Η υπερφεστιβική και μεταϊστορική εποχή έχει μια ιδεολογία, αλλά η ιδεολογία αυτή δεν φανερώνεται.
Πρέπει να την ανακαλύψουμε.
Ξεφεύγει με αξιοθαύμαστο τρόπο ακόμη και από τον ίδιο τον ορισμό της.
Όσο περισσότερο ενεργεί, τόσο πιο πολύ εξαφανίζει τα χαρακτηριστικά της ίχνη.
Για να ανακατασκευάσουμε μια πραγματικότητα, κατά τα τρία τέταρτα αόρατη, είναι απαραίτητο να πάρουμε ορισμένα σημάδια και να τα αποκωδικοποιήσουμε.
Η πρώτη δυσκολία στο εγχείρημα αυτό προκύπτει από την ίδια τη φύση της σημερινής πραγματικότητας, από την πολύ συγκεκριμένη «σύστασή» της.
Αν η εποχή μας είναι τέτοια, ώστε το συγκεκριμένο να υποχωρεί, όπως ένα δάπεδο που καταρρέει, όλα όσα αποκρύπτονται από την κυρίαρχη γλώσσα αποτελούν αυτή την κατάρρευση. Ο τρόπος που βλέπει τον κόσμο ο homo festivus είναι μια μυθοπλασία που περικλείει τα ιδιαίτερα συμφέροντά του ως «άρχουσας τάξης». Μ’ αυτές τις φαινομενικά μη-συνεκτικές φλυαρίες, αποσκοπεί σε ένα μόνο πράγμα: υπηρετεί την υπόθεσή του
Η ιδεολογία, σύμφωνα με τον Μαρξ, αποτελούσε μια ακολουθία παραστάσεων που προορίζονταν να κάνουν τον άνθρωπο να πιστεύει στην ψευδαίσθηση ενός αιώνιου και ανιστορικού κοινωνικού στοιχείου στο πλαίσιο μας ιστορικής κοινωνίας. Αντίθετα, η σημερινή ιδεολογία συνίσταται στο να κάνει να πιστεύουμε στην Ιστορία, στο πλαίσιο μιας κοινωνίας, η οποία στην πράξη βρίσκεται έξω από την Ιστορία και που ζει καινούργιες περιπέτειες, που είναι ακόμη δύσκολο να τις ορίσουμε. Η υπερφεστιβική ιδεολογία επιδίδεται σε μια διαρκή διεργασία απόκρυψης. Προσπαθεί να καταστήσει δυσανάγνωστη την ανιστορικότητά της. Αποκρύπτει το τέλος. Αυτή είναι η κυριότερη έγνοια της.
Το εορταστικό στοιχείο έχει τη δική του γλώσσα, που πρέπει να την περιγράψουμε. Οι ακαδημαϊκοί, που θλίβονται ελαφρώς βλέποντας τη γαλλική γλώσσα να χωλαίνει μπρος στην εποχή, έχουν εκφράσει τελευταία ταπεινές επιφυλάξεις όσον αφορά ορισμένες τροποποιήσεις στη γραμματική, ξεκινώντας από τη γενίκευση του όρου «η υπουργίνα» για να χαρακτηρίσουμε ορισμένες γυναίκες που συντελούν στη δημιουργία ατμόσφαιρας στην παρούσα κυβέρνηση. Θεωρείται σωστό να χλευάζουμε τις πρωτοβουλίες της Γαλλικής Ακαδημίας[1].
Κάτι τέτοιο έχει σίγουρα επίδραση, εντελώς ακίνδυνη όμως, όπως όταν κοροϊδεύουμε τους στρατιωτικούς ή τον κλήρο. Μπορούμε, άλλωστε, να προχωρήσουμε ακόμη παραπέρα: το γαλλικό περιοδικό Charlie Hebdo, περιοδικό εκλεκτικό, χρησιμοποίησε για την περίσταση τη λέξη «κουφάρια» για τους ακαδημαϊκούς που είναι πολύ αυθάδεις για τα γούστα του. Όλοι οι παραγοντίσκοι της «πολιτικής μη ορθότητας», όλοι οι συστημικοί αναρχικοί, μεγαλωμένοι μέσα στη ζώνη του ενσταβλισμού που επικαλύφθηκε με το σκυρόδεμα του Ανατρεπτικού, χλιμιντρίζουν επευφημώντας κάθε φορά που κοροϊδεύουν τον κομφορμισμό της Γαλλικής Ακαδημίας. Αυτό, αυτό το είδος αντίδρασης, τους επιτρέπει να έρχονται πιο κοντά, να αισθάνονται πιο ζεστά ως παράτολμοι μοντερνιστές. Ο άνεμος είναι ούριος όταν γελοιοποιούν την Ακαδημία.
Δεν είναι όπως όλος ο κόσμος.
Δεν μοιάζουν με κανέναν άλλον.
Αποτελούνται από πολλά εκατομμύρια, και από δεκάδες εκατομμύρια ακόμη που δεν μοιάζουν με κανέναν άλλον.
Πενήντα εκατομμύρια πρωτότυπων εναντίον σαράντα Αθάνατων[2], ορίστε περίπου η αναλογία των δυνάμεων, και είναι φανερό πόσο θάρρος χρειάζεται να έχουν αυτοί που είναι μόνο πενήντα εκατομμύρια, ενώ οι άλλοι είναι σαράντα.
Κανείς, φυσικά, δεν αφιέρωσε ούτε ένα δευτερόλεπτο για να επιχειρηματολογήσει υπέρ ή κατά αυτής της παρέμβασης. Η υπερφεστιβική εποχή έχει ως χαρακτηριστικό να μην επιδέχεται επιχειρηματολογία. Υπάρχουν αυτονόητα (φεστιβικά), και μη αυτονόητα. Η διένεξη ή η αντιπαράθεση έχουν αντικατασταθεί από τη συζήτηση, αυτό το υποκατάστατο του ελαφρού διαλόγου, αυτή την παιδιάστικη και τηλεοπτική μετάφραση της συζήτησης, όπου ακόμη και το αντικείμενο της διαμάχης εξανεμίζεται κατά τη διάρκεια της εκπομπής. Μόνο η ασύλληπτη Ségolène Royal[3] έχει ανεβεί στις επάλξεις.
Τι έχει πει, λοιπόν, η Royal, με το πλατύ χαμόγελο, που μοιάζει σαν ηλεκτρικό τρυπάνι πάνω σε χαλύβδινη πλάκα; Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως έπαιξε θαυμάσια τον ρόλο εκφραστή τού όπου φυσάει ο άνεμος. Κατ’ αρχήν, αντιπρότεινε ότι «οι ακαδημαϊκοί θα έπρεπε να το συνηθίσουν». Επίσης, έχοντας μεγάλη έμπνευση, μεταπήδησε σε ιστορικές εκτιμήσεις που την οδήγησαν να συγκρίνει τις διαμαρτυρίες των Αθάνατων με τις «θεωρήσεις στη Σύνοδο του Τρέντο[4], όπου αναρωτούνταν αν οι γυναίκες έχουν ψυχή».
Αυτές οι συκοφαντικές ανοησίες, που πέρασαν απαρατήρητες, εκστομίστηκαν τη στιγμή που ο Jospin, στο γαλλικό Κοινοβούλιο, φανέρωσε τη χονδροειδή άγνοιά του για την Ιστορία, με αφορμή την υπόθεση Ντρέιφους και την κατάργηση της δουλείας (ανοησίες χαρακτηριστικές του υπερφεστιβικού πολιτισμού, για τον οποίο η Ιστορία δεν υπάρχει πια, εκτός κι αν αποτελεί πρόσχημα για επετειακές γιορτές ή για να προβούμε σε κρίσεις). Κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά άδικο και φεμινιστικά αδικαιολόγητο.
Εδώ θα μπορούσε κάποιος να αφιερώσει τον χρόνο του στο να αποκαλύψει στη φιλονεΐστρια Ségolène Royal ότι στη Σύνοδο του Τρέντο δεν έγινε, βέβαια, ποτέ λόγος για την ψυχή των γυναικών· ότι η Εκκλησία δεν θα μπορούσε, προφανώς, να αμφιβάλλει ποτέ, σε καμία εποχή, ότι η γυναίκα έχει ψυχή, γιατί αυτό θα αποτελούσε αίρεση· και αν θα έπρεπε να ψάξουμε για την προέλευση αυτής της παλιάς και απεχθούς φήμης, αλλά τόσο βολικής στα μάτια των ηλιθίων, θα ανατρέχαμε ακόμη πιο πίσω, στον Γρηγόριο της Τουρ[5] (γεννήθηκε περί το 544 μ.Χ.), και τότε θα είχαμε μια ευκαιρία να τη βρούμε, μέσα σε ένα κείμενο όπου αναφέρεται η διαφορά μεταξύ των δύο λατινικών όρων που ορίζουν τον άνθρωπο: vir, το αρσενικό και homo, το ανθρώπινο ον.
Αλλά, εν τέλει, δεν έχει σημασία. Με τη χάρη της Royal, η γαλλική γλώσσα προχωρά και κανείς δε θα τη σταματήσει. Επιπλέον, μερικές μέρες αργότερα, επ’ ευκαιρίας της «Ημέρας της Γυναίκας», ο Jospin δημοσίευσε στην εφημερίδα της γαλλικής κυβέρνησης Journal Officiel μια εγκύκλιο, διατάσσοντας τους υπουργούς και τους γραμματείς των υπουργείων να «χρησιμοποιούν θηλυκά ονόματα για περιγραφές επαγγελμάτων, λειτουργημάτων, βαθμών ή τίτλων (βουλευτίνα, δικαστίνα κ.λπ.)».
Ορίστε, λοιπόν, μια υπόθεση αποφασιστικά και υπουργικά διευθετημένη, για την οποία δεν μας προκαλεί καμία έκπληξη που η εφημερίδα Libération έδειξε να ενθουσιάζεται: «ο Jospin εξαλείφει τη φαλλοκρατική γλώσσα» τιτλοφόρησε, την ίδια μέρα, την καθημερινή της έκδοση, πετώντας από τη χαρά της και γεμάτη θαυμασμό μπροστά σε έναν τέτοιο, επίσης ασυγκράτητο, αγωνιστή. Ακολουθούν ολίγα παραπάνω για τον εν λόγω ασυγκράτητο:
«Τρέφω μεγάλο σεβασμό για τη γαλλική γλώσσα» σχολίασε αυτό το καλό παιδί, το τόσο τέλεια προγραμματισμένο, «αλλά μου φάνηκε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να διορθώσω τις γραμματικές ανισότητες που αποτελούν κατάλοιπα μιας κοινωνίας που έχει χαθεί». Απέφυγε, βέβαια, να διευκρινίσει ότι αυτή η «κοινωνία που έχει χαθεί» δεν μπόρεσε ακόμη, όταν άρχισε η εκτύπωση του άρθρου, να αντικατασταθεί από κάτι βιώσιμο.
Αν η γλώσσα έχει κάποια σχέση με τον συγκεκριμένο κόσμο, τότε είναι λογικό να τον ακολουθεί στην εξέλιξή του. Αυτό σημαίνει, στην προκειμένη περίπτωση, ότι πρέπει να προσαρμόζεται, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, στην ολοκληρωτική κατάρρευσή του. Η γλωσσολογία μελετά τις σχέσεις δήλωσης που ενδέχεται να υπάρχουν μεταξύ των λέξεων και των πραγματικών αντικειμένων, τα οποία ονομάζονται ακόμη αντικείμενα αναφοράς.
Στις μέρες μας, το αντικείμενο αναφοράς έχει γνωρίσει μεταμορφώσεις. Περιμένουμε πως η γλώσσα θα παραιτηθεί σε σχέση με ό,τι το αφορά.
Γιατί, πλέον, υπάρχουν μόνο κέντρα πόλεων που «αναπαλαιώνουμε», κήποι που αφανίζουμε για να τους βαφτίσουμε «ζώνες πρασίνου» και παλιές συνοικίες τις οποίες «κανονικοποιούμε». Σύμφωνα με τη γαλλική εφημερίδα Le Monde (η οποία επίσης χλεύαζε, όπως απαιτείται, τις αλληλοκατηγορίες των ακαδημαϊκών), μερικά προηγμένα λεξικά έχουν ήδη εκσυγχρονιστεί. Όχι μόνο αποδέχονται την ανεξέλεγκτη θηλυκοποίηση της γραμματικής, αλλά αντ’ αυτού δεν καταγράφουν πλέον ούτε τα γένη κάποιων λέξεων, σαν να παραδέχονται, εν τέλει, «την αμφισεξουαλική ή αλλιώς ουδέτερη χρήση τους».
Γνωρίζουμε ήδη, χάρη στον Jack Lang, τον Μαρτιάτικο Λαγό του Διαδικτύου, ότι τα rave party είναι ιερά, επειδή εκεί «οι διαφορές φύλου και καταγωγής» έχουν εξοστρακιστεί. Στις μέρες μας, για να πουλήσουμε κάτι πρέπει να διαλαλούμε τη λιμπιντική του ουδετερότητα. Κάτι τέτοιο με οδηγεί για μια τελευταία φορά στη Ségolène Royal. Αυτή η γυναίκα, που είναι για μπάτσες, για να τελειώνουμε, κάλεσε τους ακαδημαϊκούς να δώσουν ένα τέλος στην ούτως ή άλλως χαμένη τους μάχη και να μεταπηδήσουν χαρούμενα στον 21ο αιώνα για να ασχοληθούν εφεξής με «το επόμενο βήμα στην εξέλιξη της γραμματικής»: την εξάλειψη του κανόνα του αρσενικού που επικρατεί του θηλυκού.
Όλες αυτές οι αερολογίες για τον εκμοντερνισμό της γλώσσας ή τη θηλυκοποίηση των τίτλων και των λειτουργημάτων δεν έχουν, βέβαια, βρει αντεπιχείρημα. Η μάχη εναντίον τους θα ήταν χαμένη εξαρχής. Γιατί δεν γίνεται λόγος, πλέον, για τη σύμπτωση της γλώσσας με τη διαίρεση των φύλων, αλλά με τον επιθυμητό τους ξεριζωμό. Η παραπάνω επίθεση δεν επιβεβαιώνει τη «νίκη» των γυναικών, αλλά τη νίκη του ουδέτερου, της γενικότερης κρεολοποίησης του κόσμου που φτάνει, ως υποχρεωτική συνέπεια, μέχρι τη γραμματική.
Αυτή η γκροτέσκα υπόθεση της «γλωσσικής ισοτιμίας», δεν αποτελεί, λογικά, παρά μόνο ένα από τα πολλά βήματα στην πορεία προς την ουδετεροποίηση των ανθρώπινων όντων και οδηγεί, εν αγνοία ακόμη και των ίδιων των καλών αποστόλων που χαιρετίζουν τις αρετές της, στον ξεριζωμό όλων των φύλων που βρίσκονται σε σύγχυση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η απαλοιφή της ετερότητας, το τύμπανο που δίνει τον ρυθμό σε όλες τις «προοδευτικές» δυνάμεις, πραγματοποιεί, εν τέλει, (και ίσως και να υπερβαίνει) τους σκοπούς του ρατσισμού, τον οποίο οι δυνάμεις αυτές δεν παύουν να αποκηρύσσουν.
Οι καιροί μας, ωστόσο, καταγράφουν κι άλλες εξαφανίσεις. Δε θα σταθώ στην μανία με τις τρανσέξουαλ ονομασίες, στη μεταστροφή [détournement] που έχει γίνει, πλέον, ρουτίνα και στα κουραστικά λογοπαίγνια του συστήματος από τα οποία βρίθει ο Τύπος (τα λογοπαίγνια της εφημερίδας Libération, στον τομέα αυτό, γράφουν τόσο καλά στην οθόνη που δεν τα προσέχουμε καν. Αποτελούν, ωστόσο, θλιβερό δείγμα της κατάστασης της αξιοθαύμαστης χαλάρωσης μέσα στην οποία ο homo festivus θέλει να πιστεύει ότι εξελίσσεται).
Όσον αφορά τις ευφημιστικές ασυναρτησίες, με το πρόσχημα της φιλανθρωπίας, οι καιροί συσσωρεύουν με τρόπο ξέφρενο σχήματα λιτότητας κι αυτά αποτελούν τις διαδικασίες καταστροφής, απόκρυψης, ταχυδακτυλουργικής εξαφάνισης του πραγματικού κόσμου. Το πιο καταπληκτικό σε αυτή την υπόθεση είναι ότι όσες λέξεις απαλείφονται μ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί να είναι τόσο ευχαριστημένες που να ζητούν κι άλλο. Αυτή είναι η έκπληξη των καιρών μας.
Οι τυφλοί ζητωκραυγάζουν την εξάλειψή τους ως τυφλοί με το όνομα «μερικώς βλέποντες».
Οι νάνοι μοιάζουν εκστατικοί στην ιδέα να αυτοκτονήσουν ως νάνοι (άρα ως ανθρώπινα όντα) τη στιγμή που γίνονται «άτομα μικρού αναστήματος».
Οι ανάπηροι, που χάνουν την πραγματικότητά τους με το όνομα «άτομα με κινητικά προβλήματα», ζητωκραυγάζουν την απώλεια της αξιοπρέπειάς τους ως ανάπηροι.
Δεν αφανίζουμε μόνο το παρελθόν μας όταν εξευγενίζουμε τη γλώσσα (το παρελθόν ως εκδίπλωση μιας μοχθηρότητας της οποίας η επίκληση έχει ανακηρυχθεί αβάσταχτη, ακόμη και ως ίχνη μέσα στις λέξεις) αλλά, κυρίως, το παρόν. Ο homo festivus είναι ανίκητος σε αυτόν τον τομέα της ταχυδακτυλουργίας. Όταν μετατρέπει την κατάσταση των ανέργων σε αρκτικόλεξο («Κοινωφελή Προγράμματα Ανέργων») και όταν τα θύματα της εξαθλίωσης περιγράφονται μόνο με τέσσερις λέξεις (Άτομα Χωρίς Σταθερή Διεύθυνση), τότε προσκαλεί ευγενικά, με τις καλύτερες προθέσεις του κόσμου, την ανεργία, την αθλιότητα και τα θύματά της να αποχωρήσουν διακριτικά σε μια άλλη διάσταση.
Στις τραγωδίες της πραγματικής ζωής (ή αυτού που απομένει απ’ αυτήν), ο homo festivus έχει βρει τη λύση: τους νεολογισμούς.
Σκεπάζει τη συγκεκριμένη πραγματικότητα κάτω από τις λέξεις του, όπως κάνουμε όταν κρύβουμε τη σκόνη με τη σκούπα κάτω από τα κρεβάτια. Έχει σοβαρούς λόγους γι’ αυτό: μια μεγάλη υποτέλεια, μια υποτέλεια ενός εύρους άγνωστου σε όλους τους άλλους πολιτισμούς, περιμένει την ανθρωπότητα. Μέχρι σήμερα καταφέρνει να τη δαμάσει με την «ευελιξία». Με τον ίδιο τρόπο, με την πρόφαση του οριστικού τέλους των «διακρίσεων», πετάει το κριτικό πνεύμα, κι επομένως τη σκέψη που κάνει διακρίσεις (η πράξη με την οποία διακρίνουμε, ξεχωρίζουμε ένα πράγμα από ένα άλλο) στον πάτο τον απορριμμάτων που ασκούν κριτική στη μεταϊστορία.
Η μεγάλη πορεία της ανθρωπότητας προς το ουδέτερο (και επομένως προς την καταπίεση της επιθυμίας), αυτή η εθελούσια και ομόφωνη αποχή από την τελευταία διάκριση, η κατάργηση του ύστατου, ευχάριστα συγκρουσιακού, προνομίου, της μοναδικής γνήσιας παραφωνίας που είχαν από κοινού οι άνδρες και οι γυναίκες, εκείνη η νύχτα της 4ης Αυγούστου[6] που ανακοινώθηκε από τα προοδευτικά λεξικά, τους σχολιαστές της υπόθεσης Κλίντον και της, τρεμάμενης από χαρά, Ségolène Royal, η διάλυση αυτού που θα μπορούσε να συνεχίσει να προσφέρει ευχαρίστηση από τη διάλυση των φύλων έχει, ακόμη, επιπλέον αντίκτυπο στην καθημερινή γλώσσα. Όλα τα κυρίαρχα εκφωνήματα της υπερφεστιβικής εποχής παρουσιάζονται ως αντιφατικά.
Οι εσωτερικές τους αντιφάσεις, ωστόσο, χωρίς τις οποίες, για να το πούμε έτσι, δεν μπορούν να δουν το φως της μέρας, δε φαίνονται πρόθυμες να γκρεμίσουν την ιδεολογία που εκφράζουν, ούτε να αποτύχουν στο έργο τους. Βέβαια, μέσα στις ομιλίες και τις πραγματικές πρακτικές τους, υπάρχουν χάσματα που μοιάζουν με βαθιές χαράδρες. Αλλά, δεν υπάρχει καμία πραγματική κατάσταση όπου, σε σύγκριση με την οποία, να είναι δυνατό να αποκαλυφθούν τέτοιου είδους χασμωδίες. Το υπερφεστιβικό στοιχείο καταφέρνει να απορροφά σαν σφουγγάρι τους παλιούς διαχωρισμούς (εργασία/σχόλη, αρχή της πραγματικότητας/αρχή της ηδονής, διαφορά των φύλων κ.λπ.).
Επιπλέον, κάνει υπερβολική χρήση, συνεχώς και μη συνειδητά, αυτού του σχήματος λόγου γνωστού ως οξύμωρον (η αντίθεση στην οποία αθροίζονται αντιφατικές μεταξύ τους λέξεις), το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί την ουσιώδη μορφή, τον σκληρό πυρήνα, το πιο σημαντικό στοιχείο με το οποίο εκφράζει την εποχή που αρχίζει. Η λυρική και υπνοβατική χρήση του οξύμωρου από τον homo festivus, τον εξυπηρετεί ταυτόχρονα στην προσοικείωση των πάντων, στην προστασία του από τη διάψευση, στην απαγόρευση κάθε αντίλογου και, τέλος, στην κατεύθυνση προς τον παράδεισο του αμφισεξουαλικού, δηλαδή του ουδέτερου.
Στο βασίλειο του υπερφεστιβικού ονειρισμού δεν υπάρχουν αντιθέσεις.
Δεν υπάρχουν πλέον φύλα.
Ούτε συγκρούσεις.
Μπορούμε, επομένως, όπως έκανε και η εφημερίδα Le Monde, τον Αύγουστο του 1998, να παρουσιάσουμε το θαυμαστό προφίλ μιας Ολλανδής, η οποία «με πάθος για το Διαδίκτυο», επιτελεί μέσα στις σκιές ένα έργο άχαρο (κυνηγά παιδόφιλους στον ιστό) και να τιτλοφορήσουμε το άρθρο, χωρίς να συνοφρυωθούμε, «Η Ελευθεριακή Φύλακας».
Και γιατί όχι η αναρχική μπατσίνα;
Η ανατρεπτική πράκτωρ;
Η κακόφρων θεούσα;
Η θρησκόληπτη χωρίς θεό και νόμο;
Μερικές εβδομάδες αργότερα, η λαίδη Νταϊάνα πέθανε. Ευθύς, λοιπόν, μεταμορφώθηκε, σύμφωνα με τις προτιμήσεις των καιρών, σε σημείον οξύμωρον: «η επαναστάτρια πριγκίπισσα», «η πριγκίπισσα του λαού» κ.λπ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υλοποιείται, αλλά με μια μορφή δυσοίωνα ευτράπελη, κάτι σαν το εγελιανό ιδεώδες της λύσης των αντιθέσεων (συμπεριλαμβανομένης της αντίθεσης των αντιθέσεων, του φύλου), ή η υπέρβαση της διαλεκτικής, δηλαδή μιας αποφασιστικής, μολονότι καρναβαλικής, προσπέλασης, μέσω της γλώσσας, των παλιών ιστορικών αναγκαιοτήτων.
Σχήματα λόγου όπως αυτά, αποκαλύπτουν, επίσης, αυτό που περιέγραφε ο Φρόυντ με τον όρο πρωτογενείς διαδικασίες («Οι αντιφατικές σκέψεις όχι μόνο δεν διαφοροποιούνται, αλλά συμπαρατίθενται, συμπυκνώνονται και σχηματίζουν έναν συμβιβασμό, τον οποίο δεν παραδεχόμαστε ποτέ στη φυσιολογική σκέψη»). Στην υπερφεστιβική κοινωνία, που αποτελεί την ανατροπή, την κατάληξη και την εξάλειψη όλων των προηγούμενων κοινωνιών, η αρχή της ηδονής γίνεται το θριαμβεύον υστερόγραφο της αρχής της πραγματικότητας. Οι διεργασίες που την κυριαρχούν δεν υπακούουν πια σε κανέναν από τους νόμους του προεπαναστατικού Καθεστώτος, που είναι οι νόμοι της λογικής σκέψης.
«Η αρχή της αντίφασης δεν υφίσταται πλέον. Δεν βρίσκουμε τίποτε που θα μπορούσε να συγκριθεί με την άρνηση».
Η υπερφεστιβική εποχή έχει εφεξής κερδίσει τον πόλεμο ενάντια στη ζωή ως πολλαπλότητα αντιφάσεων.
Έτσι εμφανίζεται, τελικά, η πραγματική γλώσσα με την οποία μιλά ο homo festivus: η ερμαφρόδιτη.
Το φυσικό, η νόρμα, η κοινή λογική, όλα όσα διεξάγονται έξω από τις δοκιμασίες της Ιστορίας και ήταν για πολύ καιρό συνώνυμα του συντηρητικού ή του αντιδραστικού συγχωνεύονται σήμερα με το ανατρεπτικό, το επαναστατικό, το ταραχώδες. Η ανατροπή, που λάμβανε χώρα στην Ιστορία, κέρδισε με αυτόν τον γάμο τα παράσημα της τάξης, του αιώνιου και του άϋλου.
Από εδώ και πέρα, υφίσταται μια αυθόρμητη ανατρεπτικότητα, σαν ελέω Θεού θα λέγαμε. Απελευθερωμένη ως εκ θαύματος από κάθε χρονολόγηση, χειραφετημένη από κάθε επαλήθευση μέσα στο συγκεκριμένο σύμπαν, η ανατρεπτικότητα αυτή ανακαλύπτει, όπως και όλα τα υπόλοιπα, το καθεστώς πορείας της. Η εξαερωμένη Ιστορία κατέχει μια μορφή αδιαμφισβήτητη, γύρω από την οποία φρουρούμε αυστηρά έτσι ώστε κανείς να μην διακινδυνεύσει να αναρωτηθεί για το κενό.
Κι αν όντως το διακινδυνεύαμε, θα βρισκόμαστε αμέσως μπλεγμένοι με τις πιο αηδιαστικές και οπισθοδρομικές δυνάμεις. Οι ανόητες επιθέσεις στις δυνάμεις αυτές, ενάντια στις υψηλές θέσεις της επίσημης ανατρεπτικότητας, το μόνο που καταφέρνουν είναι να την καθιστούν, μέρα με τη μέρα, όλο και πιο ιερή.
——————————–
Σημ.: Το συγκεκριμένο κείμενο δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Res Publica: Σημειώσεις εκτός γραμμής ενάντια στη δημόσια υποκρισία (τχ. 1, Φεβρ. 2019, σσ. 135 – 150). Μεταφράστηκε απ’ την Ελεονώρα Παπαδοπούλου. Εγώ ήμουν υπεύθυνος για την επιμέλεια του κειμένου.
[1] Σ.τ.μ.: Ο κατ’ εξοχήν γαλλικός θεσμός για θέματα που αφορούν τη γαλλική γλώσσα. Ιδρύθηκε επίσημα το 1635 από τον Καρδινάλιο Ρισελιέ, πρωθυπουργό του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΓ΄. Στα καθήκοντα της Ακαδημίας, μεταξύ άλλων, εντάσσεται η απόφανση για τη σωστή χρήση της γαλλικής γλώσσας ή την εισαγωγή λέξεων από άλλες γλώσσες (αρχαία ελληνικά, αγγλικά κ.λπ.).
[2] Σ.τ.μ.: «Immortels» στο πρωτότυπο. Τόσο στα γαλλικά, όσο και στα νέα ελληνικά ο τίτλος «Αθάνατος» προσδίδεται μεταφορικώς για αλησμόνητα και διακεκριμένα πρόσωπα, όπως είναι οι στρατιωτικοί ή οι ακαδημαϊκοί.
[3] Σ.τ.μ.: Γαλλίδα πολιτικός. Ήταν Υπουργός Περιβάλλοντος στην Κυβέρνηση του Πιέρ Μπερεγκοβουά μεταξύ των ετών 1992 και 1993, υποψήφια Πρόεδρος του Γαλλικού Κοινοβουλίου, Υφυπουργός Παιδείας και Υφυπουργός Οικογένειας στην Κυβέρνηση Ζοσπέν μεταξύ των ετών 2000 και 2002. Στις 16 Νοεμβρίου 2006 εξελέγη από τα μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος υποψήφια για τις Προεδρικές Εκλογές του 2007.
[4] Η 19η Οικουμενική Σύνοδος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Συγκλήθηκε από τον πάπα Παύλο Γ’ στις 13 Δεκεμβρίου του 1545.
[5] Σ.τ.μ.: Γαλλο-ρωμαίος ιστορικός και επίσκοπος της Τουρ, ένας από τους ιεράρχες της Γαλατίας.
[6] Σ.τ.μ.: Αναφορά του συγγραφέα στην 4η Αυγούστου του 1997, σε μια εγκύκλιο που αφορούσε τα σεξουαλικά εγκλήματα στη Γαλλία