Camille Paglia – Κρετίνοι, βερμπαλιστές, τύραννοι και λοιποί ακαδημαϊκοί

Σημ.: Το κείμενο της Camille Paglia, “Ninnies, Pedants, Tyrants and Other Academics” (NYT, 5 Μαΐου 1991), μεταφράστηκε για να συμπεριληφθεί στην ύλη του δεύτερου τεύχους του περιοδικού Κοινοί Τόποι: Σχόλια για τον ψυχισμό της εποχής (τχ. 2, 2020, σσ. 57-66).


 

Τα παιδιά του Μάη ξανάρχονται. Είκοσι χρόνια πέρασαν, και πολλοί από μας, είτε λόγω βλακείας, είτε λόγω ύβρεως, είτε λόγω γκαντεμιάς, πέθαναν ή αφέθηκαν κοιμώμενοι στη γη των λωτοφάγων. Επιπόλαιοι αριβίστες έκαναν κατάληψη στα ανάκτορα, λεηλατώντας και σπαταλώντας τον θησαυρό που με ευγενές ήθος διαφύλαξαν τόσες και τόσες γενεές. Ήρθε η ώρα να ξεκαθαρίσει το τοπίο.

Το νούμερο ένα πρόβλημα σήμερα δεν είναι η αμάθεια των φοιτητών, αλλά η ασχετοσύνη των καθηγητών, οι οποίοι έχουν αντικαταστήσει την εγκυκλοπαιδική μόρφωση πάνω στην παγκόσμια ιστορία της τέχνης και της σκέψης με την επιδερμική «εξειδίκευση» και τον «θεωρητικό εκλεκτικισμό» (τι όρος!). Η ιδέα της εξειδίκευσης σε οποιονδήποτε τομέα των επιστημών του ανθρώπου, με το συνεπακόλουθο φαινόμενο της ίδρυσης ανθρωπιστικών σχολών με ημερομηνία λήξης, ήταν ανέκαθεν λανθασμένη.

Την εμπνεύστηκαν, σ’ αυτή την ανδροκρατούμενη χώρα των σκαπανέων που ποτέ δεν πήραν στα σοβαρά τις τέχνες, πιθηκίζοντας σπασμωδικά τις φυσικές επιστήμες, όπου μπορεί κανείς όντως να εξειδικευτεί σε βάθος και ωφέλιμα πάνω στις νυχτοπεταλούδες, τα πτεριδόφυτα ή τους πυριγενείς λίθους. Αλλά δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική εξειδίκευση σε καμιά επιστήμη του ανθρώπου, χωρίς να υπάρχει γνώση γύρω απ’ όλες τις επιστήμες του ανθρώπου. Η τέχνη είναι ένα απέραντο δίκτυο έργων αλληλοσυνδεόμενων μεταξύ τους από αρχαιοτάτων χρόνων, μια επινοημένη παράδοση. H ιδρυματοποίησή της είναι, σε κάθε περίπτωση, μια διαστροφή.

Αυτός είναι και ένας απ’ τους κύριους λόγους της ασφυκτικότητας και της αποκρουστικότητας μεγάλης μερίδας της κριτικής θεωρίας του 20ου αιώνα, σε σύγκριση με τα belles lettres του 19ου αιώνα. Οι Αμερικανοί ακαδημαϊκοί παροτρύνονται απ’ τους ίδιους τους θεσμούς, αρχικά απ’ την ανώτατη εκπαίδευση και κατόπιν απ’ τα ιδρύματα που τους προσλαμβάνουν, να γίνονται ολοένα και πιο ρηχοί.

Σ’ έναν μοντέρνο αλλοτριωμένο κόσμο διαχωρισμών και υποκειμενικότητας, ο στόχος μιας περιεκτικής οπτικής της κουλτούρας που θα αξίωνε την οικουμενική παιδεία, όπως τον υποστήριζε η γερμανική σχολή σκέψης, έχει εγκαταλειφθεί ως ουτοπικός. Αλλά το παλιό γερμανικό στυλ –νηφάλιο, πρακτικό, ακριβές, διαυγές και φιλομαθές– είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε για να γιατρευτούμε απ’ τις συγχύσεις και τις υπερβολές. Μόνον όσοι έχουν μυαλό κουκούτσι αδυνατούν να δουν τα σύνολα και το όλον.

Τόσο η πανεπιστημιακή εκπαίδευση όσο και η κριτική στις τέχνες προϋποθέτουν διδάσκοντες και ερευνητές που κατανοούν την ιστορία του πολιτισμού με την ευρεία έννοια του όρου. Οι χολυγουντιανές ταινίες της δεκαετίας του ’50 με θέμα τη Βίβλο, όπως Οι Δέκα Εντολές και ο Μπεν Χουρ, με τις επικές μάχες ανάμεσα στην παγανιστική και στην ιουδαιοχριστιανική κουλτούρα, λένε μεγαλύτερες αλήθειες για την τέχνη και την κοινωνία απ’ ό,τι οι γαλλολάγνοι ιδεολόγοι που έχουν καταντήσει τις καλύτερες πτυχές της αμερικανικής ανώτατης εκπαίδευσης σε φαρσοκωμωδία.

Επί δεκαπέντε χρόνια, φυτευτοί Αμερικανοί ακαδημαϊκοί έχουν απαρνηθεί την έρευνα και τη μάθηση για να βρεθούν στο αδιέξοδο του Ferdinand de Saussure (1857 – 1913), από του οποίου το ελαττωματικό σύστημα γλωσσολογίας εμπνέονται οι Ζακ Λακάν, Ζακ Ντεριντά, Μισέλ Φουκώ, καθώς και οι Παριζιάνες μαθήτριές τους, η Julia Kristeva και οι υπερεκτιμημένες προπαγανδίστριες του φεμινισμού Helene Cixous και Luce Irigaray.

Ο Λακάν ήταν ένας ανιστόρητος ψυχαναλυτής που το μονότονα σκοτεινό έργο του είναι απλώς ένα ζηλόφθονο λουστράρισμα του κατά πολύ σπουδαιότερου Φρόυντ.

Ο Ντεριντά είναι ένας χαϊντεγκεριανός φιλόσοφος που έχει πείσει τους ευκολόπιστους ακαδημαϊκούς ότι δεν υπάρχει νόημα ή τάξη στην ιστορία και ότι κάθε κειμενική μορφή καταρρέει σε αυτοκαταβροχθιστικά θραύσματα.

Ο Φουκώ ήταν ένας ριζοσπάστης φιλόσοφος της μοντέρνας ιστορίας του πνεύματος, ο οποίος ήταν άσχετος με οτιδήποτε είχε προηγηθεί του Διαφωτισμού και με οτιδήποτε βρισκόταν εκτός Γαλλίας.

Αυτοί οι ελάσσονες Γάλλοι θεωρητικοί ασκούν καταστροφική επιρροή στην αμερικανική παιδεία.

Ο Λακάν ενθαρρύνει τις πομπώδεις μεγαλοστομίες και ο Φουκώ διδάσκει τον φτηνό κυνισμό, ενώ η επιθετική μέθοδος του Ντεριντά, η λεγόμενη «αποδόμηση», τσουβαλιάζει συστηματικά την υψηλή κουλτούρα με την αναγωγή όλων των πραγμάτων στη γλώσσα μόνο και μόνο για να οδηγήσει, κατόπιν, τη γλώσσα στην αυτοκαταστροφή της. Ολόκληρη η σχολή σκέψης του Saussure βρίσκεται υπό καθεστώς φαντασιόπληκτων παραισθήσεων αναφορικά με τη ζωή, την τέχνη και τη σκέψη.

Στο βιβλίο Ισόβιοι ριζοσπάστες[1], το οποίο αντιμετωπίζει όλους αυτούς τους μοδάτους ψωνισμένους ακαδημαϊκούς με τη χλεύη που τους αξίζει, ο Ρότζερ Κίμπαλ λέει κάτι για το οποίο θα τον διόρθωνα – ισχυρίζεται ότι οι ριζοσπάστες της δεκαετίας του ’60 βρίσκονται τώρα σε θέσεις ελέγχου σε όλα τα μεγάλα πανεπιστήμια. Είναι πολύ γενναιόδωρος. Σχεδόν κανένας αριστερός ακαδημαϊκός αυτής της χώρας δεν είναι παραπάνω ριζοσπάστης απ’ τη θειά μου.

Οι ριζοσπάστες των 60’s δύσκολα να πήγαν πανεπιστήμιο∙ κι αν το έκαναν, οι περισσότεροι τα παρατούσαν.

Κι ακόμα κι αν τα κατάφερναν, τους ήταν, στη συνέχεια, μπελάς να βρουν μια δουλειά και να την κρατήσουν.

Παραμένουν αδέσποτοι, απομονωμένοι, αντισυμβατικοί.

Οι αριστεροί ακαδημαϊκοί του σήμερα είναι καμαρωτοί δήθεν, πουθενάδες φλώροι που έχασαν το τρένο των 60’s την ώρα που αγωνίζονταν για τους βαθμούς τους κλεισμένοι σε μια βιβλιοθήκη και έγλειφαν το διδακτικό προσωπικό. Η πολιτικοποίησή τους ήρθε πολύ αργότερα, από δεύτερο χέρι και συστημένη απ’ την εισαγόμενη παριζιάνικη παράνοια της δεκαετίας του ’70. Αυτοί οι άνθρωποι αναρριχήθηκαν στην κορυφή όχι επειδή αμφισβήτησαν το σύστημα, αλλά επειδή ενσωματώθηκαν σ’ αυτό με εύρυθμο τρόπο. Είναι συνδαιτυμόνες, είναι Ρόζενκραντζ και Γκίλντενστερν[2], προνομιούχοι οπορτουνιστές που καβάλησαν το κύμα της μόδας.

Οι περισσότεροι απ’ όσους έμειναν πιστοί στο πνεύμα της δεκαετίας του ’60 δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν –και σε μεγάλο βαθμό δεν τα κατάφεραν κιόλας– στα αποπνικτικά πανεπιστημιακά ιδρύματα του τέλους της δεκαετίας του ’60 και των αρχών της δεκαετίας του ’70.

Οι ακόλουθοι του Λακάν, του Ντεριντά και του Φουκώ μακράν του να είναι πολιτικές και πνευματικές διάνοιες, είναι στην πραγματικότητα οι απολιθωμένοι αντιδραστικοί των καιρών μας. Καβάλησαν το καλάμι με ιδέες που στις ΗΠΑ ήταν εντελώς ξεπερασμένες πολύ πριν το 1970. Ο Φουκώ μίλησε για το Περιμένοντας τον Γκοντώ του Μπέκετ ως την κομβική απελευθερωτική εμπειρία των Παριζιάνων της γενιάς του, οι οποίοι ξεπηδούσαν μέσα απ’ τον υπαρξισμό.

Όταν είδα αυτή την παράσταση το 1966 στο πανεπιστήμιο την κατανόησα ως μια μορφή απωθημένης διαταραχής άγχους ενός μουχλιασμένου μοντερνισμού, τον οποίον, η επανάσταση της δεκαετίας του εξήντα, φλεγόμενη απ’ τη ροκ μουσική, παρέσυρε στο διάβα της. Σ’ εκείνο το χρονικό σημείο, η ποπ κουλτούρα –αγενής, ζωηρή, αλήτικη– θριάμβευε στην Αμερική. Ο Άντυ Γουόρχολ και ο Κλάες Όλντενμπεργκ, αναζωογονώντας τα εμπορικά μοτίφ της καθημερινής ζωής, σκότωσαν την ευρωπαϊκή αβάν-γκαρντ μια για πάντα.

Η ιστορία του πνεύματος του ’60 μένει ακόμα να γραφτεί. Η ψυχεδέλεια, μια βαθύτατη αναδιάταξη της δυτικής αντίληψης, έχασε όλους τους μάρτυρές της, οι οποίοι τίναξαν τα μυαλά τους στον αέρα με LSD. O Έλβις Πρίσλεϊ, μια απ’ τις πιο σημαίνουσες προσωπικότητες του αιώνα, έσπασε τους φυλετικούς φραγμούς στη μουσική βιομηχανία, κι έτσι η γενιά μου κατακλύστηκε απ’ τη δυναμική, το πάθος και τη συναισθηματική αλήθεια της αφροαμερικανικής εμπειρίας. Aretha Franklin, Levi Stubbs, James Brown, Gladys Knight: αυτές οι φωνές, όπως και εκατοντάδες άλλες, είναι χαραγμένες στις συνειδήσεις μας.

Οι Μαύροι καλλιτέχνες είναι το αμερικανικό παράδειγμα της ζωηρής και ακμάζουσας προσωπικότητας, της δραματουργικής αυτοεκπλήρωσης και του πνευματικού μαγνητισμού της φωνής ενός ανθρώπου.

Με βάση ποια οπισθοδρομική συρρίκνωση της πραγματικότητας οι καθηγητές μας αραδιάζουν γαλλικές έννοιες όπως αυτή του «έκκεντρου υποκειμένου»; Είναι λογικό οι Γάλλοι να ένιωθαν έκκεντροι: μόλις τους είχε τσακίσει η Γερμανία. Οι Αμερικανοί στρατιώτες (μέσα σ’ αυτούς ήταν και οι θείοι μου) φάγανε σφαίρες για να γλιτώσουν τη Γαλλία τη στιγμή που ήταν σωριασμένη στο πάτωμα με τη ναζιστική μπότα να την πατά στη μούρη. Ως εκ τούτου, είναι εξοργιστικό να βλέπει κανείς τις γονυκλισίες μαμμόθρεφτων Αμερικανών ακαδημαϊκών  μπροστά τη γαλλική εγωπάθεια.

Ο Λακάν, ο Ντεριντά και ο Φουκώ είναι οι ιδανικοί προφήτες της ανίσχυρης, αγχωμένης ακαδημαϊκής προσωπικότητας: παγιδευμένη σε φραστικές φόρμουλες και διηνεκώς καταστρατηγημένη από τις συνθήκες. Προσφέρουν μια αυτο-απενοχοποιημένη κοσμική εξήγηση για τη μόνιμη κατάσταση δυσφορίας, αποξένωσης, τρεμάμενης παθητικότητας και αδράνειας των ακαδημαϊκών.

Η δημοτικότητά τους απεικονίζει το ψυχολογικό κενό μεταξύ καθηγητών και φοιτητών, το οποίο έχει προκαλέσει σοβαρή βλάβη στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση.

Οι απόγονοι του Λακάν, του Ντεριντά και του Φουκώ είναι άσχετοι: άσχετοι με την ιστορία του πνεύματος του 19ου αιώνα, η οποία ήταν η πηγή ανάπτυξης της επιχειρηματολογίας τους, και άσχετοι με την Αμερική, η οποία έφτασε πολύ πιο μακριά απ’ την ευρωπαϊκή σκέψη αφ’ης στιγμής εφευρέθηκε το Χόλυγουντ. Πιο συγκεκριμένα, η γαλλική σκέψη της δεκαετίας του ’70 ήταν πέρα για πέρα εκτός τόπου αναφορικά με την εσωτερική πολιτική δυναμική της Αμερικής. Είχαμε ήδη έναν κορυφαίο θεωρητικό, πολύ πιο σπουδαίο από κάθε μεταπολεμικό Γάλλο μετά τον Σαρτρ: τον Norman O. Brown.

Στα βιβλία του Η ζωή εναντίον του θανάτου (1959) και Η αγάπη του σώματος (1966), o Μπράουν, έχοντας ευρυμάθεια και κλασική παιδεία, κάνει μια αξεπέραστη σύζευξη λογοτεχνίας, φιλοσοφίας, ψυχανάλυσης, ιστορίας και πολιτικής. Αυτά τα δυο βιβλία είχαν εντυπωσιακό αντίκτυπο στην Αμερική του ’60. Την ίδια περίοδο εκδόθηκε η τετράτομη Κοινωνική ιστορία της τέχνης[3] του Arnold Hauser, ενός μαρξιστή με εξαίρετη ευρυμάθεια και αξιοθαύμαστη ακρίβεια, στο γερμανικό στυλ. Είναι χάρις στον Hauser που ο Φουκώ μου φάνηκε, απ’ την πρώτη στιγμή που ήρθα σε επαφή με το έργο του το 1971, εντελώς σαχλαμάρας.

Αλλά η γενιά μου καταδικάστηκε να ζήσει όλα όσα ο γηραιότερος Norman O. Brown δεν μπορούσε καν να φανταστεί. Θέσαμε τον μύθο του Διόνυσου σε δράση και στουκάραμε στο ντουβάρι της πραγματικότητας. Η δεκαετία του εξήντα επαναστατικοποίησε τη συνείδηση, αλλά αναζητώντας το βασίλειο της σοφίας στον δρόμο της ασωτίας πολλοί από μας χάσαμε το μυαλό μας, τη δουλειά μας ή τη ζωή μας μέσα στα ναρκωτικά, στα σεξουαλικά όργια ή, σύμφωνα με τα δικά μου βίτσια, στη διαρκή αντιπαράθεση με την εξουσία.

Η ανταρσία της δεκαετίας του ‘60 ενάντια στον αστικό κομφορμισμό και στην ευυποληψία της δεκαετίας του ’50 έφτασε τη ζωή στα άκρα και εξερεύνησε τα απόλυτα όρια του δυνατού. Η γαλλομανία της δεκαετίας του ’70 ήταν μια απόδραση απ’ τις αλήθειες των της δεκαετίας του ‘60, μια αντιδραστική διαφυγή προς την προσποιητή αφαίρεση και τον ορθολογισμό, μασκαρεμένη σε δυσπιστία απέναντι στον Λόγο.

Πέρσι παραβρέθηκα σε μια διάλεξη που έδωσε μια εξέχουσα φεμινίστρια, μέλος της Ivy League[4], στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Ήταν μια εφιαλτική εμπειρία, και φοβάμαι πως συμπεριφέρθηκα κάπως άσχημα. Μια κοντορεβιθούλα και κακοντυμένη αλλά κατά τ’ άλλα πολύ συμπαθής γυναίκα με μονόχνοτη φωνή μάς έδειχνε διαφάνειες πανέμορφων διαφημίσεων και εικονογραφήσεων από περιοδικά μόδας επιχειρώντας να τις αποδομήσει με ένα άσχημο, άκομψο, προκλητικό και στρυφνό λακανικό λεξιλόγιο που σίγουρα, πέρα από δυο-τρεις ανθρώπους, κανείς απ’ το ακροατήριο δεν παίζει να κατάλαβε. Μια μπρουτάλ γλώσσα περί «ακρωτηριασμού», «καρατόμησης», «στραγγαλισμού», «υποταγής» και «υποδούλωσης» κατέκλυσε την ατμόσφαιρα. Άρχισα να σφαδάζω πάνω στο κάθισμά μου. Προς αγανάκτηση όσων κάθονταν δίπλα μου, δεν κατάφερα να καταπνίξω τις παραπονιάρικες οιμωγές μου: «Ωχ!», «Ήμαρτον!» και «Έλεος!».

Στο τέλος κούνησα τα χέρια μου και, υπό την ευγενική ανοχή της καθηγήτριας, έδωσα μια ταραχώδη ομιλία αποκηρύσσοντας την ανικανότητα των φεμινιστριών να συμφιλιωθούν με την ομορφιά και την απόλαυση, σε αντίθεση με τους γκέι άντρες που έχουν κάνει ασύλληπτες πολιτιστικές συνεισφορές επί τούτου. Τόσο η διάλεξη αυτή όσο και η γενικότερη εκείνη προσέγγιση της ζωής και της σκέψης καταπίεζαν διανοητικά όλες οι νεαρές κοπέλες του ακροατηρίου, που έμοιαζαν πεπεισμένες ότι η ακατανοησία της διάλεξης σήμαινε πως άκουγαν κάτι σπουδαίο. Ο Λακάν είναι ένας τύραννος που πρέπει να πάρει τα μπογαλάκια του και να πάει σε άλλη παραλία.

Η αποδόμηση είναι παράλογη στις ΗΠΑ γιατί ποτέ δεν είχαμε και καμιά υψηλή κουλτούρα της προκοπής. Μακράν του να είμαστε υπερμορφωμένοι, εξακολουθούμε να είμαστε αμόρφωτοι, κυριευμένοι από μια ποπ κουλτούρα της εικόνας η οποία λειτούργησε ως το κατεξοχήν μέσο διαπαιδαγώγησης της γενιάς μου. Μακράν του να είναι εγκλωβισμένη σ’ έναν καθωσπρεπισμό, η αμερικανική προσωπικότητα είναι εκρηκτική, αλαζονική, κυκλοθυμική, αθεράπευτα αισιόδοξη.

Είναι νεανική στον πυρήνα της, μέσα στον εκτυφλωτικό και ορμητικό εγωτισμό της, σαν τους χαρακτήρες που συναντούμε στις ταινίες, όπως ο υπερφίαλος νιόπαντρος σύζυγος στον Νιαγάρα του Henry Hathaway, o οικοδεσπότης με τα honey daiquiri κάπου στα προάστια του Κονέκτικατ απ’ την ταινία Auntie Mame του Morton DaCosta, ο αγροίκος στο Summertime του David Lean που περιφρονεί το βενετσιάνικο φαγητό ή εκείνος ο αγαπημένος των Γάλλων, ο Jerry Lewis, του οποίου ο μεθυστικός και παλαβός αυθορμητισμός αντιπροσωπεύει όλα όσα είναι αδύνατον να συμβούν στη σεμνότυφη Γαλλία.

Η ομοιότητά μας με τη Φύση είναι ένας απ’ τους λόγους που το πρόβλημά μας δεν είναι η καταπίεση, αλλά η παλινδρόμηση∙ η περιβόητη βία μας είναι ένα διαρκές ξέσπασμα πριμιτιβισμού, άναρχου ατομικισμού. H δεκαετία του εξήντα επιχείρησε μια επιστροφή στη φύση που κατέληξε σε παλινωδία. Ο καλοκάγαθος γυμνισμός και το παιγνιώδες κύλισμα στις λάσπες του Woodstock ήταν ένα εφήμερο ρουσσωικό όνειρο. Η γενιά μου, επηρεασμένη από το διονυσιακό ρεμπελιό της ροκ μουσικής, δοκίμασε να πράξει το πιο ριζοσπαστικό πράγμα απ’ την εποχή της γαλλικής επανάστασης. Αναρωτηθήκαμε: γιατί να υπακούω στους νόμους; Και, επιπλέον: γιατί να μην καθοδηγούμαι από τις σεξουαλικές μου ορμές; Το αποτέλεσμα ήταν το κατρακύλισμα στη βαρβαρότητα.

Η έκρηξη της θεωρίας τη δεκαετία του ’70 ήταν μια πανικόβλητη αντίδραση των βερμπαλιστών, οι οποίοι στάθηκαν ανίκανοι να ανταπεξέλθουν στη συναισθηματική και αισθητηριακή ροή της εικονοκλαστικής, ψυχεδελικής δεκαετίας του ‘60.

Ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια αναζήτησης μιας νέας εξουσίας, ενός νέου δόγματος που κακομεταχειρίστηκε και κακοποίησε έννοιες του μοντερνισμού προς ίδιον όφελος και επαγγελματική αποκατάσταση. Αν και παραγκωνίστηκαν από τους θεωρητικούς με τα φανατικά, άγονα εγκεφαλικά παιχνίδια τους, έννοιες όπως η αλλοτρίωση, η αγωνία και η σχετικότητα, όπως πήραν σάρκα και οστά στις ταινίες του ’50 και του ’60, εξακολουθούσαν να εκφράζουν θεμελιώδεις αξίες: την ομορφιά του προσώπου∙ τη δύναμη του συναισθήματος∙ τη γοητεία της ανθρώπινης όψης∙ την παρουσία της φύσης στη θάλασσα, στη σελήνη, στα σύννεφα, στη νύχτα∙ τη δεινότητα του καλλιτέχνη ως ηθοποιού, κινηματογραφιστή, σκηνοθέτη, παραγωγού· και, πάνω απ’ όλα, τον μαγνητισμό και την πολυπλοκότητα του σεξ.

Οι Γάλλοι θεωρητικοί σκοτώνουν τον έρωτα. Ο υποβόσκων ερωτισμός των λαμπρών Ευρωπαίων ηθοποιών, όπως της Jeanne Moreau, σηματοδότησε το αρχέτυπο του γυναικείου μυστηρίου και της γυναικείας αίγλης της γενιάς μου, κάτι που λείπει παντελώς απ’ την ολοκληρωτική κοσμοαντίληψη του μισογύνη Φουκώ. Κατ’ εμέ, το κορυφαίο «D» των Γάλλων δεν είναι ο Ντεριντά [Derrida], αλλά η Ντενέβ [Deneuve].

H ψυχεδέλεια των 60’s μας έκανε να ανοιχτούμε σε αισθήματα και μηνύματα εντός, εκτός και πέραν του κοινωνικού πεδίου. Αναζητήσαμε το αίνιγμα, το μυστήριο, τις «δονήσεις» ανάμεσα σε ανθρώπους και πλανήτες. Ένα ποίημα ή μια ταινία είχαν μαγικό κύρος. Ο γαλλισμός του ’70, απ’ την άλλη, είχε να κάνει με τον αυστηρό νοητικό έλεγχο, τα παιχνίδια εξουσίας του κριτικού πάνω στον καλλιτέχνη και το κείμενο.

Οι ακαδημαϊκοί, με ψυχή λογιστή, προσεγγίζουν πλέον την τέχνη σαν να είναι εμπορική συμφωνία, παζαρεύοντας διαπραγματεύσιμες και μετακινήσιμες ρήτρες.

Οι παλιότεροι μπητ ποιητές, με την περιφρόνηση που έδειχναν στα υλικά αγαθά, λειτούργησαν ως πνευματικό υπόδειγμα για μας τη δεκαετία του ’60. Στο Ουρλιαχτό και στο Καντίς ο Άλεν Γκίνσμπεργκ ανακάτεψε τη λυρική παράδοση του Γουίτμαν με τον εβραϊκό ηθικό ζήλο προκειμένου να αποδομήσει τους θεσμούς, την Ιστορία, την ταξική κοινωνία καθώς και έννοιες γύρω από τη σεξουαλική και νοητική κανονικότητα. Ο Γκίνσμπεργκ, μέσα από την επιρροή που άσκησε στον Μπομπ Ντίλαν άλλαξε τη ροκ και τον κόσμο.

Απεναντίας, οι ακαδημαϊκοί του ’70 τί προσέφεραν; Όχι φλογερούς αγίους, αλλά πλαστικές κούκλες του Ken: γουρλομάτες, άπληστες, αδίστακτες. Ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, όπως ο πρωτοπόρος Lenny Bruce (που έθεσε την κωμωδία στην υπηρεσία της κοινωνικής κριτικής), επηρεάστηκε από τις πλούσιες, μελωδικές φωνές και τους συγκεκομμένους τζαζ ρυθμούς της μουσικής των Μαύρων.

Η αφροαμερικανική κουλτούρα είναι ακόμη ριζωμένη στον αγροτικό Νότο, με την Ευαγγελική έξαψη και τους σπινθηροβόλους ιεροκήρυκες. Οι ψαλμωδίες των μπλουζ και οι εκκλησιαστικές χορωδίες των μαύρων είναι ζωντανές και εκστασιασμένες με το «πνεύμα», το οποίο οι Γάλλοι θεωρητικοί δεν θα αναγνώριζαν εκτός κι αν εμφανιζόταν και τους χτυπούσε κατακούτελα.

Περπατήστε στη Φιλαδέλφεια μια Κυριακή πρωί και θ’ ακούσετε μαγευτικούς καταρράκτες ήχων να ξεχύνονται από εκκλησίες Μαύρων. Και ποιος κάνει κήρυγμα στα τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών της Ivy League; Κάτι φοβητσιάρηδες, φαφλατάδες απατεώνες. Με τις μύτες τους κολλημένες πάνω στα λεξικά, αδυνατούν να δουν την αρχαία τέχνη του χορού, την ιερή ποίηση του σώματος η οποία προκαλεί τον φθόνο όλου του υπόλοιπου πλανήτη απέναντι στην Αμερική. Οι Μαύροι έφηβοι διευρύνουν τους ορίζοντες του χορού με απίστευτη μαεστρία.

Κάθε μήνα νέα μουσικά κινήματα που επινοούνται στον δρόμο, καταγράφονται σε μουσικά βίντεο και ακτινοβολούν σ’ ολόκληρο τον κόσμο, προς την ανήμπορη κατάπληξη των Ευρωπαίων και Γιαπωνέζων θαυμαστών, οι οποίοι αδυνατούν να τα μιμηθούν. I have a dream[5]: στο όνειρό μου, που βασίζεται στη σκηνή του εστιατορίου απ’ τους Blues Brothers, η Αρίθα Φράνκλιν με μια θεσπέσια μαύρη γυαλιστερή αλά «Jumpin’ Jack Flash» ενδυμασία, πηδά απ’ την καρέκλα της προς τον Maxim και –φωνάζοντας «Think!»– διαολοστέλνει τον Λακάν, τον Ντεριντά και τον Φουκώ σαν πατσαβούρες, και μετά οδηγεί χιλιάδες απελεύθερων Λευκών σκλάβων του πανεπιστημιακού κατεστημένου σε μια παρέλαση νίκης στα Ηλύσια Πεδία.

——————————————-

 

[1] Roger Kimball, Tenured Radicals: How Politics has Corrupted Higher Education, Νέα Υόρκη, Harper and Row, 1990

[2] Σ.τ.μ.: H συγγραφέας κάνει λογοπαίγνιο με δυο σαιξπηρικούς χαρακτήρες του Άμλετ. Οι Ρόζενκραντζ και Γκίλντενστερν προσδοκούν την εύνοια του ομώνυμου ήρωα, πρίγκηπα Άμλετ, επικαλούμενοι την παιδική φιλία που τους ενώνει, μα τελικά λειτουργούν υποχθόνια ως διεφθαρμένοι κατάσκοποι του άμεσου ανταγωνιστή βασιλιά Κλαύδιου.

[3] Arnold Hauser, The Social History of Art, Νέα Υόρκη, Knopf, 1951.

[4] Σ.τ.μ.: H Ivy League αποτελεί μια ένωση των οχτώ πιο δημοφιλών πανεπιστημίων της Βορειοανατολικής Αμερικής. Πιο συγκεκριμένα, η Ivy League αποτελείται από τα πανεπιστήμια Μπράουν, Κολούμπια, Κορνέλ, Χάρβαρντ, Πρίνστον, Πενσυλβάνια, Γέιλ και το Κολέγιο Ντάρτμαουθ. O όρος χρησιμοποιείται και ως υπαινιγμός για την ακαδημαϊκή αριστοκρατία.

[5] Σ.τ.μ.: αναφορά της Πάλια στην περίφημη ομιλία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.

Eros computans

Η πίστη στην ισόβια συντροφικότητα, η δυναμική του έρωτα και οι ομολογίες αιώνιας αγάπης δηλητηριάζονται από τη ρηχότητα και την αποστασιοποίηση, την ταχύτητα και τη διαφυγή. Σύμφωνα δε με τις διαβεβαιώσεις των ακαδημαϊκών κύκλων, μαθαίνουμε πως οι ρομαντικοί είναι οπισθοδρομικοί, νοσταλγικοί, αντιδραστικοί, γέννησαν τον φασισμό· δεν είναι καιρός για εντάσεις και πόθους, η ultra φιλελεύθερη κοινωνία μας αναδύεται μέσα από την ποσότητα, την αύξηση της ζήτησης, τη λογιστική των παθών, τη μετρησιμότητα όσων επισκέφτηκαν τη ζωή μας, την ορθολογική διαρρύθμιση εν τέλει όλων των συγκινησιακών φορτίσεων.

Read More »

Οι καθημερινές νευρώσεις της ζωής στις μεγαλουπόλεις

Το ξυπνητήρι χτυπάει. Το κλείνεις και το ξανακλείνεις. Ευτυχώς προνόησες από το προηγούμενο βράδυ να το ρυθμίσεις αρκετά λεπτά πριν απ’ την ώρα που πραγματικά θες να ξυπνήσεις. Δεν θες να σηκωθείς και να βγεις στη ζούγκλα. Ψάχνεις δικαιολογίες, τελικά σηκώνεσαι. Βουρτσίζεις δόντια, ντύνεσαι και επιδίδεσαι σε ένα τελετουργικό προετοιμασίας προς την έρημο του κοινωνικού, τσεκάρεις για τελευταία φορά αν κρατάς τα κλειδιά σου στο χέρι κι αν έχεις πάρει το κινητό σου και πιάνεις το πόμολο. Βαθιά ανάσα και ξαφνικά είσαι στον δημόσιο χώρο, με την απορία πόσο μεγάλη θα είναι η δόση παράνοιας που θα συναντήσεις και σήμερα.

Read More »

Ζαν Μπωντριγιάρ – Είμαστε όλοι τρανς

Όλοι μας προσέχουμε το «look» μας. Από τη στιγμή που δεν μπορείτε να αντλήσετε μια αξία από την ίδια σας την ύπαρξη (δεν κοιτάμε πλέον ο ένας τον άλλον – και η σαγήνη φτάνει σε ένα τέλμα!), αυτό που απομένει είναι η επιτέλεση μιας πράξης εμφάνισης, χωρίς πραγματικά να νοιάζεστε για το είναι σας, ή ακόμα και για το ίδιο το εμφανίζεσθαι.

Read More »

Cart

Your Cart is Empty

Back To Shop