Σημ.: Το συγκεκριμένο κείμενο είναι το πρώτο μέρος από ένα συνολικότερο δοκίμιο του Ζυγκμουντ Μπάουμαν, «Το σεξ στη μεταμοντέρνα κοινωνία» [“On the postmodern uses of sex” στο πρωτότυπο]. Η μετάφραση έγινε από κοινού με τον Κωνσταντίνο Καρουσάκη το 2019, και το τελικό κείμενο δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Κοινοί Τόποι: Σχόλια για τον ψυχισμό της εποχής (τχ. 2, 2020, σσ. 95 – 120). Το δεύτερο μέρος υπάρχει ΕΔΩ και το τρίτο μέρος ΕΔΩ.
——————————————————————–
Στο πολύ ενδιαφέρον και μακροσκελές δοκίμιο La llama doble – Amor y erotismo [Η διπλή φλόγα: αγάπη και ερωτισμός], το οποίο εκδόθηκε το 1993, ο σπουδαίος Μεξικάνος στοχαστής Octavio Paz διερευνά την περίπλοκη αλληλεπίδραση ανάμεσα στο σεξ, τον ερωτισμό και την αγάπη – τρεις πολύ κοντινοί συγγενείς μεν, αν και τόσο αντίθετοι μεταξύ τους, μέχρι του σημείου να χρειαζόμαστε κι από μια ξεχωριστή γλώσσα για τον καθένα προκειμένου να ορίσουμε την ύπαρξή τους.
Η βασική μεταφορά του βιβλίου, και η καταλληλότερη, είναι αυτή της φωτιάς: πάνω απ’ την αρχέγονη φωτιά του σεξ, την οποία άναψε η φύση πολύ πιο πριν απ’ τα πρώτα σκιρτήματα της ανθρωπότητας, αναδύεται η κόκκινη φλόγα του ερωτισμού, στο άκρο της οποίας τρεμοπαίζει η μπλε φλόγα της αγάπης. Δεν θα υπήρχε φλόγα χωρίς να υπάρχει φωτιά· αλλά υπάρχουν πολλά περισσότερα πράγματα μέσα στο αμάλγαμα της κόκκινης και της μπλε φλόγας, και σε κάθε μια από αυτές, απ’ ότι μέσα στην ίδια τη φωτιά από την οποία προήλθαν.
Σεξ, ερωτισμός και αγάπη είναι ενωμένα, αν και διαφορετικά.
Μετά βίας μπορούν να υπάρξουν ανεξάρτητα το ένα απ’ το άλλο, όμως, ακόμα κι έτσι, η ύπαρξή τους εξαντλείται σ’ έναν διαρκή πόλεμο ανάμεσά τους για την ανεξαρτησία τους.
Είτε διαδοχικά είτε ταυτόχρονα, τα μεταξύ τους σύνορα μεταβάλλονται με άγριους ρυθμούς από τα πεδία μαχών για την υπεράσπιση των γραμμών και από τις εισβολές.
Πολλές φορές η λογική του πολέμου απαιτεί την άρση ή την καταστολή των διασυνοριακών εξαρτήσεων· πολλές φορές, επίσης, οι στρατοί εισβολής διασχίζουν τα σύνορα με όλες τους τις δυνάμεις σκοπεύοντας στην εκμηδένιση του αντιπάλου και στην αποικιοποίηση της επικράτειάς του.
Στρεβλωμένες από τέτοιου τύπου αντιφατικές παρορμήσεις, οι περιοχές του σεξ, του ερωτισμού και της αγάπης φημίζονται για την ασάφεια των ορίων τους, και οι αφηγήσεις οι οποίες υπηρετούν (ή, καλύτερα, που παράγουν) αυτά τα όρια είναι γνωστές για τη σύγχυση που προκαλούν και την εχθρότητα που δείχνουν προς την αναλυτική ματιά και την ακριβολογία.
Έτσι, ο Octavio Paz μάς θυμίζει ότι το σεξ είναι το λιγότερο ανθρώπινο από τα τρία. Πράγματι, το σεξ είναι περισσότερο προϊόν της φύσης, παρά της κουλτούρας: το μοιραζόμαστε με ένα μεγάλο μέρος του υπόλοιπου ζωικού βασιλείου.
Στη φυσική του μορφή, δηλαδή αποκαθαρμένο από οποιοδήποτε πολιτιστικό συγκείμενο, το σεξ είναι πάντοτε το ίδιο· όπως παρατήρησε ο Theodore Zeldin, «έχει γίνει πολύ περισσότερη πρόοδος στο μαγείρεμα παρά στο σεξ»[1].
Είναι η ερωτική μετουσίωση του σεξ, η φαντασία και τα σεξουαλικά υποκατάστατα που διαρκώς μεταβάλλονται. Όλη η «ιστορία του σεξ» είναι, επομένως, η πολιτιστική διαχείριση του σεξ. Αυτό ξεκινά με τη γένεση του ερωτισμού – μέσα από το πολιτιστικό τέχνασμα του διαχωρισμού της σεξουαλικής εμπειρίας (με την έννοια του βιώματος [Erlebnis], όχι της πείρας [Erfahrung]), και ιδιαιτέρως, της ηδονής που συνοδεύει μια τέτοια εμπειρία, από την αναπαραγωγή, δηλαδή την πρωταρχική λειτουργία του σεξ, τον λόγο ύπαρξής του.
Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η φύση δεν παίρνει τα ρίσκα της και, γι’ αυτόν τον λόγο, μόνο άσωτη δεν θα μπορούσε να είναι: για να πετύχει διάνα, γαζώνει τον στόχο της με σφαίρες. Το σεξ δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα σεξουαλικώς αναπαραγωγικά είδη είναι εφοδιασμένα, κατά κανόνα, με αποθέματα σεξουαλικής ενέργειας και ικανότητα για σεξουαλικές συνευρέσεις σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες απ’ τις απαιτούμενες επιταγές της αναπαραγωγής.
Ως εκ τούτου, ο ερωτισμός δεν είναι ένα αμιγώς πολιτιστικό κατόρθωμα, ούτε μια βίαιη πράξη η οποία διαπράττεται κατά της φύσης, δηλαδή μια «αφύσικη πράξη»· ουσιαστικά, η φύση παρασύρει την ανθρώπινη σπιρτάδα προς την επινοητικότητα, η οποία είναι τόσο πληθωρική όσο και η ίδια η φύση στο να μετασχηματίζει τεράστιους, πλεονάζοντες και αναξιοποίητους όγκους σεξουαλικής ενέργειας και επιθυμίας.
Αυτό το πλεόνασμα αποτελεί, ουσιαστικά, το διαρκές κάλεσμα για πολιτιστική εφευρετικότητα. Ωστόσο, οι χρήσεις στις οποίες μπορούμε να θέσουμε αυτό το αναπαραγωγικό πλεόνασμα και την αχρησιμοποίητη περίσσεια είναι μια πολιτιστική δημιουργία.
Ο ερωτισμός υπάρχει ακριβώς ως ανακύκλωση αυτής της περίσσειας. Εξαρτάται από την πρόσθεση υπεραξίας στη σεξουαλική πράξη – πέρα και πάνω από την αναπαραγωγική της λειτουργία. Τα ανθρώπινα όντα δεν θα ήταν ερωτικά πλάσματα αν πρωτίστως δεν ήταν σεξουαλικά όντα· η σεξουαλικότητα είναι το μόνο έδαφος πάνω στο οποίο μπορούμε να φυτέψουμε και να καλλιεργήσουμε τους πολιτιστικούς σπόρους του ερωτισμού – παρ’ όλα αυτά, το εν λόγω έδαφος έχει περιορισμένη γονιμότητα.
Ο ερωτισμός, ενώ βασίζεται στην αναπαραγωγή, την υπερβαίνει ευθύς εξαρχής· η ζωτική ορμή της αναπαραγωγής μετατρέπεται σύντομα σε περιορισμό. Προκειμένου να μεταχειριστεί ελεύθερα και να επεξεργαστεί κατά τη δική του βούληση τις πλεονάζουσες δυνατότητες της σεξουαλικότητας, ο ερωτισμός θα πρέπει να «μπολιαστεί» μέσα σε άλλα εδάφη μεγαλύτερης απόδοσης και επιπρόσθετης θρεπτικής ισχύος· η κουλτούρα θα πρέπει να απελευθερώσει τη σεξουαλική απόλαυση από την πρωταρχική χρηστική εφαρμογή της, ήτοι την αναπαραγωγή.
Γι’ αυτόν τον λόγο, η αναπαραγωγική λειτουργία του σεξ είναι, την ίδια στιγμή, η απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά και ένα αγκάθι στη σάρκα του ερωτισμού: υπάρχει ένας άθραυστος σύνδεσμος, αλλά και μια σταθερή ένταση μεταξύ αυτών των δύο, και η ένταση είναι τόσο αμείωτη, όσο ακριβώς αρραγής είναι και ο σύνδεσμος.
Θεωρητικά μιλώντας, υπάρχουν ποικίλες στρατηγικές διαχείρισης της έντασης. Όλες τους είναι δοκιμασμένες, και η «ιστορία του σεξ» θα μπορούσε να ειπωθεί μέσα από τις μετατοπίσεις από τη μια στρατηγική στην άλλη, όπου κάθε διαφορετική στρατηγική θα κέρδισε προσωρινά την πολιτιστική κυριαρχία ανά ιστορική εποχή. Ωστόσο, οι επιλογές μας είναι περιορισμένες. Σε γενικές γραμμές, καθορίζονται από την παράταξη των πολιτιστικών δυνάμεων είτε στα σύνορα μεταξύ σεξ και ερωτισμού, είτε στα σύνορα μεταξύ ερωτισμού και αγάπης, καθώς και από συγκεκριμένους συνδυασμούς των πολιτιστικών στρατευμάτων σε αμφότερες τις επικράτειες.
Με κίνδυνο να απλοποιήσουμε τα πράγματα, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι, στη νεωτερική εποχή, η κουλτούρα συσπειρώθηκε γύρω από δύο, κατά κύριο λόγο, στρατηγικές με σκοπό τη δημιουργία του κυρίαρχου παραδείγματος.
Η πρώτη -όπως επισήμως την προώθησαν και την υποστήριξαν η νομοθετική εξουσία του κράτους, η ιδεολογική επιρροή της εκκλησίας καθώς και το σχολείο- ήταν η στρατηγική επιβολής ορίων εκ μέρους των αναπαραγωγικών λειτουργιών του σεξ στην ελευθερία της ερωτικής φαντασίας από τις αναπαραγωγικές λειτουργίες του σεξ, υποβαθμίζοντας το ανεξέλεγκτο πλεόνασμα σεξουαλικής ενέργειας στις πολιτιστικά και κοινωνικά εξαχρειωμένες σφαίρες της πορνογραφίας, της πορνείας και των εξωσυζυγικών σχέσεων.
Η άλλη -πάντα κουβαλώντας μια χροιά εναντίωσης και επαναστατικότητας- ήταν η ρομαντική στρατηγική του ξηλώματος των δεσμών ανάμεσα στον ερωτισμό και το σεξ και, αντ’ αυτού, της σύνδεσης του ερωτισμού με την αγάπη.
Αναφορικά με την πρώτη στρατηγική, ο ερωτισμός θα πρέπει να επικυρώνεται με όρους σεξουαλικής (αναπαραγωγικής) χρησιμότητας, με την εισαγωγή στην εξίσωση μιας τρίτης μεταβλητής, η οποία είναι η αγάπη, σαν ένα ευπρόσδεκτο, αλλά και εξωραϊστικό, μεταφυσικό στοιχείο. Το ίδιο το σεξ ήταν «πολιτιστικά άφωνο» – δεν είχε τη δική του γλώσσα ως μέρος μιας καθομιλουμένης γλώσσας και ως μέσο καθημερινής επικοινωνίας.
Όπως επισήμανε ο Stephen Kern, σε σύγκριση με το σεξ κατά τον 20ο αιώνα, η συνουσία στα μέσα του 19ου αιώνα «ήταν θανάσιμα σοβαρή υπόθεση» και «τελείωνε απότομα» επειδή «το ιντερλούδιο μετά τη συνουσία ήταν εξαιρετικά αμήχανο εφόσον το ζευγάρι πλέον έπρεπε να κοιτάζεται στα μάτια, με ανοιχτά τα φώτα, ή να κοιτάνε αλλού ή να ξεκινήσουν να κουβεντιάζουν ή να υπομείνουν μία αμήχανη και ενοχλητική σιωπή».
Σχετικά με τη δεύτερη στρατηγική, η αγάπη κατέστη η μοναδική νομιμοποιητική δύναμη και ο ερωτισμός υποβιβάστηκε σε μια καρικατούρα της αγάπης, ενώ η σύνδεσή του με τη σεξουαλικότητα είτε αποδοκιμάστηκε, είτε συρρικνώθηκε σε κάτι που, αν και ευχάριστο, είναι επουσιώδες.
Και στις δύο στρατηγικές, o ερωτισμός αναζητούσε να αγκυροβοληθεί σε κάτι άλλο απ’ αυτόν τον ίδιο – είτε στο σεξ, είτε στην αγάπη· αμφότερες αυτές οι δύο στρατηγικές ήταν παράμετροι μιας ορισμένης πολιτικής συμμαχιών, και αναζήτησαν τους δυνητικούς τους συμμάχους πέρα από τα όρια του ερωτισμού.
Αμφότερες αυτές οι στρατηγικές προϋποθέτουν ότι η πολιτιστική διαχείριση και η ανακατανομή του πλεονάσματος σεξουαλικής ενέργειας χρειάζονται μια λειτουργικού τύπου κατοχύρωση και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να σταθούν από μόνες τους και να λειτουργούν ως αυτοσκοποί ή αυταξίες. Και οι δύο αυτές στρατηγικές προέκυψαν μέσα από τη σιωπηρή υπόθεση ότι, αφήνοντας την ανθρώπινη ερωτική εφευρετικότητα χωρίς περιορισμούς, πολύ σύντομα ο έλεγχος θα χανόταν, προκαλώντας το χάος μέσα στους ευαίσθητους ιστούς των ανθρώπινων σχέσεων.
Επομένως, χρειάζονται εξωτερικές, έγκυρες και πολύτροπες δυνάμεις προκειμένου να συμπεριλάβουν τον ερωτισμό εντός αποδεκτών ορίων και να αποσοβήσουν πιθανές καταστρεπτικές πλευρές του.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η ύστερη νεωτερική ή μεταμοντέρνα ερμηνεία του ερωτισμού εμφανίζεται ως μια άνευ προηγούμενου αυθεντική ανακάλυψη και καινοτομία. Η εν λόγω ερμηνεία δεν εισηγείται κάποια συμμαχία του ερωτισμού με τη σεξουαλική αναπαραγωγή και την αγάπη, διεκδικεί την ανεξαρτησία του πρώτου και αρνείται κατηγορηματικά κάθε ευθύνη για τον αντίκτυπο που ενδέχεται να έχει στη δεύτερη και στην τρίτη. Με υπερηφάνεια και θάρρος διακηρύσσει ότι ο ερωτισμός δεν έχει άλλο σκοπό, πέρα από την ίδια του την ύπαρξη.
Όπως το έθεσαν επιγραμματικά οι Marc C. Taylor και Esa Saarinen, «η επιθυμία δεν επιθυμεί την ικανοποίηση· αντιθέτως, η επιθυμία επιθυμεί την επιθυμία»[2]. Στο παρελθόν, ακόμα κι όταν αυτοί οι ισχυρισμοί εκφράζονταν, έστω σπανίως και χαμηλόφωνα, χαρακτηρίζονταν ως λιμπερτινική αίρεση και εξορίζονταν στο νησί του διαβόλου ως σεξουαλική διαταραχή και ανωμαλία.
Στις μέρες μας, η αυτάρκεια του ερωτισμού, η ελευθερία να αναζητά κανείς σεξουαλικές απολαύσεις για την πάρτη του και μόνο, έγινε η νέα πολιτιστική νόρμα, αλλάζοντας ρόλους με όσους μέχρι πρότινος της ασκούσαν κριτική, εξοβελίζοντάς τους στο μουσείο [Kunstkammer] με τα αξιοπερίεργα κειμήλια της κουλτούρας και τα λείψανα των ειδών προς εξαφάνιση.
Επί του παρόντος, ο ερωτισμός απέκτησε τη δική του υπόσταση, σε αντίθεση με το παρελθόν που δεν μπορούσε να σταθεί μόνος του στα πόδια του αλλά, από την άλλη, παραμένει σε κατάσταση ανήκουστης ελαφρότητας και αραιότητας: ένας ερωτισμός «με τους ζυγούς λυμένους», αδέσμευτος, ατίθασος και μπόσικος – ο μεταμοντέρνος ερωτισμός είναι, από την μία πλευρά, πολύ εύκολο να εκφραστεί, μέσα σε οποιαδήποτε σχέση, από την άλλη, όμως, μπορεί να εγκαταλείψει με την ίδια ευκολία οποιαδήποτε σχέση.
Επίσης, είναι εύκολη λεία για άλλες δυνάμεις, οι οποίες είναι πρόθυμες να εκμεταλλευτούν τις σαγηνευτικές του ικανότητες.
Η θεώρηση της «ερωτικής επανάστασης» ως αποκύημα των «δυνάμεων της αγοράς» έχει περιέλθει σε ένα είδος φολκλόρ των κοινωνικών επιστημών (ένα μήνυμα το οποίο γινόταν ολοένα και πιο βολικό προκειμένου να καλύψει με μυστήριο την περιβόητη φήμη του αλλοπρόσαλλου αποστολέα).
Οι κοινωνικές επιστήμες, πρόθυμες να γεμίσουν το κενό που άφησαν πίσω τους η «Θεία Πρόνοια» και οι «νόμοι της προόδου», προσπαθούν με επιστημονικά προσανατολισμένες μελέτες να ερευνήσουν τις μεταβολές στην ανθρώπινη συμπεριφορά και, ως εκ τούτου, αναζητούν έναν υποψήφιο προκειμένου να τον τοποθετήσουν στη θέση του «καθοριστικού παράγοντα», επειδή αυτή έμεινε άδεια – και οι «δυνάμεις της αγοράς» δεν είναι κι άσχημος, ίσως και από πολλές απόψεις αρκετά καλύτερος υποψήφιος από διάφορους άλλους.
Εγώ για μια φορά δεν ανησυχώ ιδιαίτερα για το κενό που παραμένει, και που αυτή η ερμηνευτική θέση δεν έχει καλυφθεί ακόμα. Μπορούμε να κατακρίνουμε δριμύτατα τις «δυνάμεις της αγοράς» για επικείμενη και άσκοπη εκμετάλλευση πόρων χωρίς κανέναν ενδοιασμό, καθώς και για εκμετάλλευση αυτών των πόρων για καθαρά εμπορικούς σκοπούς αγνοώντας τις καταστροφικές συνέπειες επί του ζητήματος, συμπεριλαμβανομένων όσων είναι επιλήψιμων σε πολιτισμικό και ηθικό επίπεδο.
Αλλά αν τους αποδώσουμε τις ταχυδακτυλουργικές ικανότητες να εμφανίσουν ως δια μαγείας τους πόρους που εκμεταλλεύονται, είναι σαν να παραδεχόμαστε πως η πατρότητα του χρυσού που βρέθηκε στον δοκιμαστικό σωλήνα πιστώνεται στον αλχημιστή: αυτή η διαδικασία συνιστά περισσότερο μια μαγική, και όχι μια επιστημονική εξήγηση (αν και πολλές φορές, η διαφορά μεταξύ των δύο είναι σχετικά ασαφής για τις κοινωνικές επιστήμες).
Χρειάζονται πολλά περισσότερα από την απληστία για κέρδος, τον ελεύθερο ανταγωνισμό και τη συνεχή εκλέπτυνση των διαφημιστικών μέσων, για να είναι επιτυχημένη μια πολιτιστική επανάσταση εφάμιλλη της χειραφέτησης του ερωτισμού από τη σεξουαλική αναπαραγωγή και την αγάπη.
Για να αξιοποιηθεί ο ερωτισμός ως οικονομικός παράγοντας θα πρέπει πρώτα να έχει μεταποιηθεί πολιτισμικά ούτως ώστε να λάβει κατάλληλη μορφή για να μεταμορφωθεί σε ελκυστικό εμπόρευμα.
—————————————————————
[1] Theodor Zeldin, An Intimate History of Humanity, Νέα Υόρκη, Harper-Collins, 1994, σ. 86ff.
[2] Marc C. Taylor και Esa Saarinen, Imagologies: Media Philosophy, Λονδίνο, Routledge, 1994.