Σημ.: Το συγκεκριμένο κείμενο είναι το τρίτο μέρος από ένα συνολικότερο δοκίμιο του Ζυγκμουντ Μπάουμαν, «Το σεξ στη μεταμοντέρνα κοινωνία» [“On the postmodern uses of sex” στο πρωτότυπο]. Η μετάφραση έγινε από κοινού με τον Κωνσταντίνο Καρουσάκη το 2019, και το τελικό κείμενο δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Κοινοί Τόποι: Σχόλια για τον ψυχισμό της εποχής (τχ. 2, 2020, σσ. 95 – 120). Το πρώτο μέρος υπάρχει ΕΔΩ και το δεύτερο μέρος ΕΔΩ.
——————————————–
Ο ερωτισμός έχει καταντήσει όπως το παιδί για όλες τις δουλειές που ναι μεν αναζητά απεγνωσμένα μια ασφαλή κατοικία και σταθερή δουλειά, αλλά φοβάται δε την προοπτική της εύρεση τους… Αυτή η συγκυρία τον καθιστά διαθέσιμο σε νέα είδη κοινωνικών χρήσεων, πολύ διαφορετικών απ’ αυτές που μας είναι ήδη γνωστές από τη μοντέρνα ιστορία. Είναι αναγκαίο να εξετάσουμε εν συντομία δυο εκδοχές αυτών των κοινωνικών χρήσεων.
Η πρώτη είναι η εκδίπλωση του ερωτισμού στη μεταμοντέρνα κατασκευή της ταυτότητας. Η δεύτερη είναι ο ρόλος που διαδραματίζει ο ερωτισμός αφενός στην εξυπηρέτηση του δικτύου των διαπροσωπικών δεσμών και, αφετέρου, στις αποσχιστικές μάχες της εξατομίκευσης.
Η ταυτότητα έπαψε να είναι «δοσμένη», προϊόν της «Θείας αλυσίδας του Είναι», και έγινε, αντιθέτως, με την αυγή των μοντέρνων καιρών, ένα «πρόβλημα» και ένα ατομικό καθήκον. Από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ της «κλασικής» περιόδου της νεωτερικότητας και της μεταμοντέρνας της φάσης. Αυτό που είναι νέο είναι η φύση του προβλήματος και ο τρόπος αντιμετώπισης των απορρεόντων καθηκόντων. Τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες, το πρόβλημα της ταυτότητας στην κλασική του μοντέρνα μορφή συνίστατο στην ανάγκη υιοθέτησης και οικοδόμησης των κοινωνικών τους προδιαγραφών με τις δικές τους προσπάθειες και τους δικούς τους πόρους, μέσα από τις επιδόσεις τους και τις κατακτήσεις τους παρά μέσα από κληρονομημένα προνόμια. Έπρεπε να προσεγγίσουν το καθήκον μέσω στοχοθεσίας ενός μοντέλου επιθυμητής ταυτότητας και, στη συνέχεια, να κολλήσουν πεισματικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, πάνω στον προγραμματισμό που απαιτεί αυτή η στοχοθεσία. Καθώς η κλασική περίοδος της νεωτερικότητας έσβηνε, ο Jean-Paul Sartre συνόψισε αυτή τη διαχρονική και αξιοσέβαστη εμπειρία στην έννοια του «έργου ζωής», το οποίο περισσότερο δημιουργεί παρά απλώς εκφράζει την «ουσία» του ανθρώπου. Όπως λοιπόν και για τους μοντέρνους προγόνους τους, έτσι και για τους μεταμοντέρνους άντρες και τις μεταμοντέρνες γυναίκες οι ταυτότητες παραμένουν ανθρωπογενείς, απλώς δεν χρειάζεται πλέον να είναι σχολαστικά σχεδιασμένες, προσεκτικά κατασκευασμένες και συμπαγείς. Η πολυπόθητη αρετή των μεταμοντέρνων ταυτοτήτων είναι η ευελιξία: όλες οι δομές πρέπει να είναι ανάλαφρες και ευκίνητες, ώστε να μπορούμε να τις αναπροσαρμόζουμε σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα πρέπει να αποφεύγουμε τους δρόμους μονής κατεύθυνσης,
καμιά δέσμευση δεν θα πρέπει να είναι δεσμευτική σε τέτοιο βαθμό που να περιορίζει την ελευθερία κίνησης. Η σταθερότητα είναι ένα ανάθεμα, όπως και κάθε μονιμότητα – είναι, τώρα πια, ένα σημάδι επικίνδυνης δυσλειτουργίας μέσα σ’ έναν κόσμο που αλλάζει γοργά και απρόβλεπτα, ο οποίος εμπερικλείει αναπάντεχες ευκαιρίες και μετατρέπει ταχύτατα τα κεφάλαια του χθες σε οφειλές του σήμερα.
Ένας ερωτισμός αποκομμένος από τους αναπαραγωγικούς και αξιέραστους περιορισμούς του επιτελεί τους ανωτέρω σκοπούς πολύ καλά. Είναι σαν να φτιάχτηκε με γνώμονα τις πολλαπλές, ευέλικτες και εφήμερες ταυτότητες των μεταμοντέρνων ανδρών και γυναικών. Απαλλαγμένο από τις επιπτώσεις της αναπαραγωγής και τις πεισματικές και περιπετειώδεις ερωτικές προσκολλήσεις, το σεξ θα μπορούσε κάλλιστα να περικλειστεί στα πλαίσια ενός απλού συμβάντος, καθώς δεν πρόκειται να προκαλέσει ρυτίδες σ’ αυτή διαρκή ανανέωση ομορφιάς, όντας προστατευμένο από τον περιορισμό της ελευθερίας για περαιτέρω πειραματισμό. Ο αιωρούμενος ρόλος του ερωτισμού είναι, επομένως, εξαιρετικά κατάλληλος για το έργο αυτό, να τείνουμε δηλαδή προς το είδος της ταυτότητας που, όπως όλα τα άλλα μεταμοντέρνα πολιτιστικά προϊόντα, συναθροίζει τη «μέγιστη επίδραση και την ακαριαία παλαίωση» (σύμφωνα με την αξιομνημόνευτη φράση του George Steiner).
Ο αιωρούμενος ερωτισμός βρίσκεται πίσω από αυτό που ο Anthony Giddens χαρακτήρισε «πλαστικό σεξ»[1]. Πριν από περίπου εκατό χρόνια, όταν ο ερωτισμός ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με τη σεξουαλική αναπαραγωγή, χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα ανεξαρτησίας της ύπαρξής του και όντας στερημένος από το δικό του τέλος [telos], οι άντρες και οι γυναίκες προορίζονταν από την κουλτούρα τους, και μάλιστα πιέζονταν κιόλας γι’ αυτό, να ζήσουν βάσει των αυστηρά οριοθετημένων προτύπων του ανδρισμού και της θηλυκότητας, τα οποία οργανώνονταν γύρω από κατ’ αντιστοιχία του αναπαραγωγικού σεξ κοινωνικούς ρόλους και προστατεύονταν από την ανάγκη για ένα αιώνιο συντροφικό δέσιμο. Αυτή ήταν «η εποχή της νόρμας», και τα όρια μεταξύ του νορμάλ και του ανώμαλου ήταν χαραγμένα με σαφήνεια και τελούσαν υπό στενή επιτήρηση. Η διαφορά μεταξύ σεξ και «διαστροφής» άφηνε ελάχιστα στη φαντασία. Δεν ήταν αυτό το ζήτημα, ούτε και τώρα είναι – εκεί που ένα μόνο μικρό μέρος της τεράστιας ερωτικής επικράτειας είναι αφιερωμένο στις αναπαραγωγικές πτυχές του σεξ, και η επικράτεια στο σύνολό της επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία και έχει ελάχιστες κατοικίες
μακροχρόνιας μίσθωσης. Ο τρόπος με τον οποίον η σεξουαλικότητα υπόκειται σε ερωτική εκμετάλλευση, τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες, δεν έχει άμεση σχέση με τον αναπαραγωγικό τους ρόλο και δεν υπάρχει κανένας λόγος ώστε να περιορίζονται στην εμπειρία που αποκτάται μέσω της επιτέλεσης αυτού του ρόλου. Μπορούμε να θερίσουμε πολύ πλουσιότερους αισθησιακούς καρπούς της σεξουαλικότητας μέσω του πειραματισμού και με άλλες εμπειρίες, πλην των ετεροφυλόφιλων. Όπως και σε πολλούς άλλους τομείς, έτσι και στη σεξουαλικότητα, η σφαίρα που μέχρι πρότινος νομίζαμε ότι την κυβερνά η φύση, δέχεται εισβολή και αποικίζεται από εκπολιτιστικά στρατεύματα. Όπως και όλες οι υπόλοιπες διαστάσεις, έτσι και η έμφυλη διάσταση της ταυτότητας δεν είναι δοσμένη άπαξ και για πάντα – είναι κατ’ επιλογή και μπορούμε να την απορρίψουμε αν τη θεωρήσουμε ανεπαρκή ή όχι και τόσο ικανοποιητική. Όπως και όλα τα άλλα συστατικά της μεταμοντέρνας ταυτότητας, έτσι κι αυτή η διάσταση είναι μόνιμα ακαθόριστη, ατελής, ανοιχτή στην αλλαγή και, επομένως, μια περιοχή αβεβαιότητας και μια ανεξάντλητη πηγή άγχους και ενδοσκόπησης, καθώς επίσης και ένας μόνιμος φόβος ότι κάποια πολύτιμα είδη αισθήσεων μας έχουν ξεφύγει και ότι δεν έχουμε ξεζουμίσει τις ηδονοθήκες του σώματος μέχρι την τελευταία τους σταγόνα.
Επιτρέψτε μου τώρα να αναφερθώ περιληπτικά στον ρόλο που διαδραμάτισε ο ερωτισμός αναφορικά με την ύφανση και το ξήλωμα του ιστού των διαπροσωπικών σχέσεων.
Στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας, ο Μισέλ Φουκώ υποστήριξε πειστικά, στην «Εισαγωγή»[2] του, ότι το σεξ -σε όλες τις μορφές έκφρασής του, είτε σε αυτές που μας είναι γνωστές προ αμνημονεύτων χρόνων, είτε σε αυτές που ανακαλύψαμε πρόσφατα ή που κατονομάσαμε τώρα για πρώτη φορά- τέθηκε στην υπηρεσία νέων -νεωτερικών- μηχανισμών εξουσίας και κοινωνικού ελέγχου.
Η ιατρική και η παιδαγωγική ρητορική του 19ου αιώνα ερμήνευσαν, ανάμεσα σε άλλες έννοιες, το φαινόμενο της παιδικής σεξουαλικότητας, που αργότερα ο Φρόυντ θα μετατρέψει, εκ των υστέρων, σε ακρογωνιαίο λίθο της ψυχανάλυσης. Κεντρικό ρόλο σ’ αυτόν τον ισχυρισμό έπαιξε ο πανικός που προκλήθηκε με την προδιάθεση του παιδιού να αυνανιστεί – την αντίληψη ότι ο αυνανισμός είναι φυσική κλίση αλλά και νόσος την ίδια στιγμή, ένα ηθικό ελάττωμα που αδυνατούμε να ξεριζώσουμε, καθώς και ένας κίνδυνος με ανυπολόγιστα καταστροφικά αποτελέσματα.
Ήταν καθήκον των γονέων και των δασκάλων να προστατεύσουν παιδιά απ’ αυτόν τον κίνδυνο – αλλά για να καταφέρει η εν λόγω προστασία να γίνει αποτελεσματική, ήταν απαραίτητη η κατασκοπία αυτής της πάθησης σε κάθε διακύμανση της διαγωγής, σε κάθε χειρονομία και έκφραση του προσώπου, η αυστηρή προσταγή πάνω στο σύνολο της ζωής του παιδιού ώστε αυτή η νοσηρή πράξη να καταστεί αδύνατη.
Γύρω από αυτή την αιώνια μάχη κατά της απειλής του αυνανισμού, δημιουργήθηκε ένα ολόκληρο σύστημα γονικής, ιατρικής και παιδαγωγικής επίβλεψης και επιτήρησης. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Φουκώ, «o έλεγχος της παιδικής σεξουαλικότητας ήλπιζε να επιτύχει τους σκοπούς του διαμέσου μιας ταυτόχρονης διάδοσης αφενός της δικής του εξουσίας και αφετέρου του αντικειμένου επί του οποίου επρόκειτο να ασκηθεί». Ο αδάμαστος και ανελέητος γονικός έλεγχος έπρεπε να δικαιολογηθεί πάνω στην οικουμενικότητα και την ανθεκτικότητα του ηθικού ελαττώματος της παιδικής ηλικίας και, επομένως, το ελάττωμα αυτό θα έπρεπε να αποδείξει -διαμέσου της οικουμενικότητας και ανθεκτικότητας των πρακτικών ελέγχων- ότι είναι καθολικό και ανθεκτικό.
«Σε όποιο μέρος κι αν υπήρχε πιθανότητα εμφάνισης του πειρασμού, εγκαταστάθηκαν συσκευές επιτήρησης· στήθηκαν ενέδρες εξαναγκασμού στο δικαίωμα εισόδου στο παιδικό δωμάτιο· επιβλήθηκαν μακροσκελείς και πειθαρχικοί Λόγοι. Γονείς και δάσκαλοι ήταν σε κατάσταση συναγερμού και έμειναν με την εντύπωση ότι όλα τα παιδιά είναι ένοχα, αλλά και με τον φόβο ότι μπορεί οι υποψίες εναντίον τους να μην ήταν αρκετά ισχυρές· διατηρήθηκαν σε κατάσταση ετοιμότητας μπρος σ’ αυτόν τον επαναλαμβανόμενο κίνδυνο· η διαγωγή των παιδιών ήταν υπαγορευμένη και οι παιδαγωγικές μέθοδοι ανακωδικοποιημένες· ένα ολόκληρο ιατρο-σεξουαλικό καθεστώς αιχμαλώτισε το οικογενειακό περιβάλλον. Και η παιδική «ανηθικότητα» στάθηκε περισσότερο ως υποστηρικτής αυτού του καθεστώτος, παρά ως εχθρός…
Πέρα από τα παλιά ταμπού, αυτή η μορφή εξουσίας, προκειμένου να ασκηθεί, απαιτούσε ένα διαρκές, αξιοπρόσεκτο και φιλοπερίεργο παρουσιολόγιο· προϋπέθετε εγγύτητα· προέβαινε σε εξέταση και επίμονη παρατήρηση· απαιτούσε μια ανταλλαγή Λόγων, εν μέσω ερωτημάτων που αποσπούσαν συναίνεση σε δικαιώματα εισόδου στο δωμάτιο και μιας εχεμύθειας με πολύ πιο βαρύνουσα σημασία απ’ το είδος των ερωτημάτων που τέθηκαν. Αυτή η εξουσία υπονοούσε φυσική εγγύτητα και μια έντονη αισθηματικά αλληλεπίδραση. Η εξουσία που ανέλαβε εν τέλει τον έλεγχο της σεξουαλικότητας ρύθμιζε τα σώματα που έρχονταν σε επαφή, κάρφωνε το βλέμμα της πάνω τους, εντατικοποιούσε κάποιες περιοχές του σώματος, προκαλούσε ηλεκτρισμό στις επιφάνειες τους, δραματοποιούσε τις άστατες στιγμές. Τύλιξε το σεξουαλικό σώμα στην αγκαλιά της.»
Η εμφανής ή λανθάνουσα, αφυπνισμένη ή κοιμωμένη σεξουαλικότητα του παιδιού υπήρξε ένα ισχυρό εργαλείο για τη διαμόρφωση των μοντέρνων οικογενειακών σχέσεων. Παρείχε τη δικαιολογία και έδωσε ώθηση στην ολοκληρωμένη και ενοχλητική γονική παρεμβολή στη ζωή των παιδιών. Καλούσε τους γονείς να είναι συνεχώς «σε επαφή» με τα παιδιά τους, να μην τα χάνουν απ’ το βλέμμα τους, να επιδίδονται σε εχέμυθες συζητήσεις, να ενθαρρύνουν τις ομολογίες των παιδιών, να απαιτούν την εμπιστοσύνη των παιδιών στο να εξομολογηθούν τα μυστικά τους.
Στις μέρες μας, αντίθετα, η παιδική σεξουαλικότητα αποκτά ίση δυναμική με άλλους παράγοντες που συμβάλλουν στη χαλάρωση ανθρώπινων δεσμών και, ως εκ τούτου, στην απελευθέρωση της ατομικής δύναμης του επιλέγειν, ιδιαίτερα πάνω σε ζητήματα διαχωρισμού των σχέσεων μεταξύ γονέων και παιδιών και στην «τήρηση αποστάσεων» μεταξύ τους.
Οι σημερινοί φόβοι πηγάζουν από τις σεξουαλικές ορέξεις των γονέων, όχι των παιδιών· αυτό που μας προδιαθέτει να υποψιαστούμε σεξουαλικά υπονοούμενα δεν είναι τόσο όλα αυτά που κάνουν τα παιδιά με τις ορμές τους, όσο αυτά που κάνουν και δεν κάνουν κατ’ εντολή των γονιών τους· είναι όλα όσα οι γονείς αρέσκονται να κάνουν με τα παιδιά τους (ή στα παιδιά τους) που προκαλούν τρόμο και μας καλούν σε επαγρύπνηση – μόνο που πρόκειται για μια επαγρύπνηση που συμβουλεύει τη διακριτικότητα, τη γονική απόσυρση και διστακτικότητα.
Αντιλαμβανόμαστε πλέον τα παιδιά πρωτίστως ως σεξουαλικά αντικείμενα και δυνάμει θύματα των γονέων τους, οι οποίοι λειτουργούν ως σεξουαλικά υποκείμενα· και δεδομένου ότι οι γονείς είναι από τη φύση τους πιο δυνατοί από τα παιδιά τους και βρίσκονται σε θέση ισχύος απέναντί τους, η γονική σεξουαλικότητα μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε κατάχρηση εξουσίας προς όφελος εξυπηρέτησης των σεξουαλικών ενστίκτων των γονέων. Επομένως, το φάντασμα του σεξ στοιχειώνει εξίσου τις οικογενειακές εστίες. Για να το εξορκίσουμε, θα πρέπει να κρατήσουμε τα παιδιά σε απόσταση – και, πάνω απ’ όλα, να απέχουμε από τις πολύ «στενές», απροκάλυπτες και απτές εκδηλώσεις της γονικής αγάπης…
Πριν από λίγο καιρό, η Μεγάλη Βρετανία έγινε μάρτυρας μιας κατά φαντασίαν επιδημίας αναφορικά με τη «σεξουαλική εκμετάλλευση των παιδιών». Σε μια πολυδιαφημισμένη εκστρατεία, κοινωνικοί λειτουργοί -σε συνεργασία με γιατρούς και δασκάλους- κατηγόρησαν δεκάδες γονείς (κυρίως πατέρες, αλλά και έναν αυξανόμενο αριθμό μητέρων) για αιμομικτικές κακοποιήσεις εναντίον των παιδιών τους.
Ως εκ τούτου, έγιναν αναγκαστικές απομακρύνσεις των παιδιών-θυμάτων από το πατρικό τους σπίτι, ενώ παράλληλα οι αναγνώστες του τύπου διάβαζαν σωρηδόν αιμοδιψείς ιστοριούλες για την πτώση της οικογενειακής εστίας στα νύχια και στα δόντια της ακολασίας. Οι εφημερίδες έφερναν συνεχώς στην επιφάνεια νέα σχετικά με περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης στις πτέρυγες ανηλίκων κάποιου ξενώνα ή κάποιου αναμορφωτηρίου.
Ελάχιστες ιστορίες, απ’ όσες είδαν το φως της δημοσιότητας, κατέληξαν στα δικαστήρια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι κατηγορούμενοι γονείς κατάφεραν να αποδείξουν την αθωότητά τους και να πάρουν τα παιδιά τους πίσω. Αλλά το κακό είχε ήδη γίνει.
Η γονική τρυφερότητα έχασε την αθωότητά της.
Έγινε κοινή πεποίθηση ότι τα παιδιά είναι πάντα και παντού σεξουαλικά αντικείμενα, ότι υπάρχει μια κρυφή πλευρά δυνητικής σεξουαλικής εκρηκτικής ύλης κάτω από κάθε πράξη γονικής αγάπης, ότι κάθε χάδι έχει την ερωτική του όψη και κάθε χειρονομία αγάπης ενδέχεται να κρύβει μια σεξουαλική προσέγγιση. Όπως επεσήμανε η Σούζαν Μουρ[3], υπάρχει μια έρευνα από την Εθνική Εταιρία για την Πρόληψη της Βίας κατά των Παιδιών (NSPCC) η οποία ανέφερε ότι «ένας στους έξι από εμάς έχει πέσει θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης ως παιδί», ενώ σύμφωνα με μια έκθεση του φιλανθρωπικού ιδρύματος Barnardo «έξι στις δέκα γυναίκες και το ένα τέταρτο των ανδρών βιώνουν κάποιο είδος σεξουαλικής επίθεσης ή παρενόχλησης πριν την ηλικία των 18 χρόνων». Η Σούζαν Μουρ συμφωνεί ότι «η σεξουαλική κακοποίηση είναι πολύ πιο διαδεδομένη απ’ ότι είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε», αλλά επισημαίνει, ωστόσο, ότι «η λέξη κακοποίηση είναι πλέον τόσο πολυχρησιμοποιημένη ώστε σχεδόν οποιαδήποτε κατάσταση θα μπορούσε χαρακτηριστεί ως κακοποίηση». Έτσι, στη μέχρι πρότινος απροβλημάτιστη όψη της γονικής αγάπης και φροντίδας αποκαλύφθηκε μια άβυσσος αμφιθυμίας. Τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο και προφανές πλέον, όλα τίθενται υπό αμφισβήτηση – και, γενικά θα πρέπει να μένουμε μακριά από αμφισβητούμενα πράγματα.
Σε μια απ’ τις υποθέσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας, η τρίχρονη Amy πιάστηκε να πλάθει λουκάνικα από πλαστελίνη ή άλλα αντικείμενα σε σχήμα φιδιού (τα οποία ερμηνεύτηκαν απ’ τον δάσκαλο ως πέη) και έκανε λόγο για αντικείμενα που «πιτσιλάνε λευκό υγρό». Η εξήγηση των γονέων, δηλαδή ότι το μυστηριώδες αντικείμενο στο οποίο αναφερόταν η Amy ότι «πιτσιλάει λευκό υγρό» ήταν ένα σπρέι ρινικής αποσυμφόρησης ενώ τα λουκάνικα ήταν σχέδια των αγαπημένων της ζαχαρωτών, δεν τους βοήθησε καθόλου. Το όνομα της Amy μπήκε στον κατάλογο με τα «παιδιά σε κίνδυνο» [children at risk] και οι γονείς της έδωσαν αγώνες για να αποκαταστήσουν το όνομά τους. Όπως σχολιάζει και η Ρόζι Γουοτερχάουζ αναφορικά με την ανωτέρω, αλλά και με άλλες υποθέσεις[4]:
Αγκαλιάζεστε, φιλάτε, κάνετε μπάνιο, ακόμα-ακόμα κοιμάστε με τα παιδιά σας – είναι αυτά τα φυσικά πρότυπα της γονικής συμπεριφοράς ή μήπως είναι ακατάλληλες και υπερ-σεξουαλικοποιημένες πράξεις κακοποίησης;
Και ποιες είναι οι νορμάλ παιδικές ασχολίες; Όταν τα παιδιά κάνουν ζωγραφιές με μάγισσες και φίδια, αυτό σημαίνει ότι είναι σύμβολα τρομακτικών και βίαιων εμπειριών; Αυτά είναι θεμελιώδη ζητήματα τα οποία συχνά οι δάσκαλοι, οι κοινωνικοί λειτουργοί και άλλοι επαγγελματίες που ασχολούνται με τη φροντίδα των παιδιών, καλούνται να αντιμετωπίσουν.
Η Μωρίν Φρίλι (1997)[5] περιέγραψε πρόσφατα με αρκετή διαύγεια τον πανικό που στοιχειώνει τις μεταμοντέρνες οικογένειες ως αποτέλεσμα της παρακάτω κατάστασης:
Εάν είστε άνδρας, είναι πιθανό να το σκεφτείτε πολύ καλά προτού ενδιαφερθείτε για ένα λυπημένο, χαμένο παιδί και του προσφέρετε τη βοήθειά σας. Διστάζετε να πιάσετε το χέρι της δεκατριάχρονης κόρης σας για να διασχίσετε μια επικίνδυνη διασταύρωση και… θα πρέπει να αποφύγετε την απαθανάτιση οικογενειακών στιγμών που θα περιέχουν εικόνες γυμνών παιδιών οποιασδήποτε ηλικίας. Αν το Pretty Baby κυκλοφορούσε σήμερα, θα ήταν βέβαιο ότι θα σήκωνε θύελλα διαμαρτυριών. Αν η Λολίτα κυκλοφορούσε για πρώτη φορά το 1997, κανείς δεν θα τολμούσε να την αποκαλέσει ποτέ κλασική.
Στην εποχή της μεταμοντέρνας ερωτικής επανάστασης, οι σχέσεις γονέα-παιδιού δεν είναι οι μόνες που, μέχρι στιγμής, υπόκεινται σε εξονυχιστικό έλεγχο και βρίσκονται υπό επανεξέταση και επαναδιαπραγμάτευση.
Λες και όλες οι άλλες μορφές των ανθρώπινων σχέσεων έχουν εξαγνιστεί -έντονα, άγρυπνα, εμμονικά, μερικές φορές πανικόβλητα- ακόμη και από τα πιο λεπτεπίλεπτα σεξουαλικά υπονοούμενα τα οποία θα μπορούσαν έστω και υποτυπωδώς να μονιμοποιήσουν τέτοιες καταστάσεις στις ανθρώπινες σχέσεις.
Υποψιαζόμαστε και μυριζόμαστε σεξουαλικά υπονοούμενα σε κάθε συναίσθημα που φτάνει λίγο παραπέρα από τα πενιχρά αποθέματα επιτρεπόμενων συγκινήσεων στο πλαίσιο της παρ’ ολίγον συνάντησης (ή ημι-συνάντησης, φευγαλέας συνάντησης, μηδαμινής συνάντησης)[6], σε κάθε φιλική προσφορά και σε κάθε εκδήλωση ενδιαφέροντος για έναν άλλον άνθρωπο κατά πολύ πιο βαθύ τρόπο από αυτόν του γενικού μέσου όρου.
Είναι πολύ πιθανό να αποδοκιμάσουμε ένα χαλαρό σχόλιο σχετικά με την ομορφιά ή τη γοητεία ενός συναδέλφου στη δουλειά ως σεξουαλική πρόκληση, καθώς και το κέρασμα ενός καφέ ως σεξουαλική παρενόχληση. Το φάντασμα του σεξ στοιχειώνει πλέον τα γραφεία των εταιρειών και τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα·
ένα αίσθημα απειλής ενυπάρχει σε κάθε χαμόγελο, σε κάθε βλέμμα και σε κάθε κάλεσμα. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι η ταχεία αποδυνάμωση των ανθρώπινων σχέσεων, η απογύμνωσή τους από οικειότητα και συναισθηματικότητα, καθώς και ο μαρασμός της επιθυμίας να μπούμε μέσα σε μια σχέση και να την κρατήσουμε. Δεν είναι όμως μόνο οι εταιρείες και τα πανεπιστήμια που επηρεάστηκαν.
Στη μια χώρα μετά την άλλη, τα δικαστήρια νομιμοποιούν την έννοια του «συζυγικού βιασμού»: η σεξουαλική συνεύρεση δεν εντάσσεται πλέον στα συζυγικά δικαιώματα και καθήκοντα και η επιμονή στην παροχή της ενδέχεται να χαρακτηριστεί ως αξιόποινη πράξη.
Δεδομένου ότι είναι φανερά δύσκολο να ερμηνεύσουμε «αντικειμενικά» και αναμφίβολα τη συμπεριφορά ενός απ’ τους δυο συντρόφους είτε ως συναίνεση είτε ως απόρριψη (ειδικά εάν οι σύντροφοι μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι κάθε βράδυ), και δεδομένου ότι για να αποκαλέσουμε ένα συμβάν βιασμό απαιτείται η απόφαση του ενός μόνο από τους συντρόφους, τότε κυριολεκτικά κάθε σεξουαλική πράξη μπορεί να παρουσιαστεί, με μια ελάχιστη ποσότητα καλής (ή ακόμη και κακής) θέλησης, ως πράξη βιασμού (κάτι που ορισμένες συγγραφείς του ριζοσπαστικού φεμινισμού θα ανακήρυσσαν, χωρίς να χασομερούν, «στην αλήθεια καθ’ εαυτήν του αρσενικού φύλου»).
Επομένως, οι σεξουαλικοί σύντροφοι θα πρέπει να έχουν κατά νου ότι, σε κάθε περίπτωση, η συναίνεση είναι η πεμπτουσία της γενναιότητας. Ο προφανής και μη προβληματικός χαρακτήρας των συζυγικών δικαιωμάτων, που κάποτε είχε ως στόχο να ενθαρρύνει τους συζύγους να προτιμούν το σεξ εντός γάμου και όχι εκτός αυτού, υποτίθεται ότι είναι δήθεν ένα πιο επικίνδυνο ζήτημα, και επομένως καθίσταται, πλέον, όλο και περισσότερο, αντιληπτό ως παγίδα.
Ως εκ τούτου, οι λόγοι που συνδέουν την ικανοποίηση της ερωτικής επιθυμίας με τον γάμο γίνονται ολοένα και λιγότερο εμφανείς ή πειστικοί – ιδιαίτερα από τη στιγμή που η ικανοποίηση χωρίς δεσμεύσεις είναι, πλέον, τόσο εύκολο να αποκτηθεί μέσα σε άλλα πλαίσια.
Η αποδυνάμωση των δεσμών είναι μια σημαντική προϋπόθεση για να κριθεί επιτυχημένη η κοινωνική παραγωγή των ηδονοθηρών οι οποίοι τυγχάνει επίσης να είναι πλήρως ενημερωμένοι και αποτελεσματικοί καταναλωτές.
Εάν, μια φορά και έναν καιρό, στο κατώφλι της νεωτερικής εποχής, ο διαχωρισμός των οικονομικών συνδιαλλαγών από τα νοικοκυριά επέτρεψε στις πρώτες να ταχθούν υπέρ των αυστηρών και ψυχρών απαιτήσεων του ανταγωνισμού και να παραμείνουν κωφές απέναντι σ’ όλες τις άλλες, ιδίως τις ηθικές, νόρμες και αξίες – η υπαγωγή του ερωτισμού, ελαφρά τη καρδία, στα αισθητικά κριτήρια των έντονων εμπειριών και της ικανοποίησης των αισθήσεων επιτρέπεται εξαιτίας του διαχωρισμού αυτού του ερωτισμού σήμερα από άλλες ανθρώπινες σχέσεις.
Όμως, για να γευτούμε αυτά τα οφέλη, θα πρέπει να πληρώσουμε ένα μεγάλο τίμημα. Καμιά νόρμα ανθρώπινης διαγωγής δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη σε μια περίοδο επανεκτίμησης όλων των αξιών και αναθεώρησης ιστορικά διαμορφωμένων έξεων, και εξίσου καμιά δεν θα μείνει πιθανότατα αδιαμφισβήτητη για πολύ καιρό.
Επομένως, το κυνήγι της απόλαυσης είναι διάστικτο με φόβο.
Κοινωνικές δεξιότητες που μας είναι γνώριμες από παλιά αντιμετωπίζονται με καχυποψία, ενώ οι νέες -ιδιαίτερα αυτές που είναι κοινά αποδεκτές- σπανίζουν και αργούν να φανούν. Και για να κάνουμε ακόμα χειρότερα τα χάλια των μεταμοντέρνων ανδρών και γυναικών, οι ελάχιστοι κανόνες άξιοι αναφοράς που αναδύονται μέσα από τη σύγχυση, προσθέτουν περισσότερη ομίχλη σε μια ήδη ομιχλώδη ατμόσφαιρα εξαιτίας των αξεδιάλυτων αντιφάσεών τους.
Η μεταμοντέρνα κουλτούρα ευλογεί τις απολαύσεις του σεξ και ενθαρρύνει την επένδυση κάθε εσοχής και χαραμάδας του έμβιου κόσμου [Lebenswelt] με ερωτική σημασία. Παρακινεί τον μεταμοντέρνο ηδονοθήρα να αναπτύξει πλήρως τις δυνατότητες του ως σεξουαλικό υποκείμενο.
Απ’ την άλλη, όμως, είναι η ίδια ακριβώς κουλτούρα που απαγορεύει ρητά τη μεταχείριση ενός άλλου ηδονοθήρα ως αντικειμένου του σεξ.
Το πρόβλημα, εντούτοις, είναι ότι σε κάθε ερωτική συνάντηση είμαστε υποκείμενα και αντικείμενα επιθυμίας και -όπως κάθε εραστής γνωρίζει πολύ καλά- καμιά ερωτική συνάντηση δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή αν οι σύντροφοι δεν αναλάβουν και τους δύο ρόλους ή, ακόμα καλύτερα, αν δεν τους συγχωνεύσουν σε έναν ρόλο.
Επομένως, τα αντιφατικά πολιτιστικά μηνύματα υπονομεύουν με κεκαλυμμένο τρόπο όλα όσα εγκωμιάζουν και ενθαρρύνουν στα φανερά. Πρόκειται για μια κατάσταση η οποία εγκυμονεί ψυχικές νευρώσεις που βασίζονται στο γεγονός ότι δεν είναι πλέον σαφές ποιος είναι ο «κανόνας» και, συνεπώς, τι είδους «συμμόρφωση προς τον κανόνα» θα μπορούσε να τις θεραπεύσει.
[1]. Anthony Giddens, The Transformation of Intimacy: Sexuality, Love and Eroticism in Modern Societies, Κέιμπριτζ, Polity Press, 1992 [ελλ. μτφ.: Anthony Giddens, Η μεταμόρφωση της οικειότητας.] Σεξουαλικότητα, αγάπη και ερωτισμός στις μοντέρνες κοινωνίες, μτφ. Α. Καλογιάννη, επιμ. Μ. Ντάβου, Αθήνα, Πολύτροπον, 2005].
[2] Michel Foucault, The History of Sexuality (I), Λονδίνο, Penguin, 1990, σσ. 40-44 και 103-107 [ελλ. μτφ.: Michel Foucault, Η ιστορία της σεξουαλικότητας (πρώτος τόμος) – Η βούληση για γνώση, μτφ. Τ. Μπέτζελου, Αθήνα, Πλέθρον, 2011].
[3] Suzanne Moore, “For the Good of the Kids – and Us”, Guardian, Ιούνιος 2015.
[4] Rosie Waterhouse, “So What is Child Abuse?”, Κυριακάτικη Independent, 23 Ιουλίου 1995.
[5]. Maureen Freely, “Let Girls be Girls”, Κυριακάτικη Independent, 2 Μαρτίου 1997.
[6] Βλ. το κεφ. «Μορφές Συντροφικότητας» [Forms of Togetherness] στο Zygmunt Bauman, Life in Fragments, Οξφόρδη, Blackwell, 1996.