Στην πράξη, μόνο μετά τον 20ο αιώνα (όταν η φιλελεύθερη λογική – ωθούμενη πάντα από την ανάγκη να ανακαλύψει νέες «αγορές» – θα οδηγήσει σταδιακά στη δημιουργία μιας «καταναλωτικής κοινωνίας», βασισμένης στον δανεισμό, στην προγραμματισμένη απαξίωση των προϊόντων και την προπαγάνδα της διαφήμισης), το καπιταλιστικό σύστημα – οριστικά απελευθερωμένο πια από όλους τους αρχικούς ιστορικούς συμβιβασμούς του με τις δυνάμεις του Παλαιού Καθεστώτος – θα αρχίσει πραγματικά να ενσαρκώνεται σε έναν ιδιαίτερο και απολύτως «σύγχρονο» τρόπο ζωής.
Τρόπο ζωής κινητικό και «χωρίς ταμπού», του οποίου η mainstream κουλτούρα και η θρησκεία της τεχνολογικής προόδους συνιστούν, σήμερα, το απαραίτητο πνευματικό συμπλήρωμα. Τότε – και μόνο τότε – το πρόταγμα μιας αέναης συσσώρευσης του κεφαλαίου (ή, αν προτιμά κανείς τον πιο «ουδέτερο» όρο που έχουν υιοθετήσει οι σύγχρονοι ιδεολόγοι, μιας απεριόριστης «ανάπτυξης») θα μπορέσει να απελευθερώσει σταδιακά όλο το καταστροφικό δυναμικό του, τόσο στο ψυχολογικό και ηθικό πεδίο όσο και στο οικολογικό.
Γινόμενο επιτέλους για τον εαυτό του αυτό που ήταν καθεαυτό στην αρχή -που θα εγκαινιαστεί από τα μέσα της δεκαετίας του ’20, στις Ηνωμένες Πολιτείες, και στη δεκαετία του ’50, στη γηραιά Ευρώπη -, το αναπτυγμένο καπιταλιστικό σύστημα πρόσφερε έτσι την πιο εντυπωσιακή επιβεβαίωση των προβλέψεων που, από την αρχή των Σισμόντι, Φουριέ και Πιερ Λερού, είχαν τροφοδοτήσει διαισθητικά τη σοσιαλιστική κριτική του προηγούμενου αιώνα.
Μένει να ασχοληθούμε με ένα τελευταίο ερώτημα.
Το γεγονός ότι καταγγέλλουμε – στον απόηχο αυτής της αναντικατάστατης σοσιαλιστικής παράδοσης – την ιστορική διαδικασία της πλήρους ιδιωτικοποίησης όλων των κοινών αξιών, στην οποία οδηγεί ουσιαστικά η φιλελεύθερη δυναμική (καταδεικνύοντας, π.χ. – με τον Καστοριάδη – ότι αυτή η υπερβατική δύναμη οδηγεί στη διάλυση κάθε αίσθησης ιστορικής συνέχειας, κάθε έννοιας δημόσιου χώρου [1] και κάθε αναφοράς σε μια πραγματικά κοινή χρονικότητα ή – με τον Λας – ότι συρρικνώνει σταδιακά τον σύγχρονο άνθρωπο σε έναν «εαυτό ελάχιστο» και ναρκισσιστικό, του οποίου το εσωτερικό κενό τον υποχρεώνει να εξαντλείται ψυχολογικά στην προσπάθεια της καθημερινής επιβίωσης), μας υποχρεώνει άραγε αναγκαστικά να θεωρήσουμε χαμένο αυτό το ιδεώδες της ατομικής αυτονομίας (την ιδέα ότι ο καθένας θα είναι πάντα ο καλύτερος κριτής για το πώς θα πρέπει να διεκπεραιώσει τις δικές του υποθέσεις), ιδεώδες που αποτελούσε αναμφίβολα την πιο ελκυστική φιλοσοφική συμβολή του φιλελεύθερου δόγματος;
Και ως εκ τούτου, ένα «ρεαλιστικό» πνεύμα θα πρέπει να συμπεράνει, άραγε, μαζί με τον Louis Rougier[2], πως η φαινομενικά θεμιτή επιθυμία, «να επιτευχθεί μια πιο δίκαιη, πιο ηθική και πιο ευημερούσα κοινωνία, όπου η εγωιστική επιδίωξη του ατομικού κέρδους θα έχει αντικατασταθεί από την αλτρουιστική ικανοποίηση των συλλογικών αναγκών των μαζών», δεν θα μπορέσει ποτέ να γνωρίσει άλλη μορφή ιστορικής υλοποίησης παρά μόνο εκείνη μιας καταπιεστικής κοινωνίας, κλεισμένης μέσα στον εαυτό της και η οποία δεν θα έχει άλλη φιλοδοξία από το να προσφέρει σε όλα τα αναλώσιμα μέλη της «μια γαβάθα, ένα στρατώνα και μια στολή»;
Ωστόσο, αυτός ο, εκ πρώτης όψεως εύλογος, τρόπος να αντιπαραθέτει κανείς τις ηθικά καταναγκαστικές απαιτήσεις κάθε συλλογικής ζωής (συγκεκριμένα εκείνων που προκύπτουν από την παλιά επιταγή της αλληλεγγύης) με το σύγχρονο ιδεώδες μιας απόλυτα «ελεύθερης» ζωής (υποδειγματική μορφή της οποίας – όπως εύστοχα είχε δει ο Λας – αποτελεί, σε αυτές τις συνθήκες, ο Σαντ) βασίζεται σε μια καθαρά χρησιμοθηρική αντίληψη της κοινωνίας, για την οποία το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι είναι ιδιαίτερα απλοϊκή και αφελής• πρόκειται γι’ αυτήν ακριβώς την αντίληψη, σημείωνε ο Μαρξ, της οποίας οι «ροβινσωνιάδες» βυθίζουν τις ρίζες τους στις «κοινότοπες μυθοπλασίες του 18ου αιώνα» («του ατομικού και απομονωμένου κυνηγού και ψαρά, με τους οποίους ξεκινούν οι Σμιθ και Ρικάρντο»).
Αυτό το είδος θεωρησιακής ανθρωπολογίας (η οποία εξακολουθεί να στηρίζει τις περισσότερες ιδεολογικές κατασκευές της επίσημης οικονομίας) παραβλέπει απροκάλυπτα το γεγονός ότι ο άνθρωπος – όπως τόνιζε ο Μαρξ, αναφερόμενος ρητά στον Αριστοτέλη – «δεν είναι απλά ένα κοινωνικό ζώο, αλλά ένα ζώο που δεν μπορεί να απομονωθεί παρά μόνο μέσα στην κοινωνία»[3].
Φαίνεται συνεπώς τουλάχιστον τυχοδιωκτικό να υποστηρίζει κανείς ότι αυτό το ευγενές ιδεώδες της ατομικής ελευθερίας (ιδεώδες στο οποίο οι Λας και Καστοριάδης – χρειάζεται υπενθύμιση’- ήταν βαθιά προσηλωμένοι) δεν μπορεί να βρει τις συγκεκριμένες συνθήκες πραγματοποίησης του παρά μόνο αφού εξαλειφθεί προκαταβολικά κάθε ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά, ακόμη και κάθε αναφορά στην ιδέα ενός «κοινού κόσμου» (λες και το άλλο πολιτικό καθήκον κάθε επαναστατικού κινήματος πραγματικής χειραφέτησης δεν ήταν πάντα – σύμφωνα με τα λόγια του Καμύ, στον λόγο του στη Σουηδία – να «εμποδίσει την αποσύνθεση του κόσμου»).
Έτσι, το πραγματικό πρόβλημα – από τη στιγμή που υπάρχει το σοσιαλιστικό πρόταγμα – δεν έπαψε ποτέ να τίθεται με τους ίδιους όρους. Στον βαθμό που η χειραφέτηση των εργαζόμενων τάξεων εμφανίζεται άρρηκτα δεμένη με εκείνη του συνόλου της ανθρωπότητας (πρόκειται – θα γράψει μάλιστα ο Ένγκελς το 1892 – «για την απελευθέρωση όλης της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των καπιταλιστών»), το πρόταγμα αυτό δεν μπορεί να έχει ως μοναδικό στόχο να καταστήσει αδύνατη τη σύγχρονη εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο υπό τις νέες βιομηχανικές συνθήκες.
Προϋποθέτει ταυτόχρονα τη σταδιακή υπέρβαση όλων των μορφών κυριαρχίας και αποπνικτικού ψυχολογικού ελέγχου (όπως, για παράδειγμα, η καταπίεση των γυναικών, το δίκαιο του πρωτότοκου ή η δίωξη των ομοφυλόφιλων), μορφών που σχετίζονται συνήθως με τη ζωή της παραδοσιακής κοινότητας και οι οποίες αποτελούν, σήμερα, ηθικά απαράδεκτα εμπόδια στο ιδεώδες της προσωπικής ολοκλήρωσης που θα πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε σύγχρονη αξιοπρεπή κοινωνία.
Όλη η δυσκολία, λοιπόν, έγκειται στο να βρεθούν τα πολιτικά μέσα για να ευοδωθεί ένα τέτοιο εξισωτικό και επελευθερωτικό πρόγραμμα χωρίς όμως να οδηγηθούμε – όπως κάνει ο οδοστρωτήρας της καπιταλιστικής αγοράς – στην καταστροφή των ανθρωπολογικών προϋποθέσεων του ίδιου του κοινοτικού φαινομένου. Και πρώτα-πρώτα, όπως μας έχει διδάξει ο Μαρδέλ Μως, εκείνη την οικουμενική τριπλή υποχρέωση της «προσφοράς, αποδοχής και ανταπόδοσης»[4] – που έρχεται από τη μακρινή προϊστορία -, η οποία αποτέλεσε πάντοτε το πρωταρχικό υπόστρωμα των ανθρωπίνων σχέσεων (και συνεπώς το υποχρεωτικό θεμέλιο κάθε πιθανής κοινότητας), υποχρέωση που, όντας παρούσα σε κάθε γνωστό πολιτισμό (με εξαίρεση τον ανυπόφορο σύγχρονο καπιταλιστικό πολιτισμό), αντιπροσωπεύει μια κατ’ ανάγκην και συνεπώς, ως εκ τούτου, μια ανεκτιμητη συμβολή στην ιστορία της ανθρωπότητας[5].
Φυσικά, δεν πρόκειται, εδώ, να αρνηθούμε ούτε για μια στιγμή πως, στη συγκεκριμένη αντιμετώπιση αυτού του θεμελιώδους πολιτικού προβλήματος, το σοσιαλιστικό κίνημα – μετά από ένα πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα – σημείωσε τελικά μια μεγάλη ιστορική καθυστέρηση. Καθυστέρηση για την οποία πρωτίστως ευθύνονται η θρησκεία της προόδου με κάθε τίμημα (νευραλγικό κέντρο, από τον 19ο αιώνα, όλης της ρητορείας που στηριζόταν αποκλειστικά στη φιλοσοφία του Διαφωτισμού) καθώς και η μεγάλη ιστορική παρένθεση του σταλινικού «κομμουνισμού».