισθησίες ήταν «αδιαχώριστες».
Σύμφωνα με τον Ντονζλώ, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τα διακριτά χαρακτηριστικά της νεωτερικής «συντροφικής» οικογένειας θα πρέπει να την αντιληφθούμε ως μια φιλελεύθερου τύπου λύση στα προβλήματα της βιομηχανικής κοινωνίας –και πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά την αντιμετώπιση των αναταραχών στη βιομηχανική κοινωνία χωρίς την ανάγκη δημιουργίας ενός παντοδύναμου αυταρχικού Κράτους. Οι φιλελεύθεροι στη Γαλλία (όπως και σε άλλες χώρες) προσπάθησαν να κινηθούν μεταξύ των συντηρητικών πατερναλιστών, οι οποίοι υποστήριξαν την οικογένεια ως τη βάση της κοινωνικής τάξης πραγμάτων και έβλεπαν οποιαδήποτε αλλαγή ως απειλή για την ακεραιότητα της οικιακής μονάδας, και των σοσιαλιστών, οι οποίοι ήθελαν να αντικαταστήσουν το ρόλο του γονέα με το Κράτος. Τελικά, υπερφαλάγγισαν τους αντιπάλους τους δημιουργώντας ένα θεραπευτικό Κράτος το οποίο άφησε την οικογένεια, κατά το μάλλον ή ήττον, ανέπαφη, υποβάλλοντάς την όμως σε ασταμάτητη εποπτεία.
Ο νέος εξοπλισμός της θεραπευτικής παρέμβασης μεσολάβησε μεταξύ «οικογενειοκρατικών» και σοσιαλιστικών στρατηγικών και τελικώς τις κατέστησε αμφότερες απαρχαιωμένες. Οι αντιπαραθέσεις που έζωσαν τον θεσμό της οικογένειας στις αρχές του 19ου αιώνα αφήνουν πλέον μια αρχαϊκή αίσθηση (παρά την αναβίωσή τους τη δεκαετία του 1970). Δεν μπορούμε πλέον να πάρουμε πολύ στα σοβαρά είτε την κατακραυγή για την αυτογενοκτονία (race suicide) και την επικείμενη εξαφάνιση της οικογένειας είτε, απ’ την άλλη, την ιατρική ουτοπία του σοσιαλισμού που οραματίστηκε τον ολικό έλεγχο της αναπαραγωγής από το Κράτος. Η σύγχρονη οικογένεια στη Δύση δεν είναι ούτε πατριαρχική, ούτε σοσιαλιστική. Είναι μια «προηγμένη φιλελεύθερη οικογένεια», σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ντονζλώ, που εξυπηρετείται από έναν «μικρό στρατό συμβούλων και ψυχολόγων» οι οποίοι ούτε «αναθέτουν σε κάποιον, δικτατορικά, την οικογενειακή ζωή», ούτε «σκοπεύουν να την καταστρέψουν».
Ο θρίαμβος της θεραπευτικής πίστης, όπως την αποκάλεσε ο Φιλιπ Ριφ, έχει προμηθεύσει το φιλελεύθερο Κράτος με ένα νέο σύστημα έμμεσων ελέγχων το οποίο συντηρεί την εικόνα ή και ακόμα κάποια απ’ την πραγματικότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας –τόσο στην οικογένεια, όσο και στην οικονομία– εντός μιας ευρύτερης δομής επαγγελματικής επίβλεψης. Υπ’ αυτή την έννοια, σύμφωνα με τον Ντονζλώ, ο Φρόυντ αποδείχτηκε ότι είναι ο Κέυνς της οικογένειας. Αυτό που περιγράφει ο Ντονζλώ ως ψυχαναλυτική οπτική –αλλά θα ήταν καλύτερο να περιγραφεί ως «σχεσιακή μανία», κοινή τόσο στη συμπεριφορική όσο και στην ανθρωπιστική ψυχολογία, και λίγο έχει να κάνει με την ψυχανάλυση ως τέτοια– παρέχει μια νέα ηθική, η οποία κατηγορεί «τίποτα συγκεκριμένα και τα πάντα γενικώς». Ο θεραπευτικός μηχανισμός υποτάσσει την οικογένεια στους «μηχανισμούς κοινωνικής επιτήρησης» σε αντιδιαστολή με την άμεση παρέμβαση του Κράτους. Σώζει την «αναφορά στην οικογένεια χωρίς την οποία ο “κτητικός ατομικισμός” δεν έχει λειτουργικές δυνατότητες», διατηρεί όμως ένα άγρυπνο βλέμμα πάνω στην παθολογία της πυρηνικής οικογένειας αναζητώντας την απελευθέρωση των ατόμων από τις υπέρμετρες συναισθηματικές απαιτήσεις της. Κοντολογίς, αφήνει την οικογένεια «συνεχώς “δικαιολογημένη” στη θεωρία και συνεχώς ύποπτη στην πράξη».
Συνέχεια στο ΜΕΡΟΣ Γ’
[10] Σ.τ.μ.: Σ’ αυτό το σημείο ο Λας αναφέρεται στο δεύτερο κεφάλαιο («Η μεγάλη εγκάθειρξη») του βιβλίου του M. Φουκώ, Η ιστορία της τρέλας (1961), μτφρ. Φ. Αμπατζοπούλου, Αθήνα, Ηρίδανος, 2004.
[11] Σ.τ.μ.: Εδώ ο Λας εννοεί τη φιλοσοφία της ιστορίας η οποία θεμελιώθηκε από τους Άγγλους φιλελεύθερους (Whigs). Σύμφωνα με τη λογική των Ουίγων, η ανθρώπινη ιστορία κινείται προοδευτικά και με ντετερμινιστικό τρόπο προς την κατεύθυνση της ανθρώπινης χειραφέτησης και του πνευματικού διαφωτισμού. Κεντρικά σημεία για την ερμηνεία της ιστορίας από πλευράς των Ουίγων, αλλά και από πλευράς των επιγόνων τους –όπως οι Σόρτερ, Στόουν και Ντέγκλερ στους οποίους άλλωστε ασκεί και ο Λας κριτική εξαιτίας των φιλοσοφικών καταβολών της ιστοριογραφίας τους–, είναι ο κοινοβουλευτισμός, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η φιλελεύθερη διακυβέρνηση και η επιστημονική πρόοδος. Αυτό όμως ταυτοχρόνως, όπως εξηγεί και ο ίδιος ο Λας, δείχνει και τον περιορισμένο ορίζοντα που θέτει η ίδια η μέθοδος των Ουίγων στην καταγραφή και αφήγηση της ανθρώπινης ιστορίας, καθώς ερμηνεύει ως «πρόοδο» τα αναπόφευκτα αποτελέσματα των φιλελεύθερων και φιλανθρωπικού τύπου μεταρρυθμίσεων που δεν συνιστούν τίποτα άλλο παρά «θεραπευτικές μορφές ελέγχου».
[12] Ο Ρίτσαρντ Σέννετ, σε μια βιβλιοκριτική της Αστυνόμευσης των οικογενειών (The New York Times Book Review, Φεβρουάριος 24, 1980), ισχυρίζεται ότι βρίσκει μια «απόκλιση» μεταξύ της ερμηνείας του Ντονζλώ για την ιστορία της οικογένειας και αυτής που έδωσα εγώ στο Λιμάνι σε έναν άκαρδο κόσμο. «Για τον κ. Λας, η ιστορία της σύγχρονης αστικής οικογένειας είναι μια ιστορία του Κράτους που «εισβάλλει» στον θεσμό της οικογένειας μέσω προνοιακών γραφειοκρατιών, ψυχιατρικών ελέγχων και άλλων επαγγελματικών οργάνων. Για τον κ. Ντονζλώ, η εικόνα της εισβολής είναι λάθος. Από τα μέσα του 18ου αιώνα, όπως υποστήριζει ο Ντονζλώ, το Κράτος έχει παίξει ενεργό ρόλο στη δημιουργία των μορφών της οικογενειακής ζωής όπως την ξέρουμε σήμερα». Δεν έχω ιδέα τί θα μπορούσε να σημαίνει η τελευταία πρόταση. Αυτό πάντως που με ανησυχεί, είναι ότι οι αναγνώστες της βιβλιοκριτικής του Σέννετ θα έχουν την εντύπωση ότι ο Ντονζλώ αποκηρύσσει ρητά τις εικόνες της εισβολής και απέχει απ’ το να χρησιμοποιεί αυτές τις εικόνες στο έργο του. Στην πραγματικότητα, ο Ντονζλώ αναφέρεται κατ’ επανάληψη στην «αποικιοποίηση» της οικογένειας από τους επαγγελματίες βοηθούς, καθώς και στην «πλήρη διείσδυσή» τους στην οικογένεια, στον «ακατάπαυστο τεχνοκρατικό παρεμβατισμό» τους, στη «συνεχή επιτήρηση» που ασκούν πάνω στην οικιακή ζωή, στην «επέκταση του ιατρικού ελέγχου» και στη «μεταβίβαση της κυριαρχίας» από την οικογένεια προς ένα διορθωτικό σύστημα που «δεν σταματά ποτέ να διογκώνεται». Δεν ξέρω γιατί ο Σέννετ προτιμά την αόριστη και στείρα διατύπωση του «ενεργού ρόλου», αλλά αυτοί οι ευφημισμοί δεν παίζουν κανένα ρόλο στον απολογισμό του Ντονζλώ.Όπως και άλλοι απρόσεχτοι αναγνώστες, ο Σέννετ βλέπει στο έργο μου ένα «είδος νοσταλγίας για τις αρετές της αστικής οικογένειας του 19ου αιώνα», ενώ αντίθετα ο Ντονζλώ, όπως μας λέει ο Σέννετ, «δε νιώθει τέτοιες τύψεις». Ίσως και να μη νιώθει˙ αλλά περιγράφει με σαφήνεια, σε αρκετά αποσπάσματα, τον νεωτερικό ορισμό της ελευθερίας ως απελευθέρωσης από τους οικογενειακούς δεσμούς και ως αναζήτησης διακριτικών, χαλαρών και μη νευρωτικών σχέσεων οι οποίες είναι απαλλαγμένες απ’ τη συναισθηματική αμφιθυμία που προκαλούν οι οικογενειακές σχέσεις. Η σύγχρονη θεραπευτική αντίληψη, μας λέει ο Ντονζλώ, θεωρεί συναισθηματική «ωρίμανση όχι την αποδοχή μιας κληρονομιάς ή μιας μοίρας, αλλά την αποσύνθεση της σημασίας της οικογένειας, την απόδραση από τους πόθους της, την απελευθέρωση από την κτητικότητα των γονέων». Είναι η ιστορική ακρίβεια αυτών των ισχυρισμών –και παρόμοιων ισχυρισμών στο δικό μου έργο– που είναι, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι, το θέμα μας. Αφήνω σε άλλους το βαρυσήμαντο ερώτημα του κατά πόσο αυτοί οι ισχυρισμοί ενθαρρύνουν μια πολιτικά ψυχοφθόρα «νοσταλγία» του Παλαιού Καθεστώτος.