Δεν σταματούμε την πρόοδο∙ και, κυρίως, δε θα σταματήσουμε τη Διαφάνεια, που είναι το πιο αποδοτικό της καύσιμο. Την ίδια στιγμή που το δίποδο της εποχής του υπερφεστιβισμού βρίσκεται τοιχοκολλημένο στους δρόμους και πίσω από φορτηγάκια sound system, μέσα στην πιο ηχηρή του ματαιότητα, γίνεται όλο και πιο ευαίσθητο και γαργαλιστικό.
Τον προηγούμενο Γενάρη, ένας αρμόζων παρατηρητής σημείωνε πως αυτή την στιγμή υπάρχουν δύο συνθήκες για να επιτευχθεί η πρόσβαση στη θέση του θύματος (δηλαδή, η δημιουργία νέων βασανιστικών νόμων, σε πλαίσιο νομιμότητας): το απρόοπτο μιας ζημιάς και η απουσία συναίνεσης. Επίσης, τόνιζε: «πώς εξηγείται το γεγονός ότι το συναίσθημα που σχετίζεται με το θύμα κατακλύζει τις κοινωνίες που οι ζημιές αντικειμενικά όλο και λιγοστεύουν;». Στο ζήτημα της συναίνεσης, δικαιολογημένα διέκρινε την καρδιά του προβλήματος.
Η μη-συναίνεση (που, βέβαια, διπλασιάζεται με μια γενική επιδοκιμασία) είναι η βασιλική οδός για να θεωρηθεί κάποιος θύμα, συνεπώς να αποκτήσει μια παρηγοριά για τις αντιξοότητες της ζωής. Παραληρώντας μέσα στην ίδια του τη σπουδαιότητα, χωρίς όμως να καταφέρνει να έχει πρόσβαση στις απολαύσεις της ατομικής ζωής του παρελθόντος, ο homo festivus εξοργίζεται και πολλαπλασιάζει τις μορφές εκβιασμών που ονομάζει «ομάδες πίεσης», και που δεν έχουν άλλο λόγο ύπαρξης από το να απαιτούν νόμους και διώξεις.
Στο εξής, κάθε άνθρωπος είναι ήδη από μόνος του -ή περίπου- ένας αδιάκοπα ενεργός παράγοντας μποϋκοτάζ. Μανιακός με τις διαδικασίες, νομόφιλος, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, μανιο-νομοθετικός, ο homo festivus είναι ένας μανιώδης εραστής του νόμου. Οι καταγγελίες, οι διαδικασίες, η οργάνωση της καταστολής των παραβάσεων και η ενίσχυση των ποινών αποτελούν γι’ αυτόν το υποκατάστατο του ερωτισμού. Η απαίτηση για διόρθωση των προκαταλήψεων είναι η αρχή της απόδειξης της ύπαρξής του και της σημασίας του. Ο αγώνας υπέρ του θύματος είναι η λίμπιντό του.
Όλη αυτή η διαδικασία τον συναρπάζει.
Την ονειρεύεται κάθε βράδυ.
Τη σκέφτεται συνεχώς.
Η λίστα μεγαλώνει και ποικίλλει όλο και πιο πολύ, περισσότερο κι από τους δημοτικούς συμβούλους που οι δημότες τους τούς απαγγέλουν κατηγορίες επειδή πρόκειται να καθίσουν σε ένα παγκάκι, σε έναν δημόσιο κήπο, ή επειδή ο σκύλος τους έπαθε ηλεκτροπληξία από τις ηλεκτρικές γιρλάντες του στολισμένου χριστουγεννιάτικου δέντρου στην πλατεία του χωριού, κι έπρεπε πάση θυσία να ενοχοποιήσουν κάποιον.
Πριν κάποια χρόνια, μετά από μια πλημμύρα του ποταμού Ouvèze στη Γαλλία και την καταστροφική υπερχείλισή του σε μια συνοικία της κοινότητας Vaison-la-Romaine, ένας δικαστής, μάλιστα, τόλμησε να καλέσει σε απολογία έναν τέως νομάρχη 80 ετών, 30 χρόνια μετά τα γεγονότα, για να ικανοποιήσει κάποια από τα θύματα και να πετάξει ένα κόκκαλο στη μνησικακία.
Δεν μπορούμε να ελέγξουμε πλέον ότι τίποτα δε θα σταματήσει πια τους πολίτες που κατηγορούν, κάνουν μηνύσεις, καταδιώκουν, αναθέτουν, επιτίθενται, καταλογίζουν και δεν μπορούν πλέον να αισθανθούν ως όντα όταν βρίσκονται έξω από αυτή την συνεχή καταγγελτική δραστηριότητα. Παντού, το παλιό στρατο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, που εξακολουθεί να συνδέεται με την ιστορική περίοδο, δίνει τη θέση του στο νέο καρναβαλο-συμπονετικό ή φεστιβ-εξιλεωτικό σύμπλεγμα.
Οι άνθρωποι παλιά έκαναν συλλογή από γραμματόσημα για να ξεγελάσουν την ανία τους∙ σήμερα, κάνουν συλλογή από νόμους, από προτάσεις νόμων, καθώς επίσης κι από στοιχεία κενών του νόμου (όλη η αξιοσημείωτη ελευθερία που απέμεινε μπορεί να αναχθεί, στα μάτια του σύγχρονου ιεροκήρυκα, σε ένα κενό του νόμου που πρέπει να κλείσει, σε ένα είδος σκανδάλου που πρέπει να καλυφθεί με διατάγματα και κανονισμούς). Και καθώς υπάρχει, όπως φαίνεται, μια ζώνη στοματική, μια πρωκτική και μια ουρηθρο-γενετήσια, θα πρέπει να εφεύρουμε, για να αντιμετωπίσουμε τον ερωτισμό του homo festivus, μια ακόμη, την ποινική, η οποία -αλίμονο!- σε αντίθεση με τις προηγούμενες, δε θα μπορεί να εντοπιστεί∙ κατά συνέπεια, δε θα έχει αρχή, τέλος, φρένα και όρια.
Η Διαφάνεια είναι η κυρίαρχη γλώσσα και η καινούργια οπτική του κόσμου στην εποχή που ξεκινά. Δεν έχει άλλο στόχο ή λόγο, από το να γυρίσει στο πριν. Πριν κάποιους μήνες, κάποια Marie–Victoire Louis εξέφρασε με ανησυχία στην εφημερίδα Libération ότι το κυβερνών σοσιαλιστικό κόμμα δεν είχε τίποτα να προτείνει σε σχέση με τα γυναικεία δικαιώματα. Όπως πάντα, και με βάση τις κατάλληλες μεθόδους, θαυμάσια τοποθετημένες στο παρόν του διαυγούς οπορτουνισμού, χρησιμοποίησε δικαιολογίες ταιριαστές σε θύμα, και μια συγκεκριμένη περίπτωση, σχετική με τη βία εναντίον των γυναικών (την «ενδοοικογενειακή βία»), για να απαιτήσει να εξαφανιστεί τελικά, σε γενικευμένο πλαίσιο όμως, το σύνορο ανάμεσα στη «δημόσια» και την «ιδιωτική σφαίρα»∙ αυτός ο αισχρός διαχωρισμός, όπως τόνιζε, που εκμηδενίζει την ίδια την έννοια της ισότητας των φύλων.
Αισθανόταν υποχρεωμένη να φτάσει σε σύντομο χρονικό διάστημα παντού, στο όνομα της αποκατεστημένης ισότητας, και να ανακατευτεί σε ένα ζήτημα που δεν την αφορούσε.
Τέτοια παραδείγματα -θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πολλά ακόμη- καθιστούν μάταιη κάθε προσπάθεια να αγωνιστούμε ενάντια στον τρόμο της Διαφάνειας. Σε αυτή τη θαυμάσια εποχή που ζούμε, που οι οπτικές μας πολλαπλασιάζονται, που οι έρευνες φυτρώνουν όπως τα μανιτάρια μετά τη βροχή, που στα κέντρα φορολογίας συσσωρεύονται επιστολές καταγγελίας, και που η δικαστική αρχή και τα ΜΜΕ καθοδηγούν από κοινού μια ανθρωπότητα όλο και πιο ευφορικά κατηγορητική, αναβλύζει από όλα τα κοινωνικά της στρώματα ασταμάτητα αυτή η ζηλιάρα μέθη, καταπιεστική, εποπτική, νηπιακή και μητρική (η νομοθετική εμμονή δεν είναι άλλη από το να επιτρέπεται στους ανθρώπους να δρουν σύμφωνα με τη συνείδησή τους), σε αυτή την εποχή έδωσα εδώ και καιρό το πραγματικό της όνομα, Φθόνος της Ποινής[1], την οποία οι εφημερίδες προτιμούν να τη βαφτίσουν «φιλόδικη παρέκκλιση», με τρόπο που μας κάνουν να πιστέψουμε ότι δεν υπήρξε τίποτα άλλο να θρηνήσουμε, στον τομέα αυτό, από τις παρεκκλίσεις.
Πράγμα που δεν τους εμποδίζει να επικροτούν ταυτόχρονα όλες τις πρωτοβουλίες που δεν έχουν άλλον σκοπό από το να επιταχύνουν τις εν λόγω παρεκκλίσεις και να τις μετατρέψουν σε ανεπανόρθωτες. Έτσι λοιπόν, εδώ και μερικά χρόνια, με ομόφωνη ικανοποίηση, και με τέτοιο τρόπο που η Διαφάνεια καταλήγει γρηγορότερα να αντικαθιστά ορισμένες αόριστες ανάγκες που υπάρχουν ακόμη, φανταστήκαμε να επανερχόμαστε στην πηγή του προβλήματος, και να ξεκινούμε την εκπαίδευση της διαφάνειας, κατά κάποιο τρόπο, από «την κούνια της».
Τίποτα δεν χαιρετήθηκε, λοιπόν, με περισσότερη εύνοια από τη συγκινητική ιδέα να συγκεντρώνονται κάθε χρόνο 577 μαθητές στη Βουλή των Εφήβων, ένας μαθητής ανά περιφέρεια, που θα πειστούν να αποφανθούν για τους απόλυτα αδιάσειστους νόμους. Την ώρα που η πραγματικότητα γίνεται παιδική χαρά και που η πολιτική τάξη πνέει τα λοίσθια προσπαθώντας, με όλο και λιγότερη πειθώ, να πιστέψει τόσο η ίδια όσο και να κάνει τους άλλους να πιστέψουν ότι υπάρχει ακόμη, ίσα-ίσα είναι αυτά τα παιδιά (αυτοί οι «βουλευτές τζούνιορ», για να χρησιμοποιήσουμε την εκστατικά ελεεινή γλώσσα των εφημερίδων) που χαρακτηριστικά αναλαμβάνουν, έστω και μια φορά τον χρόνο, να ενσαρκώσουν ταυτόχρονα μια κοινοβουλευτική εκπροσώπηση με βλάβη, και μια νομοθετική δράση που λειτουργεί στο εξής αυτόνομα και διεξάγει τον πόλεμό της.
Με αυτό το Κοινοβούλιο που έχει επιστρέψει σε παιδικό στάδιο, μπορούμε να πούμε πως ο φθόνος της ποινής βρήκε τα ιδανικά φερέφωνά του και υλοποίησε ένα από τα πιο σημαντικά του όνειρα, περιμένοντας ακόμη κάτι καλύτερο: αυτό το παγκόσμιο Κοινοβούλιο των παιδιών που πρέπει να πραγματοποιηθεί το 1999, και να υιοθετήσει μία «Διακήρυξη για τον 21οαιώνα», της οποίας το περιεχόμενο περιμένουμε να γνωρίσουμε με ανυπομονησία.
————————————————————
Σημ.: Το συγκεκριμένο κείμενο δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Res Publica: Σημειώσεις εκτός γραμμής ενάντια στη δημόσια υποκρισία (τχ. 1, Φεβρ. 2019, σσ. 135 – 150). Μεταφράστηκε απ’ την Σταυρούλα Μαρία. Εγώ ήμουν υπεύθυνος για την επιμέλεια του κειμένου.
[1] Στο L’ Idiot international, νο 74, 1992, κείμενο που παρατίθεται στο Désaccord parfait, συλλογή «Tel», Gallimard, 2000, σ. 183 [Σ.τ.μ.: «L’envie du pénal» στο πρωτότυπο. Ο συγγραφέας κάνει λογοπαίγνιο με τη φροϋδική θεωρία για τον φθόνο του πέους, που στα γαλλικά αποδίδεται ως «L’envie du pénis»].