Η άρνηση των απολαύσεων και η ηδονιστική αντεπίθεση

Σημ.: Το εν λόγω κείμενο συνιστά το δεύτερο μέρος του δοκιμίου «O homo festivus και η χιλιετής βασιλεία της διασκέδασης», το οποίο γράφτηκε μεταξύ 2016-17 και δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Res Ρublica: Σημειώσεις εκτός γραμμής ενάντια στην κοινωνική υποκρισία (τχ. 1, Φεβρ. 2019, σσ. 113-133). Το πρώτο μέρος του δοκιμίου είναι διαθέσιμο ΕΔΩ, και το τρίτο μέρος ΕΔΩ.

—————————————————

 

Στη μακρόπνοη πορεία προς την κατάργηση του παιχνιδιού, τα μεταφυσικά θεμέλια τέθηκαν σε μια πρώιμη μορφή από τον εβραϊσμό και τον χριστιανισμό, προτού τα επαναδιαπραγματευτεί η κληρονομημένη φιλοσοφική σκέψη και ιδιαίτερα ο φιλελευθερισμός και ο μαρξισμός.

Πρόκειται για την ανάδυση μιας δυϊστικής αντίληψης του ανθρώπινου όντος και την ακολουθία μιας εσχατολογικής πορείας του κόσμου όπου, κατόπιν μιας συμπαντικής καταστροφής θα αναδυθεί η νέα Εδέμ και το βασίλειο του «Υιού του Ανθρώπου» θα αγκαλιάσει όχι μόνο τον εκλεκτό λαό του Ισραήλ, αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Στη χιλιετή βασιλεία του Θεού θα αναστηθούν οι νεκροί και θα λάβει χώρα η Έσχατη Κρίση όπου η Νέα Ιερουσαλήμ θα προσεδαφιστεί από τους ουρανούς για να γίνει το παντοτινό ενδιαίτημα των Αγίων. Σε μια τρομερής ποιητικής δύναμης προφητεία, ίσως το πρώτο επαναστατικό μανιφέστο, την Αποκάλυψη του Ιωάννη, γνωστοποιείται με χιμαιρικό τρόπο για πρώτη φορά στην Ιστορία η ανακαίνιση του κόσμου (κεφ. ΚΑ’), «῾Ο νέος Οὐρανὸς καὶ ἡ νέα Γῆ», εκεί όπου «ἐξαλείψει ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον· καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ, ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα».

Ο ιστορικός ντετερμινισμός του χριστιανισμού σπάει τα δεσμά της νατουραλιστικής ενότητας, διαχωρίζει τον εγκόσμιο χαρακτήρα των ανθρώπινων υποθέσεων από το υπερπέραν και οργανώνει την προετοιμασία για τη μεγάλη έφοδο προς τον ουρανό, εκεί που ούτε οδυρμός, ούτε πόνος, ούτε στεναχώρια θα υπάρχουν[1]. Μ’ αυτή την υπόσχεση για μια ζωή σε ένα επέκεινα χωρίς οδύνη, βαφτίζεται ο δούλος του Θεού, ο «αιώνιος ένοχος» και κάτοχος του προπατορικού αμαρτήματος που, αν θέλει να γίνει πολίτης της νέας Εδέμ, θα πρέπει να απαρνηθεί τη φυλακή του σώματος, να αφιερωθεί στο άλγος και τη λύπηση και να επιφορτιστεί το καθήκον της άρνησης οποιασδήποτε χαράς μέσα σ’ αυτό το γεμάτο αγκάθια και καρφιά μονοπάτι της ζωής.

Ησυχασμός, προσευχή, κομποσχοίνι εγγυώνται ένα αδιαμεσολάβητο συγγνωμονικόν του πιστού απέναντι στον Κύριο για να απλώσει ο τελευταίος τη χείρα του προς την πύλη των αγγέλων. Σ’ αυτή μεν την ενοχοποίηση της γιορτής και του παιγνιώδους στοιχείου, οι κοινότητες, καθώς ενσωματώνονταν στο χριστιανικό κάλεσμα, απαντούσαν με ένα εορταστικό πανδαιμόνιο: κάλαντα, σούβλισμα αρνιού, αναστενάρια, καρναβάλια, χοροί, τραγούδια, τσιμπούσια και λοιπές τελετουργίες διατηρούν ακόμη το παγανιστικό στοιχείο που επιτρέπει τη συνύπαρξη ενός αποκαλυψιακού φαντασιακού με τη νατουραλιστική τάξη του κόσμου.

Το λύσιμο, βέβαια, αυτού του γόρδιου δεσμού της εγκόσμιας ενότητας και η ιδέα της ευπλαστότητας του κόσμου δημιούργησαν τη φαντασίωση μιας ζωής όπου η έλξη της ευτυχίας και της ηδονής μπορεί να υπάρξει χωρίς τη διαλεκτική αλληλεπίδραση με τη μελαγχολία και τον σπαραγμό, ενισχύοντας την πίστη ότι μπορούμε κατά το δοκούν να αφαιρέσουμε την υποχρέωση από το παιχνίδι, την αρετή από τη γιορτή, να εγκαθιδρύσουμε μια αιώνια καντιανή ειρήνη, να απαλλαχθούμε απ’ το μαρτύριο της πολιτικής διακυβέρνησης και να αφεθούμε στα χέρια της αέναης προόδου. Αφού μπορούμε να μεταπλάσουμε τα πάντα κατά την αρεσκεία μας χωρίς να δώσουμε λογαριασμό σε μεγαλύτερες δυνάμεις που μας υπερβαίνουν, δίπλα στον θρήνο του Νίτσε για την απομάγευση του κόσμου απ’ την επιστήμη, μπορούμε επιτέλους να αναμένουμε όχι τον ερχομό του Κυρίου αλλά του Yπερανθρώπου, εκείνου του par excellence πρωτοπλάσματος της βουλησιαρχίας.

Ε, λοιπόν, μέσα σ’ αυτές τις κοσμογονικές αλλαγές στη λογικο-οντολογική σκέψη που συντελέστηκαν από τη νεωτερικότητα, αυτό που έκανε ο φιλελεύθερος φιλοσοφικός Λόγος, για να παραφράσουμε την κριτική στην εγελιανή διαλεκτική, είναι να πάρει την εβραιο-χριστιανική εσχατολογία που βρισκόταν με το κεφάλι κάτω και να την αναποδογυρίσει για να σταθεί στα πόδια της, ώστε να αποκαλύψει τον «ορθολογικό» της πυρήνα μέσα στο μυστικιστικό της περίβλημα.

Αφού ο Θεός είναι νεκρός, ο κόσμος μπορεί να πάρει όποια μορφή λαχταρά η ψυχή μας και καμία υποχρέωση δε μας δεσμεύει ήρθε η ώρα, με όχημα την «ορθολογική κυριαρχία» που μας παρέχει η επιστήμη και η τεχνολογία, όχι απλώς να κατατμήσουμε και να διαχωρίσουμε απολύτως την ευτυχία από τη δυστυχία, τη λύπη από τη χαρά, το πένθος από τη γιορτή, την ευθύνη από το παιχνίδι και τη συλλογικότητα απ’ το άτομο, μετατρέποντάς τα σε «αυτόνομες» σφαίρες, ανίκανες να αλληλεπιδράσουν η μια την άλλη, αλλά και να χτίσουμε έναν κόσμο βασισμένο αποκλειστικά στα γούστα μας.

Τι πραγματικά μας εμποδίζει να εγκαθιδρύσουμε την αυτοκρατορία της διασκέδασης, να διακηρύξουμε το δικαίωμα στην παντοτινή ευτυχία και να γεμίσουμε τις αισθήσεις μας με ηδονές; Εφόσον δεν υπάρχει τόπος που εξαργυρώνονται οι θυσίες, εφόσον δεν υπάρχει ούτε παράδεισος ούτε κόλαση, ούτε ύβρις ούτε νέμεσις, ούτε αμαρτία ούτε επιβράβευση ούτε τιμωρία, τότε η οδύνη, η υπομονή, η εγκράτεια, η ετεροχρονισμένη ικανοποίηση, η μελαγχολία καθίστανται αυτομάτως ένα συνονθύλευμα από παράλογες και εντελώς ανορθολογικές ιδέες. Έ

χοντας απωλέσει κάθε κριτήριο αυτοπεριορισμού, αγνοώντας πλέον κάθε ηθική προσταγή και τυφλωμένοι καθώς είμαστε από τη μεταφυσική των απολαύσεων, ιδού η ευκαιρία για την οικοδόμηση ενός γαλαξία της ατέρμονης γιορτής, όπου το μοναδικό κριτήριο για τον επίγειο παράδεισο θα είναι το αισθητήριο της ηδονής, το άμεσο επακόλουθο του χυδαίου υλισμού που μας κληρονόμησε ο καπιταλιστικός κόσμος.

Δεν ήταν άλλωστε ο David Hume, ένας εκ των επισήμων πατέρων του σύγχρονου φιλελευθερισμού, που εξέφρασε με τρομακτικά ειλικρινή και αξεπέραστο τρόπο αυτή τη συγχώνευση εγωισμού, υλισμού και ηδονισμού όταν γεμάτος υπερηφάνεια δήλωνε ότι «δεν είναι ενάντια στον Λόγο να προτιμώ την καταστροφή όλου του κόσμου από το γρατζούνισμα του δαχτύλου μου»[2].

Είναι, όχι τόσο η ιδέα, όσο η εμπράγματη εγκαθίδρυση της επανάστασης, λοιπόν, που εισάγει για πρώτη φορά αυτή την κοσμοαντίληψη. Κι αν η κυριαρχία της αστικής τάξης αρχικά επετεύχθη μέσω της φόρας που της έδωσε ο προτεσταντισμός και ο καλβινισμός[3], πράγμα που διατηρούσε ακόμη μια ηθική «καταπίεσης των ορμών», ο αστικός φιλελευθερισμός και η εμμονή του στο κυνήγι των αισθήσεων εξαιτίας των δυνατοτήτων που προσέφερε στην υλική ζωή η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η τεχνολογική πρόοδος, έφτασε τις υπαρξιακές αντιφάσεις του 19ου αιώνα στα όριά τους: τη βικτωριανή υστερία και ένα σύνολο νέων νευρώσεων που έπρεπε να επιπλεύσουν ακουμπώντας τα πόδια τους σε δυο βάρκες, αφενός του εμπορευματικού πλούτου και αφετέρου της ψυχικής στέρησης.

Αδίκως ταυτίζουμε το καπιταλιστικό πνεύμα με την πολιτική ελευθερία. Η αστική τάξη μάλλον ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτήν. Η αντιστοιχία του φιλελεύθερου φαντασιακού μέσα στα βάθη των αιώνων μπορεί να εντοπιστεί στην Pax Augustea και στον χαρακτηρισμό που της απέδωσε ο ιστορικός Τάκιτος: «tranquillitas, non libertas», «άνετη ζωή, όχι ελεύθερη ζωή». Το συλλογικό αγαθό του αστικού κόσμου είναι η ευτυχία και κάθε υπόνοια «απελευθέρωσης» και «χειραφέτησης» οφείλει να υπακούει σ’ αυτό το νέο δόγμα.

Όλες οι αναφορές των μοντέρνων στην ελευθερία αποτελούν απλώς μια αποστροφή του Λόγου, καθώς αυτό που υπονοείται πάντα με την έννοια ελευθερία, με κλασικότερο παράδειγμα τους στοχασμούς του Benjamin Constant[4], είναι οι ιδιωτικές απολαύσεις που μπορεί να παρέχει το σύγχρονο κράτος, αυτός ο απόλυτος ρυθμιστής της κυκλοφορίας της ευφορίας και της εκδημοκρατισμένης ευθυγράμμισης των ηδονών, του δικαιώματος όλων σε όλα και κανενός σε τίποτα. Η ευτυχία γίνεται ταυτόχρονα το υποκατάστατο και ο στόχος της πολιτικής: από τον αγώνα για την ανατροπή της εξουσίας μεταβαίνουμε σε μια ομαλοποιημένη εναλλαγή της ανάμεσα σε μια Αριστερά και μια Δεξιά[5] και η κύρια μέριμνα της πολιτισμένης πολιτικής ζωής βασίζεται στην ευημερία της προσωπικής κατάστασης των υπηκόων του έθνους.

Κι αν η ευτυχία είναι ο στόχος, τότε το μέσο για την επίτευξή του δεν είναι άλλο παρά η (μισθωτή εννοείται) εργασία, η οποία, καθώς κι αυτή χειραφετείται από τον συγκεκριμένο της χαρακτήρα και από τα στενά όρια του οίκου, της συντεχνίας και της κοινότητας, γίνεται όλο και πιο αφηρημένη, στον βαθμό που καταλήγει στην ανεπτυγμένη εμπορευματική της μορφή, καταδικασμένη σε ποσοτικό ισοδύναμο, ώστε να αποκαλύψει την ευτυχία μέσα στη μαγεία της αριθμητικής καταμέτρησης[6]. Η πολιτική οικονομία γεννιέται, ζήτω ο πλούτος των εθνών!

Η προτίμηση που δείχνει ο σύγχρονος πολιτισμός στην ευτυχία προσδίδει, εν τη απουσία μιας εκ των άνωθεν αλήθειας, το απαραίτητο σωτηριολογικό περιεχόμενο για την αγωγή των ψυχών. Μόνο διαμέσου μιας ευτυχισμένης ζωής αυξάνονται οι πιθανότητες της ενδεχόμενης προσωπικής λύτρωσης, σε σημείο που αν αυτό το αίτημα δεν ικανοποιηθεί παρατηρούμε μια μαζοχιστικών διαστάσεων αυτοτιμωρία, εφάμιλλη των αυτομαστιγούμενων μυστικιστών του Μεσαίωνα.

Η απελπισία είναι η νέα μορφή κολασμού, η κατάθλιψη λογίζεται σαν μια παθολογικής υφής τρομοκρατία που πρέπει να αφανιστεί από προσώπου γης.

Υπό αυτό το καθεστώς, το υπαρξιακό μας άγχος πηγάζει απ’ τη σκέψη του να μην τα καταφέρουμε τελικά, να καταρρεύσουμε μπρος στις πληγές της κακοτυχίας και της απώλειας όλων εκείνων των ευκαιριών για να γευτούμε τις ηδονές.

Η δυστυχία γίνεται ανυπόφορη όχι τόσο «ως τέτοια» και «καθ’ αυτή», όσο εξαιτίας του γεγονότος ότι μας αποκαλύπτεται σαν δευτερογενής ψυχική διεργασία, σαν παράγωγο και αδυναμία να εκπληρώσουμε με όλες μας τις δυνάμεις αυτή την εφιαλτική προσταγή της ευτυχίας.

Αν η σημερινή κοινωνία μάς βομβαρδίζει με την ιδεολογία της, αυτή η ιδεολογία δε θεμελιώνεται πλέον σε μια καταπίεση ή μετουσίωση των λιβιδινικών δυνάμεων, αλλά στο κάλεσμα της απόλαυσης δίχως όρια, στο αίτημα να φτάσουμε την ικανοποίηση μέχρι τέλους, μέχρι την άλλη όχθη του χρόνου. Παράδοξη φαινομενικά κατάσταση, η οποία όμως είναι τελικά η συγκολλητική ταινία της ναρκισσιστικής κουλτούρας που περιβάλλει τούτη την τυραννία της ευτυχίας, διότι αυτό το ξεπέρασμα όλων των συναισθηματικών ορίων αποδεικνύει εν τέλει τη λαχτάρα του νάρκισσου για το τέλος της λαχτάρας, για την κατάργηση των συνόρων μεταξύ εαυτότητας και εξωτερικής πραγματικότητας.

Εξού και η μεγάλη λάμψη του new age και λοιπών οριενταλιστικών πρακτικών που προβάλλονται ως μέθοδοι επίτευξης της επίγειας ευτυχίας. Διαλογισμός, ζεν, νιρβάνα, yoga: επί της ουσίας, με μια δεύτερη ματιά, μπορούμε να εξάγουμε το συμπέρασμα πως δεν πρόκειται για τίποτα παραπάνω από ψευτο-υποκατάστατα κινητοποίησης φαντασιώσεων του απόλυτου εγκλεισμού του ατόμου στην πηγή της μήτρας[7], εκεί που δεν απαιτείται το κλάμα και η δυσφορία για να καλυφθεί η ανάγκη της θρέψης, ούτε το γέλιο και η ευχαρίστηση για να εκδηλωθεί η αγάπη προς τους άλλους.

Όπως θα ‘λεγε και ο Πασκάλ Μπρυκνέρ, «υποφέρουμε απ’ την ανάγκη να μην υποφέρουμε».

———————————————————

 

[1]    Αν και κυρίως με αντικείμενο μελέτης τους ελευθεροπνευματιστές και τους χιλιαστές των μεσαιωνικών χρόνων, πράγμα που δεν συμπεριλαμβάνει στην εξίσωση την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή τον πρώιμο χριστιανισμό, παρ’ όλα αυτά το βιβλίο του Norman Cohn, Αγώνες για την έλευση της χιλιετούς Βασιλείας του Θεού: επαναστάτες, χιλιαστές και μυστικιστές αναρχικοί του Μεσαίωνα, μτφ. Β. Τομανά, Θεσσαλονίκη: Νησίδες, 2006, προσφέρει μια βασική σκιαγράφηση όσων προσπαθούν να ειπωθούν εδώ αναφορικά με τον εβραϊσμό και τον χριστιανισμό.

[2] H φράση αυτή έχει στ’ αλήθεια ειπωθεί, όσο απίθανο κι αν ακούγεται, στο Mέρος III, Βιβλίο II (Περί Παθών) του Hume David, Treatise on Human Nature: an attempt to introduce the experimental method of reasoning into moral subjects [Πραγματεία περί της ανθρώπινης Φύσης: μια απόπειρα εισαγωγής της πειραματικής μεθόδου του Λόγου σε ηθικά υποκείμενα], Λονδίνο, 1739-1740. Στα νέα ελληνικά κυκλοφορούν, σε ολοκληρωμένη μορφή, το Βιβλίο Ι (Για τη Νόηση, Θεσσαλονίκη: Ρώμη) και το Βιβλίο ΙΙΙ (Περί της Ηθικής, Αθήνα: Πατάκη).

[3] Βλ. Weber Max, Θεωρία της θρησκευτικής αρνησικοσμίας: ενδιάμεση θεώρηση, μτφ. Θ. Γκιούρα, Αθήνα: Σαββάλας, 2002· Weber Max, Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, μτφ. Μ. Κυπραίου, επιμ. Β. Φίλια, Αθήνα, Gutenberg, 2006· Tawney Η. Richard, Religion and the Rise of Capitalism [Θρησκεία και η άνοδος του καπιταλισμού], Λονδίνο: Murray, 1927.

[4] Πρόκειται για το περίφημο δοκίμιο-διάλεξη “De la liberté des Anciens comparée à celle des Modernes” [Η ελευθερία των αρχαίων εν συγκρίσει με εκείνη των μοντέρνων] (1819) που σε ελληνική μετάφραση περιλαμβάνεται στο Constant Benjamin, Περί ελευθερίας και ελευθεριών, μτφ. Τ. Δαρβέρη, επιμ. Φ. Παιονίδη, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2000. Ο Constant, ενώ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου τελικά να περιοριστούν οι άνθρωποι στις ιδιωτικές τους απολαύσεις και να στερηθούν το δικαίωμά τους στην άσκηση της εξουσίας, προσπερνάει το καυτό ερώτημα τι θα μπορούσε να σημαίνει τελικά «άσκηση της εξουσίας» και ποια η σχέση της με τη δημόσια ελευθερία, ώστε να καταλήξει πως ο ρόλος του κράτους είναι να κυβερνά με δικαιοσύνη και να μην εισβάλλει στην ιδιωτική σφαίρα γιατί η ευτυχία είναι υπόθεση όλων μας και ταυτόχρονα ατομική μας ευθύνη. Όσο η κρατική δικαιοσύνη παράγει «ευτυχία», δεν διαφαίνεται κάποιο πρόβλημα στην ελευθερία μας. Αντιθέτως, για τον γαλλο-ελβετό φιλόσοφο, τα πράγματα δείχνουν να δυσκολεύουν όταν η δικαιοσύνη οδηγεί στη μη-ευτυχία, συνθήκη άλλωστε διόλου απίθανη διότι η δικαιοσύνη κρύβει πολύ μεγαλύτερο πλούτο ηθικών συναισθημάτων.

[5] Δε γίνεται παρά να παραπέμψω τους αναγνώστες στα δυο δοκίμια για το δίπολο Δεξιά-Αριστερά που έγραψε ο Θάνος Γεωργιλάς για λογαριασμό της ιστοσελίδας «res publica». Βλ. Γεωργιλάς Θάνος, «Δεξιά κι Αριστερά: Ab ovo (μέρος α’)», Respublica.gr, 9-1-2017 και Γεωργιλάς Θάνος, «Δεξιά κι Αριστερά: In medias res (μέρος β’)», Respublica.gr, 9-1-2017. Σε αμφότερα τα κείμενα αιτιολογείται επαρκώς πώς Δεξιά κι Αριστερά είναι οι δυο όψεις της αστικής κοινωνίας. Λιγότερο θαρραλέα αλλά εξίσου διεισδυτική είναι και η συμβολή του Μισεά πάνω στο θέμα, αν και στο τέλος αντί να αποτινάξει τον ζυγό της Αριστεράς σε αντίθεση με άλλους όπως ο Κρίστοφερ Λας, ζητάει να σκεφτούμε με την Αριστερά και εναντίον της Αριστεράς. Βλ. Michéa Jean-Claude, Τα μυστήρια της Αριστεράς: από το ιδεώδες του Διαφωτισμού, στον θρίαμβο του απόλυτου καπιταλισμού, μτφ. Στρ. Ιωαννίδη, επιμ. Ν. Καραμπελιά και Χ. Σταματοπούλου, Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2014.

[6] Αν και αυτοί οι συλλογισμοί υπολείπονται προς το παρόν μιας «οντολογίας» της ανθρώπινης εργασίας, πράγμα που εύλογο είναι να εγείρει μια σειρά ερωτημάτων αναφορικά με τη χρήση του όρου κατά περίπτωση, παρ’ όλα αυτά, στο μέτρο του δυνατού, προσπάθησα αλλού, inter alia, να σκιαγραφήσω μια διάκριση μεταξύ «μόχθου/εργασίας» και «δουλειάς/απασχόλησης», αλλά και τον ιστορικό μετασχηματισμό αυτών των μορφών κατά τη μετάβαση από την κοινωνία των παραγωγών στην κοινωνία των καταναλωτών. Βλ. Νικόλας Γκίμπης, «Ένα σπάνιο εμπόρευμα: για την άνοδο και την πτώση της εργασίας», Κοινοί Τόποι: σχόλια για τον ψυχισμό της εποχής, Αθήνα, τχ. 1, Μάιος 2016, σσ. 73-98. Συνδετικός κρίκος των 2 άρθρων είναι αυτή η αντίληψη ότι εργασία και παιχνίδι συγχέονται, σε σημείο όχι να αναζητούμε «το παιχνίδι μέσα στην εργασία» ή «την εργασία μέσα στο παιχνίδι», αλλά να κάνουμε την εργασία παιχνίδι και το παιχνίδι εργασία.

[7] Λας Κρίστοφερ, Η κουλτούρα του ναρκισσισμού: η αμερικανική ζωή σε μια εποχή μειούμενων προσδοκιών, μτφ. Βασίλη Τομανά, Θεσσαλονίκη: Νησίδες, 2008.

Eros computans

Η πίστη στην ισόβια συντροφικότητα, η δυναμική του έρωτα και οι ομολογίες αιώνιας αγάπης δηλητηριάζονται από τη ρηχότητα και την αποστασιοποίηση, την ταχύτητα και τη διαφυγή. Σύμφωνα δε με τις διαβεβαιώσεις των ακαδημαϊκών κύκλων, μαθαίνουμε πως οι ρομαντικοί είναι οπισθοδρομικοί, νοσταλγικοί, αντιδραστικοί, γέννησαν τον φασισμό· δεν είναι καιρός για εντάσεις και πόθους, η ultra φιλελεύθερη κοινωνία μας αναδύεται μέσα από την ποσότητα, την αύξηση της ζήτησης, τη λογιστική των παθών, τη μετρησιμότητα όσων επισκέφτηκαν τη ζωή μας, την ορθολογική διαρρύθμιση εν τέλει όλων των συγκινησιακών φορτίσεων.

Read More »

Οι καθημερινές νευρώσεις της ζωής στις μεγαλουπόλεις

Το ξυπνητήρι χτυπάει. Το κλείνεις και το ξανακλείνεις. Ευτυχώς προνόησες από το προηγούμενο βράδυ να το ρυθμίσεις αρκετά λεπτά πριν απ’ την ώρα που πραγματικά θες να ξυπνήσεις. Δεν θες να σηκωθείς και να βγεις στη ζούγκλα. Ψάχνεις δικαιολογίες, τελικά σηκώνεσαι. Βουρτσίζεις δόντια, ντύνεσαι και επιδίδεσαι σε ένα τελετουργικό προετοιμασίας προς την έρημο του κοινωνικού, τσεκάρεις για τελευταία φορά αν κρατάς τα κλειδιά σου στο χέρι κι αν έχεις πάρει το κινητό σου και πιάνεις το πόμολο. Βαθιά ανάσα και ξαφνικά είσαι στον δημόσιο χώρο, με την απορία πόσο μεγάλη θα είναι η δόση παράνοιας που θα συναντήσεις και σήμερα.

Read More »

Ζαν Μπωντριγιάρ – Είμαστε όλοι τρανς

Όλοι μας προσέχουμε το «look» μας. Από τη στιγμή που δεν μπορείτε να αντλήσετε μια αξία από την ίδια σας την ύπαρξη (δεν κοιτάμε πλέον ο ένας τον άλλον – και η σαγήνη φτάνει σε ένα τέλμα!), αυτό που απομένει είναι η επιτέλεση μιας πράξης εμφάνισης, χωρίς πραγματικά να νοιάζεστε για το είναι σας, ή ακόμα και για το ίδιο το εμφανίζεσθαι.

Read More »

Cart

Your Cart is Empty

Back To Shop