Σημ.: Το εν λόγω κείμενο συνιστά το δεύτερο μέρος του κειμένου «Two Cheers for the Petty Bourgeoisie» που έγραψε ο ανθρωπολόγος James C. Scott. Πρόκειται για κεφάλαιο απ’ το βιβλίο Εγκώμιο στον αναρχισμό, ή Two Cheers for Anarchism: Six Easy Pieces for Autonomy, Dignity, and Meaningful Work and Play, όπως είναι ο τίτλος στο πρωτότυπο (Πρίνστον & Οξφόρδη, Princeton University Press: 2012, σσ. 84-100). Μεταφράστηκε το 2018 και δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Res Publica: Σημειώσεις εκτός γραμμής ενάντια στη δημόσια υποκρισία (τχ. 1, Φεβρ. 2019, σσ. 59-74). Το πρώτο μέρος του κειμένου υπάρχει ΕΔΩ και το τρίτο μέρος ΕΔΩ.
————————————–
Για να μην τα πολυλογούμε, ο homo sapiens εμφανίστηκε πάνω-κάτω πριν από 200.000 χρόνια. Τα κράτη «επινοήθηκαν» μόλις πέντε χιλιάδες χρόνια πριν, και μέχρι πριν περίπου καμιά χιλιετία η πλειοψηφία της ανθρωπότητας ζούσε έξω απ’ αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε κράτος. Όσοι ζούσαν εντός εκείνων των κρατών ήταν μικροϊδιοκτήτες (γεωργοί, τεχνίτες, καταστηματάρχες, έμποροι). Και, όταν αναπτύχθηκαν συγκεκριμένα δικαιώματα εκπροσώπησης από τον 17ο αιώνα κι έπειτα, αυτά αποδόθηκαν βάσει του κοινωνικού κύρους και της ιδιοκτησίας. Οι καταγωγές των μεγάλων γραφειοκρατικών οργανισμών που χαρακτηρίζουν τη νεωτερική εποχή θα μπορούσαν να ανιχνευθούν στα μοναστήρια και στους στρατώνες, αλλά επί της ουσίας είναι προϊόν των τελευταίων δυόμιση αιώνων. Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος για να πούμε ότι υπάρχει μια μακρά ιστορία έξω απ’ το κράτος και ότι η ζωή εντός του κράτους πριν τον 18ο αιώνα χωριζόταν με αυστηρούς όρους μεταξύ, αφενός, ενός τυπικά ανελεύθερου πληθυσμού (σκλάβοι, δουλοπάροικοι και εξαρτημένοι) και, αφετέρου, ενός πλήθους μικροϊδιοκτητών που διέθεταν, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, μια σειρά συγκεκριμένων δικαιωμάτων για την εγκαθίδρυση οικογένειας: κατοχή και κληρονόμηση γης, ίδρυση εταιρειών, εκλογή τοπικών αρχόντων και ψήφιση κυβερνώντων. Ως εκ τούτου, η σχετική αυτονομία και ανεξαρτησία των υποτελών τάξεων έπαιρνε δυο μορφές: μια ζωή στο περιθώριο, έξω από τη δικαιοδοσία του κράτους ή μια ζωή εντός του κράτους με ένα μίνιμουμ δικαιωμάτων που συνδέονταν με τη μικρή ιδιοκτησία.
Υποψιάζομαι ότι η ακαταμάχητη επιθυμία που θα μπορούσε να διακρίνει κανείς σε τόσες και τόσες κοινωνίες για ένα κομμάτι γης, μια κατοικία, ένα κατάστημα οφείλεται όχι μόνο στα περιθώρια ανεξαρτησίας για δράση, αυτονομίας και ασφάλειας που απονέμονται, αλλά εξίσου και στην αξιοπρέπεια, την υπόληψη και την τιμή που συνδέονται με την ιδιοκτησία απέναντι τόσο στο κράτος, όσο και στους γείτονες. Για τον Thomas Jefferson, η ανεξάρτητη μικροκαλλιέργεια προωθούσε κοινωνικές αρετές και ήταν ο βράχος του δημοκρατικού πολίτη:
Οι καλλιεργητές της γης είναι οι πιο πολύτιμοι πολίτες, είναι οι πιο δραστήριοι, οι πιο ανεξάρτητοι, οι πιο ενάρετοι και είναι δεμένοι με την πατρίδα τους και νυμφευμένοι με την ελευθερία της μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός τους[1].
Την περίοδο που μελετούσα και ζούσα μέσα σε αγροτικές κοινωνίες, μου φαινόταν αδύνατο να μην λάβω υπόψη το απίστευτο σθένος με το οποίο πολλοί περιθωριοποιημένοι μικροϊδιοκτήτες γαντζώνονταν ακόμα και στο μικρότερο κομμάτι γης. Όταν η καθαρή οικονομική λογική πρότεινε ότι θα ήταν πολύ καλύτερα γι’ αυτούς αν έψαχναν μια προσοδοφόρα ενοικίαση γης ή ακόμη και να μεταναστεύσουν στην πόλη, αυτοί γραπώνονταν από την ιδιοκτησία τους με νύχια και με δόντια για όσο το δυνατόν περισσότερο. Όσοι δεν κατείχαν καθόλου γη να καλλιεργήσουν έβλεπαν τις μακροχρόνιες μισθώσεις, κατά προτίμηση από συγγενικά τους πρόσωπα, ως τη δεύτερη καλύτερη επιλογή από τη σκοπιά του κύρους, του να κατέχει δηλαδή κανείς τη δική του γη. Όσοι δεν είχαν ούτε δική τους γη αλλά ούτε και την επιλογή μιας βιώσιμης ενοικίασης και περιορίζονταν να δουλεύουν για άλλους, βαστούσαν γερά τη μοίρα του σπιτικού τους στο χωριό μέχρι να έρθει το πικρό τους τέλος. Με αμιγείς εισοδηματικούς όρους, ένας σεβαστός αριθμός ενοικιαστών καλλιεργητών βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση από τους μικροϊδιοκτήτες, και ένας σεβαστός αριθμός μεροκαματιάρηδων βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση από τους μικρο-ενοικιαστές. Για την αγροτιά, παρ’ όλα αυτά, η διαφορά στην αυτονομία, την ανεξαρτησία και, επομένως, στην κοινωνική υπόληψη ήταν αποφασιστικής σημασίας. Ο μικροϊδιοκτήτης, σε αντίθεση με τον μισθωτή, δεν εξαρτιόταν από κανέναν για την καλλιέργεια γης και ο μισθωτής, σε αντίθεση με τον μεροκαματιάρη, είχε τουλάχιστον στη διάθεσή του γη για εποχιακή χρήση και τον έλεγχο της εργάσιμης ημέρας του, ενώ ο μεροκαματιάρης σερνόταν σ’ αυτό που θεωρούνταν ως απαξιωτική εξάρτηση από τις καλές προθέσεις των γειτόνων και των συγγενών του. Ο τελικός εξευτελισμός ήταν να χάσει κανείς αυτό το τελευταίο φυσικό σύμβολο της ανεξαρτησίας, το σπίτι του.
Η πτώση από κάθε σκαλοπάτι στο ταξικό σύστημα του χωριού αντιπροσώπευε μια απώλεια οικονομικής ασφάλειας και κύρους ανεξαρτησίας. Η ουσία του μικροαστικού ονείρου, παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν κάποιος αφηρημένος υπολογισμός εισοδηματικής ασφάλειας αλλά, αντ’ αυτού, η βαθιά επιθυμία για πλήρη πολιτιστική ιθαγένεια [cultural citizenship] στη μικροκοινότητά τους. Ιδιοκτησία σήμαινε την ικανότητα διεξαγωγής γάμων, κηδειών και, όπως σε ένα μικρό μαλαισιανό χωριό, γιορτών κατά το πέρας της νηστείας, με τέτοιο τρόπο που έδινε νόημα και αξία στο όνομα της κοινωνικής έκφρασης. Τα προστατευμένα «μεσαία στρώματα αγροτών» που είχαν τα μέσα για να γιορτάσουν αυτές τις τελετές δεν ήταν μόνο οι πιο σημαίνοντες χωρικοί, αλλά επίσης και παραδείγματα προς μίμηση και έμπνευση. Η απομάκρυνση από αυτό το πρότυπο σήμαινε τη μετατροπή κάποιου σε πολίτη δεύτερης κατηγορίας.
Τα ματαιωμένα μικροαστικά όνειρα είναι τα απαραίτητα προσανάμματα του επαναστατικού αναβρασμού. Κατά το μάλλον ή ήττον, «Η γη στους αγρότες!» είναι η πιο αποτελεσματική ιαχή συσπείρωσης στις περισσότερες αγροτικές επαναστάσεις. Η επανάσταση της υπαίθρου στη Ρωσία το 1917 μπήκε σε τροχιά επιτάχυνσης από την ορμή των, ηττημένων στο αυστριακό μέτωπο, Ρώσων κληρωτών να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και να συμμετέχουν στους αναδασμούς γης που λάμβαναν χώρα. Για πολλούς από τους αποκαλούμενους «γεροντοκόρους»[2] (εργένηδες, «υπεράριθμους»), τους ακτήμονες της προεπαναστατικής Κίνας, ο Λαϊκός Επαναστατικός Στρατός προσέφερε την πολύτιμη ευκαιρία να αποκτήσουν τη δική τους γη, να δημιουργήσουν μια (πατριαρχική) οικογένεια και να αποκτήσουν μια διακαή πολιτιστική ιθαγένεια που, μεταξύ άλλων, σήμαινε να ταφούν με τιμές. Tο κλειδί (δόλωμα;) για την ενθουσιώδη συμμετοχή της αγροτιάς σε, κυριολεκτικά, όλες τις επαναστάσεις του 20ου αιώνα ήταν η προοπτική της ιδιοκτησίας γης και η υπόληψη και ανεξαρτησία που αναδύονταν μαζί της. Όταν οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις επιτυγχάνονταν διαμέσου της κολεκτιβοποίησης, η πλειοψηφία της αγροτιάς αντιστεκόταν σ’ αυτό και το βίωνε ως προδοσία των προσδοκιών της.
Τα μικροαστικά όνειρα εμποτίζουν εξίσου και τη φαντασία του βιομηχανικού προλεταριάτου. Οι πλέον κόκκινοι των κόκκινων προλετάριων, οι στρατευμένοι ανθρακωρύχοι και μεταλλωρύχοι του Ρουρ το 1919, στους οποίους ο Λένιν εναπόθεσε τις επαναστατικές του ελπίδες, αποτελούν περίτρανο παράδειγμα[3]. Όταν ρωτήθηκαν τι ήταν αυτό που εύχονταν, οι επιθυμίες τους ήταν αξιοσημείωτα σεμνές. Ήθελαν υψηλότερους μισθούς, μείωση του χρόνου εργασίας και επιμήκυνση της σχόλης, όπως θα περίμενε κανείς να ακούσει. Αλλά, πέρα από αυτό που οι μαρξιστές θα αποκαλούσαν με τον υποτιμητικό όρο «συνδικαλιστική συνείδηση», οι προλετάριοι λαχταρούσαν να τους αντιμετωπίζουν τα αφεντικά τους με αξιοπρέπεια (και να τους φωνάζουν «Κύριε Τάδε») και προσδοκούσαν να αποκτήσουν μια μικρή οικοτεχνία με έναν μπαξέ. Είναι δύσκολο να χωνέψουμε που ένα νεοαναδυόμενο βιομηχανικό προλεταριάτο θα διατηρούσε κοινωνικές φιλοδοξίες προερχόμενες από την χωριάτικη καταγωγή του, αλλά η απαίτησή τους για το κάλλος του κοινωνικού σεβασμού και για τον πολιτιστικό καλλωπισμό μιας ανεξάρτητης ζωής δε χωρά στο στερεοτυπικό σακάκι ούτε μιας «οικονομίστικης» εργατικής τάξης που νοιάζεται μόνο για τα λεφτά ούτε ενός επαναστατικού προλεταριάτου.
Τις προηγούμενες δεκαετίες, οι δημοσκοπήσεις στις ΗΠΑ ρωτούσαν τους βιομηχανικούς εργάτες ποιο είδος εργασίας θα προτιμούσαν από τη βιομηχανική εργασία[4]. Ένα εκθαμβωτικά υψηλό ποσοστό λαχταρά να ανοίξει ένα μαγαζί ή ένα εστιατόριο ή να καλλιεργεί γη. Το ενοποιητικό θέμα αυτών των ονείρων είναι η απελευθέρωση από τη στενή επιτήρηση και η αυτονομία της εργάσιμης μέρας που, στο μυαλό τους, είναι αρκετά για να ξεπληρώσουν τις πολλές ώρες εργασίας και τα ρίσκα που έχουν αυτές οι μικρές επιχειρήσεις. Τις περισσότερες φορές, βέβαια, δεν πράττουν προς όφελος αυτής της ευχής, αλλά το πείσμα της ως φαντασίωσης είναι ενδεικτικό της δύναμής της.
Γι’ αυτούς που έχουν γνωρίζει την πραγματική σκλαβιά, σε αντιδιαστολή με τη «μισθωτή σκλαβιά», η δυνατότητα μιας ανεξάρτητης αυτοσυντήρησης, όσο περιθωριακή κι αν είναι, ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα[5]. Οι σκλάβοι όλων των Ηνωμένων Πολιτειών, μόλις χειραφετήθηκαν, το έβαλαν στα πόδια και εγκαταστάθηκαν στις μεθόριους των φυτειών, καταφέρνοντας να ζήσουν ανεξάρτητα έστω και υποτυπωδώς μέσω των κοινών πόρων που δε διεκδικούσε κανείς. Με μια καραμπίνα, ένα μουλάρι, μια αγελάδα, ένα αγκίστρι, μερικές κότες, χήνες και ένα αλέτρι, ήταν επιτέλους πιθανό να ζήσει κανείς ανεξάρτητος και να εργάζεται σπάνια για τον «αφέντη», μόνο σε περιπτώσεις που έπρεπε να ικανοποιηθεί μια προσωρινή ανάγκη για μετρητά. Οι φτωχοί λευκοί ζούσαν από τους κοινούς πόρους με τον ίδιο περίπου τρόπο, αποφεύγοντας την ατιμωτική εξάρτηση από τους εύπορους γείτονές τους. Το αποτέλεσμα ήταν το τέλος της οικονομίας των φυτειών, η οποία αποκαταστάθηκε, σε αρκετά τροποποιημένη μορφή, με τη θέσπιση των «νόμων περί περιφράξεων» σε όλον τον Νότο, από τη δεκαετία του 1880 κι έπειτα, που σχεδιάστηκαν αποκλειστικά για να αποκλείσουν από τους κοινούς πόρους όσους είχαν την ανεξαρτησία τους, μαύρους και λευκούς, και να τους οδηγήσουν πίσω στην αγορά εργασίας. Το περιβόητο σύστημα της επίμορτης αγροληψίας[6], ό,τι κοντινότερο είχαν ποτέ οι ΗΠΑ στη δουλοπαροικία, ήταν η τελική κατάληξη.
Η επιθυμία για αυτονομία φαίνεται τόσο ισχυρή που μπορεί να πάρει ακόμα και διεστραμμένες μορφές. Στις εργοστασιακές ρυθμίσεις, όπου η αλυσίδα παραγωγής είναι τόσο καλοκουρδισμένη ώστε να μειώσει την αυτονομία μέχρι την ολική της εξαφάνιση, οι εργάτες παρ’ όλα αυτά καταφέρνουν να κλέψουν πίσω τον χρόνο της αυτονομίας τους με «ζαβολιές» για να εκφράσουν την ανεξαρτησία τους[7]. Οι εργάτες αυτοκινητοβιομηχανίας του River Rouge βιάζονται να τελειώνουν με τις δουλειές τους ώστε να βρουν μια γωνιά να ξεκουραστούν ή να διαβάσουν ή να παίξουν μια επικίνδυνη παρτίδα χόκεϊ. Οι εργάτες στη σοσιαλιστική Ουγγαρία έκλεβαν χρόνο για να φτιάχνουν «παιχνίδια» από μικρά κομμάτια διαμορφωμένα σε τόρνο ακόμα κι αν αυτά δεν είχαν απολύτως καμία χρησιμότητα γι’ αυτούς. Σε ένα σύστημα όπου η εργασία σχεδιάζεται με τρόπο που να εξαλείφει το «παιχνίδι», οι εργάτες απορρίπτουν αυτή την αντικειμενοποίηση και βαρεμάρα εισάγοντας την αυτονομία τους με δημιουργικούς τρόπους.
H νεωτερική αγροβιομηχανία, με σχεδόν διαβολικό τρόπο, κατάφερε να εκμεταλλευτεί την επιθυμία για ιδιοκτησία και αυτονομία προς δικό της όφελος. Η πρακτική των συμβάσεων καλλιέργειας στην εκτροφή πουλερικών αποτελεί διαγνωστικό παράδειγμα[8]. Οι μεγαλοεταιρείες, γνωρίζοντας ότι η λειτουργία μεγάλων ορνιθοφυλακών είναι επικίνδυνη από επιδημιολογικής απόψεως, αναθέτουν υπεργολαβικά την εκτροφή κοτόπουλων σε «ανεξάρτητους» πτηνοτρόφους. O υπεργολάβος είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την κατασκευή του πελώριου ορνιθώνα που απαιτείται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει η Tyson ή άλλες αγροβιομηχανικές εταιρείες και είναι υπεύθυνος για την απαιτούμενη δανειοδότηση ώστε να χρηματοδοτηθεί αυτός ο ορνιθώνας. Η αγροβιομηχανία διανέμει τους νεοσσούς και θέτει λεπτομερείς προδιαγραφές στο συμβόλαιο για τo πρόγραμμα σίτισης, ενυδάτωσης, φαρμακοληψίας και υγιεινής, για τις οποίες πουλάει τις απαραίτητες πρώτες ύλες. Κατόπιν, οι ημερήσιες επιδόσεις του υπεργολάβου καταγράφονται, και η αποπληρωμή γίνεται στο τέλος του συμβολαίου σύμφωνα με τα ποσοστά προσθήκης βάρους και θνησιμότητας, με την αμοιβή να διαβαθμίζεται από τις εναλλασσόμενες συνθήκες της αγοράς. Συχνά το συμβόλαιο ανανεώνεται διαρκώς, αλλά δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι αυτό όντως θα συμβαίνει.
Η διαστροφή μ’ αυτό το σύστημα είναι ότι διατηρεί ένα ομοίωμα ανεξαρτησίας και αυτονομίας ενώ εκκενώνει κυριολεκτικά όλο το ουσιαστικό τους περιεχόμενο. Ο υπεργολάβος είναι ένας ανεξάρτητος γαιοκτήμονας (και υποθηκάριος), αλλά η εργάσιμη μέρα του και οι κινήσεις του μοιάζουν πολύ με την χορογραφία των κινήσεων του εργάτη στην αλυσίδα παραγωγής. Δεν έχουν κανέναν πάνω απ’ τον σβέρκο τους, αλλά αν το συμβόλαιο δεν ανανεωθεί, το μόνο που τους απομένει είναι ένα δάνειο τόσο μεγάλο όσο η πτηνοτροφική τους μονάδα. H γεωργική βιομηχανία μεταθέτει το ρίσκο της γαιοκτησίας, του εν πιστώσει κεφαλαίου και της διεύθυνσης ενός μεγάλου εργατικού δυναμικού –ένα εργατικό δυναμικό που θα απαιτούσε προνόμια– ενώ παράλληλα δρέπει όλα τα πλεονεκτήματα της στενής επιτήρησης, της τυποποίησης και του ποιοτικού ελέγχου που το νεωτερικό εργοστάσιο ήταν εξ αρχής σχεδιασμένο να πετύχει. Κι όλο αυτό πιάνει τόπο! Η επιθυμία να διατηρήσει κανείς τον τελευταίο κόκκο αξιοπρέπειας ως ανεξάρτητος ιδιοκτήτης είναι τόσο ισχυρή όπου ο «αγρότης» είναι πρόθυμος να προδώσει σχεδόν όλο το νόημά της.
Παρ’ όλα όσα παραβλέπουν οι αναρχικοί αναφορικά με την ανθρώπινη κατάσταση, η πίστη τους στη δυναμική της ιδιοκτησίας για αξιοπρέπεια και αυτονομία ήταν μια οξυδερκής ανάγνωση του λαϊκού φαντασιακού. Το μικροαστικό όνειρο της ανεξαρτησίας, αν και στην πράξη δεν είναι πάντα εφικτό, δε θανατώθηκε από τη Βιομηχανική Επανάσταση. Αντιθέτως, πήρε παράταση ζωής[9].
————————–
[1] Randall Henry Stephens, “Cultivators”, The Life of Thomas Jefferson, τ. 1, 1858, σελ. 437.
[2] Σ.τ.μ.: Η ακριβής ορολογία στα κινέζικα είναι guang gu και υποδηλώνει το φαινόμενο του υπερπληθυσμού αντρών στην Κίνα που, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, αποκλείονται «αντικειμενικά» από τις δυνατότητες του έγγαμου βίου.
[3] Moore Barrington Jr., Injustice: The Social Basis of Obedience, Άρμονκ, Νέα Υόρκη: M. E. Shape, 1978.
[4] Lane E. Robert, Political Ideology: Why the American Common Man Believes What He Does, Γκλένσοϊ: Free Press, 1962.
[5] Hann H. Stephen, The Roots of Southern Populism: Yeoman Farmers and the Transformation of the Georgia Upcountry, Οξφόρδη: Oxford University Press, 1984.
[6] Σ.τ.μ.: Πρόκειται για νομική έννοια που ορίζει ότι το μίσθωμα ενός κτήματος μπορεί να συμφωνηθεί επί του ποσοστού των καρπών, οι οποίοι διανέμονται μεταξύ εκμισθωτή και αγρολήπτη.
[7] Βλ., για παράδειγμα, Ludke Alf, “Organizational Order in Eigensinn? Workers’ Privacy and Workers’ Politics”, Rites of Power, Symbolism, Ritual and Politics since the Middle Ages, επιμ. Wilentz Sean, Φιλαδέλφεια: University of Pennsylvania Press, 1985, σελ. 312-344. Haraszti Miklos, Worker in a Worker’s State, Χάρμοντσγουρθ: Penguin, 1977. Και, Hamper Ben, Rivet Head: Tales from the Assembly Line, Βοστώνη: Little Brown, 1991.
[8] Watts M. J. και Little P., Globalizing Agro-food, Λονδίνο: Routledge, 1997.
[9] Βλ., για παράδειγμα, τον ισχυρισμό του Michel Crozier πως ακόμα και στους μεγάλους γραφειοκρατικούς οργανισμούς, η συμπεριφορά-κλειδί είναι «η επιμονή του ατόμου για την αυτονομία του και η απάρνηση των εξαρτητικών σχέσεων», The Bureaucratic Phenomenon, Σικάγο: University Press of Chicago, 1964, σελ. 290.