Οι διαδικασίες που έχουν ως ρόλο να προστατεύσουν από κάθε κριτική αξιολόγηση τις ριζικές αλλαγές που βρίσκονται σε εξέλιξη, καθώς και ορισμένες ειδικές και επιλεγμένες κατηγορίες του πληθυσμού (ειδικότερα τις γυναίκες και τα παιδιά, και, πιο πρόσφατα, τους ομοφυλόφιλους, χωρίς ωστόσο η λίστα αυτή να είναι περιοριστική), συγκροτούν ένα οπλοστάσιο που δεν παύει να εμπλουτίζεται.
Διαμορφώνεται, έτσι, ένα είδος προληπτικής λογοκρισίας με καθήκον όχι μόνο να προστατέψει από επιθέσεις κάποια τμήματα της ανθρωπότητας που αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία, αλλά ίσως ακόμη και να αποτρέψει τη δυνατότητα παρατήρησης και αντιπροσώπευσής τους· και να τους επιτρέψει «να διαφύγουν τη δικαιοδοσία της κωμωδίας» όπως έλεγε ο Μπαλζάκ, αναφερόμενος όμως στους δημοσιογράφους, σε έναν πρόλογο των Χαμένων Ψευδαισθήσεων· διότι οι δημοσιογράφοι, έγραφε ο Μπαλζάκ, «προκαλούν στη λογοτεχνία τόσο μεγάλο φόβο, ώστε ούτε το Θέατρο, ούτε ο Ίαμβος, ούτε το Μυθιστόρημα, ούτε το κωμικό Ποίημα τόλμησαν ποτέ να τους σύρουν στο δικαστήριο όπου το γελοίο castigat ridendo mores [στηλιτεύει τα ήθη γελώντας]».
Όσα ο Μπαλζάκ παρατηρούσε στους δημοσιογράφους σήμερα έχουν επεκταθεί σε απείρως εκτενέστερους τομείς, οι οποίοι όχι μόνο διαφεύγουν τη «δικαιοδοσία της κωμωδίας», αλλά επιδιώκουν εκτός αυτού να εφοδιαστούν με όλο και πιο απειλητικούς νόμους, ώστε κανείς στο μέλλον να μην τολμά να τους προσεγγίσει με αυθάδεια. Γύρω από το μίσος για την ελεύθερη σκέψη και κρίση συγκεντρώνονται ατέλειωτες σειρές από μέτρα με στόχο να απομακρύνουν από κάθε απόπειρα προβληματισμού, τοποθετώντας μέσα στη σφαίρα του ιερού και απαράβατου, συγκεκριμένα πράγματα και συγκεκριμένα όντα, επειδή αυτά ήδη θεωρείται πως ανήκουν στα απαραβίαστα στοιχεία του νέου κόσμου.
Μπορούμε λοιπόν να γνωρίζουμε ήδη από τώρα όσα η σκέψη, η κριτική, ακόμη και η λογοτεχνία θα αποφεύγουν με σύνεση στον 21ο αιώνα: αρκεί να στρέψουμε το βλέμμα μας στους ήδη ισχύοντες και στους υπό προετοιμασία νόμους, αλλά κυρίως στις ομάδες πίεσης και καταπίεσης που κρατούν συνεχώς αναμμένα τα ποινόφιλα κάρβουνα μιας τεράστιας φωτιάς του νόμου, μέσα στην οποία θα μπορούσαμε σχεδόν από τώρα να δούμε να σφαδάζουν τα θύματα των μελλοντικών απαγορεύσεων.
Ταυτοχρόνως, και προκειμένου οι συγκεκριμένες υπό προετοιμασία απαγορεύσεις και ποινικοποιήσεις να μη γίνουν ποτέ αντιληπτές ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή ως τερατώδεις επιθέσεις ενάντια στις θεμελιώδεις ελευθερίες (ελευθερία γνώμης, έκφρασης, μετάδοσης της σκέψης, κ.λπ.), και για να μην προκληθεί πανικός μπροστά σε ένα παράδοξο που είναι εξάλλου προφανές στην εποχή που τα δικαιώματα του ανθρώπου έχουν αναχθεί σε θρησκεία, διαμορφώνεται μια ολόκληρη παιδαγωγική με σκοπό να προετοιμάσει το έδαφος για τους πιο διστακτικούς· μια ψευδο-σκέψη που έχει ως στόχο να συνοδεύσει την αλλαγή που πραγματοποιείται στο όνομα ενός αρκετά εκπληκτικού νεοσχετικισμού, και να προετοιμάσει γι’ αυτό γλυκά τους ζωντανούς. Αυτό το εγχείρημα επανεκπαίδευσης, το οποίο έχει μόλις αρχίσει, και που επιδιώκει και αυτό, μέσω όμως της πειθούς, να καταστήσει την κριτική και την αντιπροσώπευση αδύνατες, επικίνδυνες ή απλώς ανάξιες λόγου, λειτουργεί ουσιαστικά με βάση μια αναθεωρητική σύλληψη των δεδομένων της ανθρωπολογίας.
Σκοπός του είναι να καθησυχάσει την κοινή γνώμη οδηγώντας την παράλληλα προς το μέλλον, με τους καλοπροαίρετους αυτούς αποστόλους να εργάζονται επ’ αυτού καθημερινά. «Όχι, όχι,» επαναλαμβάνουν εκείνοι στη σαστισμένη κοινή γνώμη, «τα δεδομένα της ανθρωπολογίας στα οποία εμμένετε δεν είναι αμετάβλητα. Ο ανθρώπινος ψυχισμός δεν ήταν πάντοτε αυτό που πιστεύετε πως είναι. Ούτε και θα είναι, στο μέλλον, αυτό που σας φαίνεται πως είναι σήμερα. Όσον αφορά τη συμβολική τάξη, πάνω στην οποία προσπαθείτε επίσης να στηριχτείτε, αυτή δεν αποτελεί με κανένα τρόπο το πανάρχαιο θεμέλιο που φαντάζεστε. Ο πολιτισμός μπορεί να θεμελιωθεί αποτελεσματικά σε κάτι άλλο πέρα από τη διαφορά των δύο φύλων: αν πιστεύετε το αντίθετο, τότε στηρίζεστε σε μια ιδεολογία την οποία εσείς αντιλαμβάνεστε ως συνείδηση της πραγματικότητας, ενώ δεν πρόκειται παρά για διαστρέβλωση αυτής. Επαναπαύεστε ακόμη σε ένα κανονιστικό αναμάσημα θέσεων χωρίς μέλλον.
Όμως δεν υπάρχουν φυσικές νόρμες.
Παράγωγα της κοινωνίας, οι νόρμες αυτές μπορούν να αλλάζουν, να μετασχηματίζονται επ’ άπειρον.
Απαρνηθείτε λοιπόν τις ανησυχίες σας.
Καλωσορίστε αυτό που έρχεται με ένα πνεύμα αισιοδοξίας, ανοιχτής στάσης και ανεκτικότητας.
Εξαφανίστε τους δογματισμούς, είναι καθήκον σας ως πολίτες.
Μη συνεχίζετε να θεωρείτε αυτονόητο ακόμη και το πιο βέβαιο πράγμα του κόσμου.
Μην κατσουφιάζετε με την αβεβαιότητα, όσο άβολη κι αν είναι.
Στρέψτε το βλέμμα σας στο μέλλον.
Σταματήστε επιτέλους να λέτε «όχι» στον 21ο αιώνα.
Βλέπετε τα σημεία αναφοράς σας να κλονίζονται;
Ήταν απλώς φετίχ, θα βρείτε άλλα.
Μην πανικοβάλλεστε λοιπόν.
Ξεγελαστήκατε εύκολα στο παρελθόν, παρόλο που διστάσατε για λίγο, και πειστήκατε για τις νέες τεχνολογίες της τεχνητής γονιμοποίησης.
Σύντομα, θα τεθείτε υπέρ της κλωνοποίησης, για την οποία γκρινιάζετε τόσο πολύ σήμερα.
Και όπως τώρα προσπαθείτε να χωνέψετε το σύμφωνο συμβίωσης, αύριο θα δώσετε τη συγκατάθεσή σας στις οικογένειες με γονείς του ίδιου φύλου, στην υποχρεωτική ευθανασία και σε όλα όσα θα διατάξουμε στο δίκαιο να καταχωρίσει δείχνοντάς του εκ νέου ότι η κοινή λογική τα εγκρίνει ήδη»[1].
Και στην περίπτωση αυτή, αξιοποιείται η ρητορεία του αναπόφευκτου, όπως και όταν πρόκειται για την Ευρώπη, την παγκοσμιοποίηση ή την ευελιξία ως μέλλον του ανθρώπινου όντος, το οποίο περιστέλλεται στην πιο απλή του έκφραση ως μεταβλητή προσαρμογής· και καλείται κανείς να γονατίσει απλώς μπροστά στον κόσμο που έρχεται, παρά να χάσει τον χρόνο του ασκώντας κριτική σε αυτόν ή απλά διερωτώμενος τι σημαίνει όλο αυτό το ασυνάρτητο χάος.
Η ίδια η έκπληξη, μια ιδιότητα κάποτε ανώτερη απ’ όλες τις άλλες, μετατρέπεται υπό αυτές τις συνθήκες σε κάτι παράταιρο. Αν κάποια άτομα έβγαζαν ξαφνικά πτερύγια, δεν θα έπρεπε να εκδηλώσουμε ούτε στο ελάχιστο την έκπληξή μας.
Εξάλλου, μια στρατιά «ειδικών» θα αναλάμβανε αμέσως να πείσει όσους δε έχουν ακόμη πτερύγια να μη μείνουν παθητικά προσκολλημένοι σε μια νόρμα που ποτέ δεν είχε τίποτα το φυσικό παρά μόνο το όνομά της· να μην παρασυρθούν επίσης σε εκδηλώσεις πτερυγιοφοβίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι άνθρωποι με πτερύγια θα είχαν πολλές πιθανότητες να διαφύγουν, ακόμη και εκείνοι, «τη δικαιοδοσία της κωμωδίας».
——————————
Σημ.: Το συγκεκριμένο κείμενο δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Res Publica: Σημειώσεις εκτός γραμμής ενάντια στη δημόσια υποκρισία (τχ. 1, Φεβρ. 2019, σσ. 135 – 150). Μεταφράστηκε απ’ την Ελένη Μπότζα. Εγώ ήμουν υπεύθυνος για την επιμέλεια του κειμένου.
[1] Λίγο καιρό αργότερα, έγινε ένα αποφασιστικό βήμα σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Libération με συντάκτη κάποιον που παρουσίαζε τον εαυτό του ταυτόχρονα ως νομικό στο πανεπιστήμιο Paris X–Nanterre και ως ειδικό στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Με ένα τίτλο που στρατολογεί, «Ομοφοβία, υπόθεση όλων μας», και στηριζόμενος όπως και τόσοι άλλοι στον μύθο για τις συνεχείς ομοφοβικές προσβολές που εκφέρονταν πριν την καθιέρωση του συμφώνου συμβίωσης, καθώς επίσης και στο στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο οι ομοφυλόφιλοι θα ήταν σήμερα θύματα της «έλλειψης ανεκτικότητας» γιατί «δεν συμμορφώνονται στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων» (σύνηθες επιχείρημα των εκπροσώπων του νέου κατεστημένου το οποίο δεν πρέπει ποτέ να γίνει αντιληπτό ως τέτοιο), πρότεινε τη δυναμική ιατρικοποίηση των λεγόμενων «ομοφοβικών», την αντιμετώπιση της υποτιθέμενης «μορφής μίσους» που τους διακατέχει ως ασθένειας, την υποβολή τους σε εξέταση (γιατί όχι και μέσα σε ψυχιατρικά άσυλα, όπως τα χρησιμοποίησε η ΕΣΣΔ για τους αντιφρονούντες;), και για να ολοκληρώσει αυτή τη σκέψη, την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως παρανοϊκή, αν ήταν βέβαια δυνατό να τη διαχωρίσουμε από τόσες άλλες σύγχρονες εκδηλώσεις αυτού του παραλογισμού, ανέφερε: «Πόσοι γονείς συμβουλεύονται στις μέρες μας έναν ειδικό όταν αντιληφθούν την ομοφοβία που εκδηλώνει ο έφηβος γιος τους; Κανένας! Αντιθέτως, η ομοφυλοφιλία εξακολουθεί να δηλητηριάζει την οικογενειακή ζωή και να γεμίζει τις αίθουσες αναμονής των ψυχαναλυτών.» Προσποιήθηκε, επίσης, ότι διερωτάται ποια ήταν η θεωρητική βάση πάνω στην οποία κατασκευάστηκε «η υπεροχή της ετεροφυλοφιλίας». Μέσα από αυτόν τον καταιγισμό από κλισέ, δεν ήταν δύσκολο να υποστηρίξει συμπερασματικά μια ταχεία ενδυνάμωση των σχέσεων εξουσίας. Η επανεκπαίδευση δε θα επιτευχθεί μόνο μέσω της πειθούς, αλλά επίσης και κυρίως μέσω του εξαναγκασμού. Όπως κάθε νέο καθεστώς ανά τους αιώνες, η Μελλοντική Τάξη Πραγμάτων, αφού απαίτησε την ανεκτικότητα ως προς την ίδια, αρνείται να την εξασφαλίσει με οποιοδήποτε τρόπο σε όσους δεν συμμορφώνονται με αυτήν. Θα την αρνηθεί ακόμη και σε όσους ευγενικά εκφράζουν σκεπτικισμό απέναντί της. (Δεκέμβριος 1999).