Η ανθρωπότητα έχει τρελαθεί.
Η ανασφάλειά της έχει χτυπήσει κόκκινο.
Η ανθρωπότητα δεν τρέμει τίποτε περισσότερο
απ’ τον ίδιο τον εαυτό της.
(Ο Ιμμάνουελ Καντ του Τόμας Μπέρνχαρντ)
Είναι πρόδηλο ότι τα τελευταία έτη υπάρχει ένας σχετικός πληθωρισμός απόψεων γύρω απ’ την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το σχετικό ενδιαφέρον μιας όλο και μεγαλύτερης μερίδας των ευρωπαϊκών πληθυσμών ίσως και να αποδεικνύει πως η ΕΕ μπαίνει σε τροχιά περαιτέρω ενοποίησης που δεν αφορά πλέον μόνο ζητήματα καταναλωτικής υφής, αλλά διεισδύει όλο και πιο άμεσα σε στρατηγικούς τομείς χάραξης πολιτικής – κάτι που μέχρι πρότινος θεωρούνταν προνομιακό πεδίο του εκάστοτε έθνους-κράτους. Αν θα μπορούσε να γίνει μια ταξινόμηση του δημοσίου λόγου, ειδικότερα στην εγχώρια πολιτική σκηνή, δύο είναι οι κύριες τάσεις που διακρίνονται μέσα απ’ την αντιπαράθεση: αφενός, ένας ταυτοτικός ευρωπαϊσμός που συσπειρώνει διαχρονικά τους φιλελεύθερους μαζί με την ανανεωτική και την ευρωκομμουνιστική Αριστερά, και ερμηνεύει την παραμονή της Ελλάδας στην ΕΕ ως ζήτημα υπαρξιακής πληρότητας· αφετέρου, ένας αντιευρωπαϊκός λαϊκισμός που, τόσο στην αριστερή όσο και στη δεξιά του εκδοχή, περιορίζεται στο να ελεεινολογεί τη νέα τάξη πραγμάτων και να προωθεί μια αντι-ιμπεριαλιστική καταγγελία στις προσπάθειες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, χωρίς φυσικά να επεξεργάζεται ένα διαφορετικό πρόγραμμα συνολικού σχεδιασμού.
Καθώς όμως η δημόσια συζήτηση τοποθετείται σε τέτοιες βάσεις ώστε να εξαντλείται στην προσπάθεια ιδεολογικής υπεροχής της μιας τάσης έναντι της άλλης, το αποτέλεσμα είναι να διαφεύγουν από αμφότερες τις πλευρές οι ρίζες μιας σειράς δομικών προβλημάτων που σηματοδοτούν τις κύριες αιτίες που η ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση, αργά ή γρήγορα, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Μια τέτοια εξέλιξη θα λάβει χώρα είτε στην περίπτωση αυτοδιάλυσης της Ένωσης επειδή κυρίως τα ισχυρά κράτη-μέλη θα την κρίνουν ως άχρηστη προκειμένου να προωθούν τα συμφέροντά τους, είτε στην περίπτωση που η διαδικασία ολοκλήρωσης ναι μεν θα προχωρήσει και στο πολιτειακό σκέλος αλλά θα πάρει άλλη μορφή και, επομένως, θα είναι το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που θα όφειλε να είναι σύμφωνα με τις αφετηριακές επιδιώξεις του εγχειρήματος, πράγμα που σημαίνει και την εσωτερική κατάρρευση της διαδικασίας ομοσπονδοποίησης απ’ τον ηγεμονισμό. Γι’ αυτούς τους λόγους, οι αναταράξεις του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου και της διακρατικής πορείας προς την πολιτική ολοκλήρωση είναι εξίσου κρίσιμης σημασίας διαδικασίες αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη διάλυση του κοινωνικού συμβολαίου στο κρατικό επίπεδο.
Σε κάθε περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα άνευ περιεχομένου περίβλημα όπως μαρτυρούν οι τελευταίες δεκαετίες, των οποίων οι αντιφάσεις συμπυκνώνονται με ραγδαίο τρόπο από την έκρηξη της κρίσης κι έπειτα. Μέχρι στιγμής και μέχρι νεωτέρας, το κύριο και άλυτο πρόβλημα είναι αυτό που αφορά στον τρόπο διακυβέρνησης της Ένωσης. Μάλιστα, μάλλον το καντιανών καταβολών όραμα περί «αιώνιας ειρήνης» που προσπάθησε να εκφράσει ο ευρωπαϊκός πολιτισμός μέσα από τη δημιουργία μιας υπερεθνικής κοινότητας αρχίζει να ξεθωριάζει και ίσως να φτάνει και στο ιστορικό του όριο – ή τουλάχιστον αυτό που φαίνεται είναι η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, καθώς προχωράει, να μην επιτελείται στη βάση του «ευρωπαϊσμού», μιας κοινής πολιτικής κληρονομιάς, της κανονιστικής ενσάρκωσης της ειρηνικής συμβίωσης και της ήπιας ένωσης κρατών όπου το καθένα είναι έτοιμο να θυσιάσει τα κυριαρχικά του δικαιώματα εις το όνομα της Ευρωπαϊκής Ιδέας, αλλά στη ρεαλιστική βάση της πολιτικής ισχύος, των πειθαναγκασμών, των απειλών και της διαλεκτικής «αφέντη – δούλου». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι ασήμαντο ως τέτοιο, καθώς είναι η πρώτη ίσως προσπάθεια στην πιο αιματηρή ήπειρο της υφηλίου να διευθετηθεί με διευρυμένο τρόπο το ζήτημα των ενδοκρατικών ανταγωνισμών και της κούρσας των εξοπλισμών που η ευρωπαϊκή παράδοση αποδεικνύει περίτρανα ότι πάντα κορυφώνεται στον πόλεμο. Όμως, η pax europaea της εποχής μας όσο δεν καταφέρνει να εξοβελίσει την καχυποψία και την ανασφάλεια είναι και θα παραμείνει θνησιγενής και η διαρκής παράταση που δίνεται στο να έρθουμε αντιμέτωποι μ’ αυτήν την πραγματικότητα δεν αναιρεί, ούτε μετριάζει τη κρίση διακυβέρνησης.
Συνυπολογίζοντας τη διεθνή αναρχία και την «έμφυτη» ροπή του Κράτους προς τον ανταγωνισμό και την ηγεμονία, τέσσερα είναι τα βασικά σημεία της διακυβερνητικής κρίσης στους κόλπους της ΕΕ που διαβεβαιώνουν μέσα από την αλληλεπίδρασή τους και τη μελλοντική της αποτυχία:
Πρώτον, το ιδεολογικό έλλειμμα της Ένωσης, ήτοι το γεγονός ότι είναι μέχρι στιγμής αδύνατο να καθοριστεί ένα πλαίσιο, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντικείμενο συλλογικής κάθεξης, των λόγων που η ενοποίηση θα έπρεπε να στηριχτεί ενεργά απ’ τη βάση των ευρωπαϊκών λαών και με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή η λαϊκή βάση να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της. Η απουσία στους κόλπους της ευρωπαϊκής οικογένειας αυτής της οντολογικής έρεισης των ανθρώπων για νόημα επικαλύπτεται από τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι σήμερα διαμέσου του οικονομισμού, δηλαδή της αντίληψης ότι η διαδικασία ομοσπονδοποίησης θα πραγματοποιηθεί μέσω της αυτόματης εκχείλισης της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης στους πολιτικούς θεσμούς.
Και πράγματι, οι μόνοι λόγοι που προσπαθούν να δικαιολογήσουν την παραμονή μιας χώρας στην Ε.Ε. είναι αμιγώς οικονομικοί, σε τέτοιο σημείο ώστε να κρίνεται ως πρόοδος μια ενδεχόμενη παραχώρηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας προς όφελος της συμμετοχής υπό οποιουσδήποτε όρους σε μια ισχυρή οικονομικά ζώνη. Αν αφήσουμε κατά μέρος τον υστερικό καταναλωτισμό που η απώλειά του λειτουργεί ως μορφή απειλής εκ μέρους της «σκεπτόμενης» φιλελεύθερης ελίτ προς τους πληθυσμούς, η πιο σοβαροφανής ίσως δικαιολόγηση του πρωτείου του οικονομικού έναντι του πολιτικού, ιδιαίτερα όσον αφορά στο ζήτημα της αιώνιας ειρήνης, πηγάζει απ’ τον μερκαντιλισμό ο οποίος θεωρεί πως οι δραστηριότητες θα πρέπει να στραφούν προς τις εμπορικές σχέσεις, εφόσον το εμπόριο παρουσιάζεται ως μια ήπια, εξευγενισμένη και εκπολιτισμένη πρακτική σε αντίθεση με την βάρβαρη και πολεμοχαρή «υψηλή» πολιτική. Πάντως, η μερκαντιλιστική πεποίθηση δεν δικαιώνεται απ’ την ιστορία και προσκρούει στην πραγματικότητα του συσχετισμού δυνάμεων στο διεθνές επίπεδο και της τάσης των εθνών-κρατών για μεγιστοποίηση του συμφέροντος τους ακόμα και εις βάρος της διεθνούς συνεργασίας όταν η ισχύς τους τούς το επιτρέπει. Η αναγνώριση του γεγονότος ότι το οικονομικό είναι πάντα το μέσο και δεν θα μπορέσει ποτέ να υποκαταστήσει τους σκοπούς, παρά μόνο να τους συγκαλύπτει, αποτελεί και τη θεμελιακή προϋπόθεση έναρξης του δημοσίου διαλόγου σε πραγματικά πολιτικές βάσεις.
Δεύτερον, και σε άμεση συνάρτηση με το «ιδεολογικό έλλειμμα», βρίσκουμε την απουσία της πολιτικής κοινότητας η οποία θα καταστεί αναγκαία και ικανή συνθήκη ώστε να σηκώσει το βάρος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και να της προσδώσει φαντασιακή νομιμοποίηση μέσω της έκφρασης μιας ευρωπαϊκής γενικής βούλησης. Φυσικά, πολιτική κοινότητα σημαίνει καταρχήν και κατ’ ουσίαν νομιμοποιημένη εξουσία που ασκείται μέσα σε ένα σαφές θεσμικό υπόβαθρο από ένα συλλογικό υποκείμενο το οποίο αυτοχαρακτηρίζεται ως η πηγή της. Σε αντίθεση λοιπόν με τις Η.Π.Α. όπου η ομοσπονδοποίηση των πολιτειών ήρθε ως επιστέγασμα του ξεπεράσματος των τοπικών εχθροτήτων Βορρά – Νότου μέσα από την επίκληση του αμερικανικού έθνους, στην Ευρώπη διαπιστώνουμε ότι κάτι τέτοιο είναι ακατόρθωτο. Διακοσίων χρόνων εθνικισμοί είναι δύσκολο να ποδοπατηθούν από μια «από τα πάνω» οικονομική και θεσμική ενοποίηση και ίσως τελικά να υπάρχουν πολύ πιο σοβαροί λόγοι που οι πολίτες ζητούν μια στέγη εθνικού προστατευτισμού απ’ τις κλασικές κουλτουραλιστικές και ψυχολογίστικες αιτιολογίες των φιλελεύθερων περί «αρχαϊσμού», «επαρχιωτισμού», «νοσταλγίας» και «μελαγχολίας».
Μάλιστα, οι τελευταίες εξελίξεις επιβεβαιώνουν ούτως ή άλλως τη στρατηγική χρήση του εθνικισμού τόσο απ’ τα ισχυρά κράτη προκειμένου να συμμορφωθούν τα ανίσχυρα, όσο και απ’ τα ανίσχυρα κράτη προκειμένου να εισακουστούν οι ανάγκες τους που δεν μπορούν να συμβαδίσουν με τους επιταχυνόμενους ρυθμούς της άτυπης κηδεμονικής συγχώνευσης των πολιτικών και οικονομικών διαδικασιών. Εφόσον οι πολίτες της Ένωσης διακρίνονται σε φορολογούμενοι διαφορετικών κρατικών προϋπολογισμών είναι εύλογο να προτάσσουν ως κοινό συμφέρον κυρίως το εθνικό και όχι το ευρωπαϊκό. Όπερ, η διαρκής διαμαρτυρία ότι δεν μπορούν οι πολίτες των χωρών του Βορρά να θυσιάσουν τη σχετική οικονομική ευμάρεια που τους παρέχει το Κράτος τους και να πληρώνουν διαρκώς την οικονομική αποτυχία των χωρών του Νότου δείχνει πως ενώ το εθνικό συμφέρον θα έπρεπε «ιδεατά» να φαντάζει ως μερικότητα μπρος στο ευρωπαϊκό αγαθό, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Τουναντίον, όσο πιο πολύ προχωρά τις τελευταίες δεκαετίες η διαδικασία ολοκλήρωσης τόσο περισσότερο τονώνεται ο εθνικός κατακερματισμός.
Η μόνη προσπάθεια που πραγματοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια πάνω σ’ αυτό το ζήτημα είναι η συγκρότηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας ως «προνομία» σε σχέση με τη μη-ευρωπαϊκή ταυτότητα, δηλαδή η διευκόλυνση των υπηκόων της ΕΕ στο να μετακινούνται με σχετική άνεση εντός των τειχών της Ένωσης για εργασιακούς, καταναλωτικούς και τουριστικούς λόγους. Όμως, το πέρασμα από τα «δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη» στα «προνόμια των υπηκόων» δείχνει μια βαθιά διαστρέβλωση της έννοιας του «Ευρωπαίου πολίτη» όπου θα μπορούσε να στηριχτεί το ευρωπαϊκό εγχείρημα, η οποία στερείται κάθε νοήματος εφόσον δεν πηγάζει από μια κοινωνική τελικότητα και πολιτική αυτοπραγμάτωση, αλλά από μια εφήμερη διευθέτηση των ιδιωτικών προβλημάτων και υλικών απολαύσεων του κάθε ατόμου. Η κάλυψη όμως των καταναλωτικών αναγκών δεν είναι παρά ένα δευτερεύον στοιχείο της πολιτικής ζωής και είναι αδύνατον να μακροημερεύσει μια συναίνεση εντελώς ετερόκλητων οντοτήτων μονάχα σ’ αυτήν – κάτι που γίνεται ολοένα και πιο εμφανές μέσα στις συνθήκες οικονομικής και πολιτικής πειθάρχησης που επιβάλλονται στα κράτη-μέλη που αδυνατούν να τηρήσουν τους δημοσιονομικούς στόχους. Συν τοις άλλοις, η εξατομίκευση στο κοινωνικό πεδίο είναι τόσο άγρια, και εδώ ίσως να φαίνεται η επίδραση των από τα κάτω σ’ αυτό το αντιδημοκρατικό consensus, ώστε να φαντάζει η ΕΕ ως μια civitas maxima μόνο και μόνο εξαιτίας αυτών των ιδιωτικού τύπου μικρο-εγγυήσεων, σε τέτοιο σημείο ώστε να προκρίνεται μια ιδιόμορφη εθελοδουλεία που σιγά-σιγά αντικαθιστά την παραδοσιακή αντίληψη περί ελευθερίας, ακριβώς επειδή είναι σχεδόν αδιανόητο πλέον το ενδεχόμενο ενός αυτοπεριορισμού των υλικών και τεχνικών δυνάμεων προκειμένου να εκδιπλωθούν και να αναπτυχθούν οι δυνατότητες του πολιτικού αυτοκαθορισμού και της αυτοκυβέρνησης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Τρίτον, το γεγονός ότι η ίδια η θεσμική οργάνωση της Ε.Ε. πιθανότατα, για ευνόητους λόγους, δεν θα τροποποιηθεί αισθητά (κάτι που φάνηκε με τη Συνθήκη της Λισαβόνας) ακόμη και μπρος στο ενδεχόμενο δημιουργίας μιας νέας πολιτειακής δομής, συνιστά ένα ακόμη βασικό συστατικό του διακυβερνητικού αδιεξόδου προς την ομοσπονδιακή ολοκλήρωση. Στον βαθμό που δεν διαφαίνεται έτοιμο το Κράτος να απεκδυθεί όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που το έχουν διαμορφώσει κατά την ιστορική του εξέλιξη, παρά μόνο αυτό που πρακτικά μπορεί να συμβεί είναι να απορροφηθούν ορισμένα έθνη-κράτη από τις ηγεμονικές τάσεις άλλων υπό τη σκέπη της πολιτικής ένωσης, αυτό έχει ως αποτέλεσμα όλο το θεσμικό υπόβαθρο της ΕΕ να υποκύπτει στις εντολές των κρατών-μελών και επομένως να φαντάζει απλώς ως διαιτητής των ενδοκρατικών ανταγωνισμών και διεκπεραιωτής των εφαρμογών που επιβάλλει αυτός που έχει με το μέρος του το κύρος και το ξίφος. Μέσα σ’ αυτήν την πολιτική κατάσταση, η λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών συνεισφέρει ως ορμητήριο για τον συσχετισμό δυνάμεων και όχι ως όργανο αντιπροσώπευσης μιας ευρωπαϊκής λαϊκής κυριαρχίας.
Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο δηλαδή ότι απέχουμε πολύ απ’ τη φαντασίωση της θέσμισης μιας ΕΕ στις βάσεις της υποχώρησης της πολιτικής ισχύος του Κράτους προς όφελος της υπερεθνικής αλληλεγγύης. Η πρόσφατη εμπειρία στο επίπεδο των αποφάσεων αποδεικνύει περίτρανα πως η θεσμοθετημένη αλληλεγγύη απαιτεί ανταλλάγματα, πράγμα που σημαίνει πως παύει αυτομάτως να είναι αλληλεγγύη διότι χάνει το κατ’ εξοχήν οντολογικό της χαρακτηριστικό – το να προσφέρεται χωρίς ανταλλάγματα. Η μετακύλιση απ’ τη λογική της αλληλεγγύης των ισχυρών κρατών προς τα ανίσχυρα στη λογική της αυτοβοήθειας και της εξωτερικής βοήθειας με ανταλλάγματα όπου η πρώτη φαντάζει αδύνατη, όπως στην περίπτωση των κρατών-μελών του Ευρωπαϊκού Νότου, αναδεικνύει και τη μεταστροφή της διαδικασίας πολιτικής ολοκλήρωσης όπου αντί να θεμελιώνεται στην εθελούσια σύμπραξη ισότιμων εταίρων θα πραγματοποιηθεί τελικά μέσα από την ηγεμονική επικράτηση του γερμανικού παράγοντα και την εθελούσια απαλλοτρίωση της ανεξαρτησίας των υπολοίπων. Η στροφή απ’ την κατανομή της ευημερίας στην κατανομή των βαρών δημιουργεί μια «Ευρώπη δυο ή περισσοτέρων ταχυτήτων», όπου η άνιση ανάπτυξη πλέον θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη προκειμένου να εμπεδωθεί ο παραγκωνισμός της διανεμητικής δικαιοσύνης και να διατηρηθεί η αρχή της ανισότητας των κρατών-μελών κατά τη διαδικασία ολοκλήρωσης. Φυσικά, αυτή η εξέλιξη μαρτυρά την κιβδηλότητα της ίδιας της διαδικασίας ομοσπονδοποίησης της ΕΕ, εφόσον προκειμένου να επιτευχθεί μια γνήσια φεντεραλιστική ένωση απαιτείται γενναία αποδυνάμωση έως και εξαφάνιση του έθνους-κράτους και μια συντακτική επαναδιατύπωση των πολιτικών προτεραιοτήτων της κοινότητας.
Τέταρτον, τέλος, βρίσκουμε το δημοκρατικό έλλειμμα στην εσωτερική αρχιτεκτονική της ΕΕ όπου, πέραν των όποιων συγκρούσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των κρατών-μελών σε άτυπη βάση και θα μπορούσαν να αιτιολογηθούν από αγωνιστική σκοπιά, ούτε οι ίδιοι οι θεσμοί είναι δημοκρατικοί, ούτε οι αποφάσεις λαμβάνονται με δημοκρατικό τρόπο. Εδώ φυσικά βλέπουμε πως δημοκρατική ποιότητα και αποδοτικότητα τις περισσότερες φορές δεν συμβαδίζουν, με αποτέλεσμα μέχρι στιγμής πάντα να επιλέγεται η δεύτερη εις βάρος της πρώτης. Η πλήρης ανυπαρξία εκλογικών διαδικασιών αντιπροσώπευσης και ανακλητότητας στα αποφασιστικά όργανα της Ένωσης, ελεγκτικών μηχανισμών δημοκρατικού ελέγχου, θεσμών άμεσης συμμετοχής των Ευρωπαίων πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων μαζί με ένα σύνολο ακόμα πιο ριζοσπαστικών θεσμών άμεσης δημοκρατίας και άμεσης άσκησης της εξουσίας απ’ τους πολίτες σε τοπικό και ομοσπονδιακό επίπεδο αποδεικνύουν τον απόλυτο συγκεντρωτισμό της εξουσίας σε μια ολιγομελή ελίτ η οποία ελέγχεται πλήρως απ’ τους ισχυρούς κρατικούς δρώντες ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν δύναται να δράσει ως κοινή κυβέρνηση με ευρωπαϊκό λαϊκό έρεισμα και να νομιμοποιηθεί σαν εκτελεστική εξουσία.
Αυτή η απομάκρυνση του ευρωπαϊκού δημοσίου συμφέροντος απ’ τη βάση, ακριβώς επειδή η βάση δεν έχει κανένα θεσμικό τρόπο να συγκροτηθεί ως τέτοια, ίσως και να είναι υπεραρκετή σαν αιτία εξήγησης αυτού του κύματος αγανάκτησης των ευρωπαϊκών λαών κατά της υπερεθνικής γραφειοκρατίας και της αυξανόμενης τάσης για αποδοκιμασία του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι ολοένα και περισσότερο η λειτουργία της ΕΕ να προσιδιάζει στη λογική των προνεωτερικών Αυτοκρατοριών και να κινείται στα όρια της συνδιαλλαγής για την υπεράσπιση των ταξικών προνομίων διαφόρων ομάδων πίεσης, πολυεθνικών καρτέλ, διεθνών λόμπι και φυσικά συγκεκριμένων κρατών-μελών, δημιουργώντας μ’ αυτόν τον τρόπο νέες κάστες προνομιούχων, προυχόντων, πατρικίων σε πλανητική κλίμακα. Πρόκειται για την πλήρη αδυνατότητα εξύψωσης της καθολικότητας του κοινού αγαθού πάνω απ’ τη μερικότητα των ιδιωτικών και εθνικών συμφερόντων. Η ΕΕ αναπαράγει με τον πλέον ορθολογικό τρόπο το πελατειακό καθεστώς που υποτίθεται ότι αντιπαλεύει.
Λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω σοβαρά υπόψιν, είναι σημαντικό να ξεκαθαριστεί πως η απόλυτη ανικανότητα να ενταχθούν στη δημόσια συζήτηση κρίσιμα ζητήματα πολιτικής υφής τελικά αντιστρέφει τις βάσεις του κεντρικού διακυβεύματος της ΕΕ και των λόγων που οφείλει μια χώρα να είναι μέλος της. Ίσως και γι’ αυτόν τον λόγο να εξηγείται πως ενώ το φιλοευρωπαϊκό στρατόπεδο αυτοπροβάλλεται ως «ρεαλιστικό», δεν συνιστά παρά την πιο κρυστάλλινη επιτομή του «ιδεαλισμού» εφόσον ακόμη μένει προσκολλημένο στην αφετηριακή συζήτηση περί Ευρώπης εξαιρώντας, κατά το μάλλον ή ήττον, τη μορφή της διακυβερνητικής δομής της ΕΕ, τους πολιτικούς σκοπούς μιας τέτοιας προσπάθειας και κατά πόσο συμβαδίζουν με τα ίδια τα δυτικο-ευρωπαϊκά ιδεώδη του Διαφωτισμού, της χειραφέτησης, της ελευθερίας, της αδελφότητας, της δημοκρατίας και, τέλος, το ίδιο το γεγονός πως αντί για μια φεντεραλιστική ενοποίηση αυτό που θα λάβει χώρα θα είναι μια κηδεμονική συγχώνευση στα πλαίσια της ανισότητας. Διότι, μια συζήτηση έχοντας την εμφάνιση αυτών των δεδομένων με τη συγκεκριμένη τους μορφή στην ιστορική συγκυρία, αποδεικνύει πως μάλλον σήμερα Ευρωπαϊκή Ένωση και ευρωπαϊσμός δεν συμβαδίζουν, άρα, ως προς την υπεράσπιση του ευρωπαϊκού οράματος και του δημοκρατικού φεντεραλισμού, η αποχώρηση από την ΕΕ φαντάζει η πλέον ρεαλιστική λύση. Και τούτο, κλείνοντας, οφείλουμε να το κατανοήσουμε συνυπολογίζοντας το πρόσφατο βατερλό του, κατά μια έννοια, «ευρω-λενινισμού» που προσπάθησε να προωθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ μέσω του αφηγήματος περί «κατάληψης της υπερ-κρατικής εξουσίας της ΕΕ» από προοδευτικές και αριστερές κυβερνήσεις με σκοπό έναν εκ των έσω και εργαλειακό μαρασμό του ευρωπαϊκού Λεβιάθαν μακροπρόθεσμα· αυτή η ατιμωτική πανωλεθρία είναι που ως εμπειρικό δεδομένο θα μας αναγκάσει αργά ή γρήγορα να επινοήσουμε νέες οδούς για μια πραγματικά δημοκρατική ευρωπαϊκή ομοσπονδία.
Σημ.: Το παρόν κείμενο γράφτηκε το 2015 και δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο Respublica.gr με ελαφρώς τροποποιημένο τίτλο: «Μια ρεαλιστική αποτίμηση της κρίσης στους κόλπους της “ευρωπαϊκής οικογένειας”»