Ο homo festivus και ο καταναγκασμός της ευτυχίας

Σημ.: Το εν λόγω κείμενο συνιστά το τρίτο μέρος του δοκιμίου «O homo festivus και η χιλιετής βασιλεία της διασκέδασης», το οποίο γράφτηκε μεταξύ 2016-17 και δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Res Ρublica: Σημειώσεις εκτός γραμμής ενάντια στην κοινωνική υποκρισία (τχ. 1, Φεβρ. 2019, σσ. 113-133). Το πρώτο μέρος του δοκιμίου είναι διαθέσιμο ΕΔΩ, και το δεύτερο μέρος ΕΔΩ.

—————————————————

Κάθε άλλο παρά περιπέτεια, η ευτυχία σήμερα επιβάλλεται σαν οφειλή, σαν μετα-ηθικό χρέος μιας ζωής όπου το άτομο αφήνεται μόνο του[1].

Αυτό δε μαρτυρά και όλη η ιδεολογική επένδυση για την οποία φροντίζει ο ψυχολογισμός των καιρών μας;

«Σκέψου θετικά».

Μια απαίτηση να στηριχτούμε στις δυνάμεις μας, να τα βγάλουμε πέρα πάση θυσία, να ξεπεράσουμε τις αδυναμίες μας, να αδιαφορήσουμε για τους άλλους, να προσπεράσουμε όλα τα εμπόδια, καθώς επιτρέπεται μεν να πέσεις, αλλά επιβάλλεται δε να σηκωθείς.

Εκεί που όλα μοιάζουν να έχουν ισοπεδωθεί, η ευτυχία ακούει στο όνομα επιβίωση και η απόλαυση έφτασε να σημαίνει ρουτίνα.

Υποκλινόμενοι σ’ αυτό το αλλόκοτο φιάσκο που ζούμε, ας βροντοφωνάξουμε: οι καταστασιακοί στην εξουσία! «Carpe diem», ν’ αδράξουμε τις ευκαιρίες, να ζήσουμε χωρίς νεκρό χρόνο, ζήτω το εφήμερο, η πλήξη είναι αντεπαναστατική, η ευτυχία είναι η νέα ιδέα της ανθρωπότητας, ζήσε τη στιγμή, γρήγορα, ορμή προς τα μπρος, τρέξε σύντροφε ο παλιός κόσμος είναι πίσω σου, προλετάριοι όλων των χωρών απολαύστε, κλέψτε την ευτυχία των άλλων, απαγορεύεται το απαγορεύεται, στο διάολο τα όρια! Πίσω απ’ την ευφάνταστη δημιουργικότητα αυτών των συνθημάτων κρύβονται οι πεποιθήσεις των μεταμοντέρνων αφεντικών. Οι ελίτ του νέου καπιταλισμού ξεπηδούν απευθείας μέσα από τα κινήματα των καταλήψεων.

Διάλυση όλων των δεσμών και βουτιά στην απρόσκοπτη κατασκευή «καταστάσεων», Βίβλος των ηδονών, Οικουμενική Διακήρυξη Διαρκούς Ευτυχίας, επανάσταση της καθημερινής ζωής, μια βιομηχανική εντατικοποίηση των απολαύσεων[2]: snowboard, γυμνές ποδηλατοδρομίες, αναρρίχηση, champions league, φεστιβάλ, video games, μαραθωνοδρομίες, windsurfing, συναυλίες, εξορμήσεις στο βουνό, Hollywood, τριήμερες ταξιδιωτικές εκδρομές στη φύση, techno parades, αχαλίνωτο clubbing.

Ο homo festivus είναι ένας μικρο-καταστηματάρχης ηδονής που εντάσσεται μέσα στην προσφορά και τη ζήτηση εμπορευμάτων, σημείων, εικόνων, εμπειριών και επαφών, διακατεχόμενος απ’ τον φόβο και την αγωνία μήπως και χάσει κάποια ζέση, μην τυχόν και δεν απολαύσει κάτι. Εδώ δεν υπάρχουν αντικείμενα του πόθου ούτε καν πόθοι ως τέτοιοι, μα μόνο ένας διάχυτος πειθαναγκασμός να δοκιμάσουμε τα πάντα, να μην μας ξεφύγει τίποτα, το καθήκον του σύγχρονου πολίτη για την ατελεύτητη ικανοποίηση των αναγκών και το μούδιασμα των αισθήσεων, η μετατροπή της ευχαρίστησης και της ανεμελιάς σε ένα ασφυκτικό σύστημα παραγωγικών δυνάμεων[3].

Θα ήταν μυωπικό να υποστηρίξουμε ότι ο homo festivus αφήνεται στην ησυχία του, ότι του δίνεται εκείνη η απαραίτητη ιδιωτικότητα προκειμένου να πειραματιστεί με τις ηδονές του και να αγκαλιάσει τις φαντασιώσεις του. Ίσα ίσα, του ζητείται διαρκώς να δηλώνει «παρών» σ’ αυτή τη γενναιόδωρη προσφορά, να επικοινωνεί την ευτυχία του, να αυτοφωτογραφίζεται, να επιβεβαιώνει ότι του «αρέσουν» τα πάντα και να ψυχαναλύεται δημόσια γύρω απ’ τη σεξουαλικότητά του.

Μα καλά, ποιος είναι πραγματικά εναντίον της ευτυχίας;

Μέχρι και η σύγχρονη επιστήμη ρίχνεται με τα μούτρα στην εξερεύνηση των γονιδίων της ευτυχίας, μας διαβεβαιώνει μέσα στον δαρβινισμό της ότι μόνο ο homo festivus είναι ικανός να επιζήσει, το σεξ είναι υγεία, εκκρίνουμε φερορμόνες, βοηθάει στο ροχαλητό μας, δέκα τρόποι για να έρθετε σε οργασμό, έλα, μπορείς κι εσύ να χύσεις, ξαναπροσπάθησε, κι ακόμα κι αν δεν τα καταφέρεις η επιστήμη είναι εδώ, δίπλα σου, υπάρχουν τα Cialis. Προσκλητήριο για να δώσουμε προτεραιότητα στην ηδονή με κάθε τρόπο, μέσα σε έναν σεξουαλικό λειτουργισμό και ωφελιμιστικό υγιεινισμό.

Κι αν για κάποιο ανεξήγητο λόγο είναι κανείς δυστυχισμένος μέσα σ’ αυτό το τεχνο-επιστημονικό οχυρό της μακαριότητας, πέραν του ότι κατά πάσα πιθανότητα φταίει ο ίδιος για την κατάστασή του, και πάλι όμως η μεγαλοψυχία των επιστημόνων είναι εδώ για να προσφέρει λύσεις, πάντα με το πρόσχημα της ιατρικής χρήσης και της ανάκτησης της ευεξίας: μεθαμφεταμίνες, ηρεμιστικά, atarax για τα παιδιά, αγχολυτικά, cannabis και η ευφορία θα ξαναρχίσει να κυλάει στο αίμα μας σε δόσεις των διακοσίων miligram. Σ’ αυτή τη συμμαχία επιστημονικής προόδου και μαζικού ηδονισμού, εκεί που ο δεύτερος δε μπορεί να επιβληθεί από μόνος του, υπάρχουν τα «χαπάκια της νομιμότητας» που θα κάνουν τη δουλειά.

«Fast food» dating και ηλεκτρονικό τσιγάρο, youporn και personal status: μέσα στην υπαρξιακή μας αφυδάτωση, γι’ αυτού του είδους το «ντοπάρισμα» χαροπαλεύουν οι νέες τεχνολογίες, ήτοι για τη χιλιετή βασιλεία της διασκέδασης και τον ονειρικό κόσμο των αποπραγματοποιημένων ευχαριστήσεων[4], αυτής της προστιθέμενης αξίας στη μετριότητα που επισκιάζει κάθε γωνιά της καθημερινής ζωής. Τα πάντα υποκύπτουν σ’ αυτή την τυραννία του ναρκισσιστικού φεστιβισμού, μάλιστα προκύπτει ως απαίτηση του ίδιου του κοινού μετά από ένα σημείο να συμμετέχει ενεργά στην αποβλάκωσή του.

Ο homo festivus δεν είναι ο εστέτ, ο γητευτής, ο κολασμένος, ο flâneur που περιπλανιέται στο άστυ και κατακεραυνώνει τους κανόνες, στηλιτεύει τα ήθη και χλευάζει τις αντιλήψεις· περισσότερο μας συστήνεται ως «performer»: προβάλλει τις επιδόσεις του, προσέχει το look του, καταμετρά τους θαυμαστές του, φθονεί τους ανταγωνιστές του, δουλεύει με τον εαυτό του, τη βρίσκει με το σώμα του.

Μετά την ανακήρυξη της ευτυχίας σε ύψιστο καθήκον της ανθρωπότητας, το παιχνίδι, η διασκέδαση και η γιορτή ανεξαρτητοποιήθηκαν και πλέον διαχέονται σε όλο το φάσμα των κοινωνικών σχέσεων. Απ’ την ενότητα διαμέσου των διαχωρισμών, μεταβαίνουμε στους διαχωρισμούς διαμέσου της ενότητας. Αν το παιχνίδι συμβόλιζε το έτερον ήμισυ της κοινωνικής υποχρέωσης, σήμερα, καθώς ισοπεδώνεται μέσα σε όλα, έχει μεταλλαχθεί αυτό το ίδιο σε κοινωνική υποχρέωση, περιλαμβάνεται παντού και δεν είναι πραγματικά πουθενά. Απ’ τα γραφεία της Google, τον φεμινισμό των πλυμένων πιάτων και τα δικαιώματα των μειονοτήτων, μέχρι τα μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα και την κάλυψη των δικαστικών εξόδων ενός κάποιου συντρόφου, ιδού οι ευκαιρίες για να πανηγυρίσουμε, να διασκεδάσουμε, να στήσουμε ένα party.

Από το «animal politicum» περνάμε στο «party animal»: είναι οι ίδιοι οι άγιοι φιλόσοφοι που νανουρίζουν με τις θεωρίες τους για το «πλήθος», τους «νομάδες», το «μη εκπροσωπήσιμο», τις «επιθυμητικές μηχανές», τα «κινήματα», πραγματευόμενοι ένα είδος γιορτινο-συμμετοχικού ξεριζωμού[5]. Είναι ο θεωρητικός λόγος αυτοπροσώπως, σε μια περίοδο όπου οι πολιτικές συγκρούσεις έχουν αντικατασταθεί από τον αντι-μπατσισμό και η δημόσια αντιπαράθεση από την επικοινωνία, που αναλαμβάνει τελικά να ανταποκριθεί στα καθήκοντα μιας νέας εποχής και παρέχει ακαδημαϊκή νομιμοποίηση σ’ αυτή τη non-stop διασκέδαση.

Ξεφυλλίζοντας τη διεθνή βιβλιογραφία πάνω στο ζήτημα της «φεστιβαλοποίησης της κουλτούρας»[6], ερχόμαστε σε επαφή με θεωρίες για την ελευθερία, για τις νέες εμπειρίες, για το αίσθημα του ανήκειν σε μια μουσική ή σεξουαλική κοινότητα, για την υπερηφάνεια των μειονοτήτων, για τα ειδυλλιακά μέρη που επιλέγουν οι διοργανωτές, για την κατάργηση των συνόρων, για τη συναισθηματική οικολογία, για την πολιτική των απολαύσεων όλων των ανωτέρω και την κοσμική επιτέλεση της γης της επαγγελίας. Εκεί όπου ερευνητικό έργο, επικοινωνιακό φρεσκάρισμα, ιδεολογικό dress code και εμπορευματική λογική συγχωνεύονται, δε φαίνεται να υπάρχει πιο ενημερωμένος τουριστικός οδηγός, πιο πειστικό διαφημιστικό φυλλάδιο, από μια διδακτορική διατριβή πάνω στο ζήτημα των παραθεριστών της Ibiza, των ζόμπι που συναντούμε στις αχανείς εκτάσεις που διοργανώνονται οι εορτές της ηλεκτρονικής μουσικής, των νεοχίπηδων στα αναρχο-εναλλακτικά δρώμενα, των βαλσαμωμένων hipsters που στριμώχνονται στα boiler rooms, των λοβοτομημένων ακροατήριων του TEDx και όλου εκείνου του λουμπεναριού που κείτεται σωριασμένο από ‘δω κι από κει πάνω στα εμέσματά του, όταν οι πρώτες αχτίδες της αυγής προλογίζουν την έλευση του ηλίου.

Κάπου εκεί ανάμεσα, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα των επίκουρων καθηγητών, βρίσκονται η ελευθερία, η ευτυχία και η ευθυμία της χειραφετημένης ανθρωπότητας.

Στα απέραντα λιβάδια που γιορτάζουμε για να γιορτάζουμε, μπορεί να βρει κανείς πληθώρα αφορμών για τη διοργάνωση ενός φεστιβάλ: ο κινηματογράφος, τα οικολογικά προϊόντα, η ηλεκτρονική μουσική, η σεξουαλικότητα, η ανασυγκρότηση της Αριστεράς, ο αντιφασισμός, η αποποινικοποίηση του μπάφου, τα βιβλία, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, το lindy hop, η εκλογή του νέου Προέδρου είναι από μόνες τους ικανές συνθήκες για να κινητοποιήσουν εκείνες τις δυνάμεις ανακύκλωσης της κουλτούρας. Με αυτή τη διαδικασία φεστιβαλοποίησης της από κοινού ζωής των ανθρώπων, η κουλτούρα φαίνεται να σχηματοποιείται σε άυλο αξεσουάρ, ένα ψυχολογικό make up, ένα ψευτο-αντικείμενο τσέπης.

Τα φεστιβάλ είναι μια εφήμερη ψυχοθεραπεία κατά της γενικευμένης κατάθλιψης, η φευγαλέα αίσθηση ότι δεν είμαστε μόνοι, η εσωτερίκευση μιας στιγμιαίας συλλογικής ταυτότητας ανάλογα με το «θέμα».

Πέραν του να προσφέρουν μια έξοδο απ’ τη μονοτονία, διυλίζουν μια μονότονη έξοδο.

Δίπλα στη νοικοκυρά των διαφημιστικών σποτ που «την έχει ακούσει» με το νέο πολυ-μίξερ ή τον ανακουφισμένο γόη απ’ την αποτελεσματικότητα του αποσμητικού για τις μασχάλες, νά τος και ο homo festivus που δειλά-δειλά γίνεται ορατός: ο χαρούμενος μηδενιστής του 21ου αιώνα, ο «εκσυγχρονισμένος» τουρίστας, ο αιώνιος φοιτητής, ο άνεργος με το διδακτορικό, ο μεταβιομηχανικός σκλάβος που, μ’ ένα cocktail στο χέρι, προσποιούνται όλοι μαζί ότι δεν τρέχει τίποτα.

Εγκαταλειμμένες βιομηχανικές περιοχές, πρώην εργοστασιακές εγκαταστάσεις, ακατοίκητα βιοτεχνικά συγκροτήματα και λοιπά μέρη που κάποτε έσταζε ο ιδρώτας των εργατών ανακαινίζονται σε διασκεδαστήρια των νεόπτωχων απογόνων τους. Δεν είναι άδικο που η λαϊκή φαντασία οικτίρει τη βιομηχανία του πολιτισμού, τη δημιουργική οικονομία και τον φεστιβαλισμό ως αποθέωση του «δήθεν».

Πρόκειται για τα πανηγύρια που μαζεύονται οι ιμπρεσάριοι ενός «κουλτουριάρικου» (ταξικού) standing, οι νομοταγείς πολίτες, όλοι εκείνοι που, κατά τα λεγόμενα των δελτίων ειδήσεων, πληρώνουν τους φόρους τους, ψηφίζουν στις εκλογές, ψωνίζουν στις εκπτώσεις. Κάτω απ’ αυτές τις χαρμόσυνες συνθήκες αντικρύζουμε, εν είδει καντιανού «καθήκοντος του ανθρώπου προς τον εαυτό του», την καθολική απενοχοποίηση της παραίτησης και της αδιαφορίας προς τιμήν της αίσιας έκβασης της διοργάνωσης αυτού του εορταστικού project. Εξού, απ’ την άλλη, και η στρατηγική σημασία της προσπάθειας «να προκαλέσουμε σάλο», διότι μάλλον δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να ταρακουνηθούν, έστω και ακαριαία, τα θεμέλια αυτού του ιδιάζοντος αντουανετισμού. Ενός αντουανετισμού που φροντίζει το αρχαϊκό άγχος της απόρριψης και τον εγωιστικό κυνισμό που αναδύεται σαν άμυνα αυτού του άγχους με την προσωρινή επούλωση και των δύο αυτών πληγών, μέσα από τις πελατειακές σχέσεις των αλλεπάλληλων φεστιβάλ.

Αν η θετικότητα της σύγχρονης διασκέδασης είναι «η επιδίωξη της ευτυχίας», πάντα βέβαια υπό τη συνοδεία του σαρκασμού να μη μπορεί να βρει κανείς πουθενά αλλού την ευτυχία πλην της διασκέδασης, η αρνητικότητά της είναι η φυγή απ’ τον κάματο, απ’ τη μιζέρια και τον εξευτελισμό της υπόλοιπης ζωής που, όπως φαίνεται, στις μέρες μας περιλαμβάνει κυρίως την εργασία, την οικογένεια, τις «σχέσεις», τη διακυβέρνηση, τους φίλους, τη δημόσια ζωή.

Εκστασιασμένοι διόνυσοι που πάλλονται υπό την καθοδήγηση ηδυπαθών προστριβών;

Μάλλον δραπέτες του οχταώρου.

Η διασκέδαση είναι το εκκρεμές μεταξύ ηδονής και οδύνης πάνω στο οποίο ταλαντεύονται οι πολίτες της παγκόσμιας wifi κοινότητας.  Ίσως, γι’ αυτό και οι πλέον θελκτικές απεικονίσεις του homo festivus να είναι ο κόσμος του θεάματος, η showbiz, οι χρηματιστηριακές ελίτ και οι innovators. Διότι εισάγουν τη φαντασίωση μιας ζωής πνιγμένης στη διασκέδαση χωρίς τον αντίστοιχο μόχθο, τον πόνο, τη δυστυχία, την κούραση ακριβώς επειδή γι’ αυτούς τους ήρωες είναι η ίδια η διασκέδαση που έχει μετατραπεί σε μόχθο, πόνο, δυστυχία, κούραση.

Πρόκειται για την πλήρη συγχώνευση που μόνο στη βουτιά μέσα στο αμνιακό υγρό θα μπορούσαμε να ξανασυναντήσουμε. Είναι το σημείο που το υποκείμενο εξαφανίζεται εξολοκλήρου απ’ τη σκηνή, που έχει εσωτερικεύσει πλήρως τον καθολικό ατιμασμό του.

«Η διασημότητα είναι το αντίθετο της ύπαρξης» (Ντεμπόρ).

Ο μηδενισμός στις πιο προσωπικές του στιγμές.

Η εκκοσμίκευση του παραδείσου μάς φανερώνει τα πρόσωπα των μαστουρωμένων με το «χιλίων γιαρδών» βλέμμα και το αχανές χαμόγελο μέσα σε έναν πλανήτη για κατανάλωση υπό τους εκκωφαντικούς ήχους της μουσικής. «Where the grass is green and the girls are pretty», η διασκέδαση είναι κινητήριος μοχλός της νέας οικονομίας, μια «do-it-yourself» εμπορευματοποίηση της κουλτούρας, ένας συλλογικός αυνανισμός με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες.

Προεκλογικές εκστρατείες, Gay Prides, απεργιακές κινητοποιήσεις, αναρχοτουριστικά camping, εθνικές εκλογές, «προσωποποιημένες» αντιπαραθέσεις στα social media, αντιρατσιστικά φεστιβάλ, «call for papers», συλλαλητήρια, τηλεπαράθυρα, πορείες, δημόσια πάνελ, party αλληλεγγύης, γενικές συνελεύσεις, «πολιτικές» εκδηλώσεις, black bloc, επιτροπές διαβούλευσης, τριήμερα συνέδρια: ποιον άραγε εξαπατούν όλες αυτές οι δημοκρατικές φιέστες, αν όχι τον ίδιο τον δήμο; «Συναίνεση» είναι ο ακριβής όρος αυτής της πολιτικής συμφοράς, εκεί όπου όλοι συμφωνούν σε όλα εκτός από μεταξύ τους.

Είστε μόνος;

Αισθάνεστε απαθής;

Βαριέστε τη ζωή σας;

Νιώθετε ενοχές;

Ε, νά οι χρυσές ευκαιρίες για να γίνετε ο συμμετοχικός πολίτης που τόσο πολύ ζητάει το κράτος για να νομιμοποιήσει την κυριαρχία του πάνω σας. Είναι πέρα για πέρα σίγουρο πως όλοι όσοι συγκεντρώνονται σ’ αυτά τα δημόσια events, το μόνο που πραγματικά δεν τους ενδιαφέρει είναι η πολιτική με την κυριολεκτική της έννοια. Μάλλον, εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε την ηθική της διασκέδασης ενταγμένη μέσα σε ένα νέφος κινηματικής φασαριολογίας, την αναγκαιότητα να καταμετρηθούν οι πολλαπλασιασμένες φιγούρες που φέρει ο homo festivus στον δημόσιο χώρο. Η εναλλαγή πολιτικών ταυτοτήτων επιταχύνεται με αστραπιαίους ρυθμούς, υπηρετώντας τη στρεσαρισμένη κοινωνιοπαθολογία μας.

Κάθε βδομάδα οφείλουμε να είμαστε κάτι, κάθε βδομάδα οφείλουμε να είμαστε κάτι άλλο, πρόσφυγες, άστεγοι, μετανάστες, άνεργοι, trans, Έλληνες, Charlie Hebdo.

Το μενού του ανθρώπινου δράματος μοιάζει λουκούλειο.

Σ’ αυτή τη γυμναστική των επαναστατικών κύκλων, σημασία έχει να κρατιόμαστε σε ιδεολογική «φόρμα», να μείνουμε όρθιοι, το Καλό θα νικήσει και ήρθε η ώρα να το γιορτάσουμε. Το πολιτικό διακύβευμα δεν το καθορίζει η ριζωμένη θέσμιση αλλά οι απαιτήσεις τις στιγμής μέσα στη θεαματική χοάνη της μόδας. Το κατ’ εξοχήν αντικείμενο της πολιτικής είναι το ίδιο το happening. Έχουμε κάθε λόγο να διαμαρτυρόμαστε, αλλά τελικά, όταν ο φεστιβισμός γίνεται ιδεολογικός σκοπός, δε χρειάζεται να έχουμε και κανένα λόγο για να διαμαρτυρόμαστε, φτάνει μόνο η ανάγκη για θόρυβο και μπάχαλα, έτσι απλά, «για τη φάση». Στην πολιτική της παγκόσμιας ανθρωπότητας, το αφηρημένο εισβάλλει ανάμεσα στην απευθείας δράση πολιτών, πυκνωμένων μέσα στη ζωντάνια τους, που αναλαμβάνουν την ευθύνη της κοινής τους ζωής. Το «δικαίωμα στην πόλη» και η μάχη για την άμεση δημοκρατία εκμηδενίζονται μπρος σε αιτήματα μιας αφηρημένης οικουμενικότητας, που δεν ανταποκρίνονται ούτε στα πραγματικά βάσανα της ζωής ούτε στον ηθικό εκλεπτυσμό της αρετής.

Ο κόσμος είναι άδικος, και θα συνεχίσει να είναι άδικος, αλλά ίσως να ήταν λίγο λιγότερο χειρότερος, λίγο πιο όμορφος και πιο διασκεδαστικός αν η κυρία που εξυπηρετούσε την «τελευταία λέξη» της ζητιανιάς πίσω απ’ τα γκισέ του ΟΑΕΔ φορούσε hijab, αν οι ελεγκτές στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς ήταν πρόσφυγες και οι βουλευτές μας  τουρίστες με κάποιο πρόγραμμα ανταλλαγής πολιτικών, οι αστυνομικοί λίγο πιο σκουρόχρωμοι, ο υπάλληλος που μας βάζει βενζίνη είχε και μερικά σωματικά «κουσούρια», η εφορία λειτουργούσε με ένα ποσοστό της τάξης του 17% σε queer προσωπικό, η πρωθυπουργός μας χωρισμένη λεσβία μητέρα ενός υιοθετημένου βρέφους απ’ τον τιμοκατάλογο της UNICEF, ο διευθυντής της εταιρείας που δουλεύουμε είχε γνωμάτευση ψυχιάτρου για διπολική διαταραχή κι ερχόταν όλο χαμόγελο κάθε πρωί για να βασανίσει τους υφιστάμενούς του με το «hygiene kit» κάτω απ’ τη μασχάλη, ενώ οι γυναίκες θα μπορούσαν χωρίς κοινωνικές επικρίσεις να χαίρουν αυτού του υπέρτατου προνομίου να γαμιούνται με τον οποιονδήποτε, προνόμιο που μέχρι στιγμής «απολαμβάνουν» μόνον οι άντρες.

Απ’ τον αγώνα για δικαιοσύνη και ελευθερία στρεφόμαστε στον αγώνα ενάντια σε όλες τις μορφές καταπίεσης, αυτόν τον ιδιαίτερο «φοβισμό» μην τυχόν και μείνει κανείς απ’ έξω, τον τρόμο μπρος σε κάποιον ενδεχόμενο αποκλεισμό.

Έτσι, ζητώντας το αδύνατο, καρατομούμε το ευκταίο.

Και δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι ο «ρεαλισμός του αδυνάτου», η παραβίαση όλων των ορίων, η κατάργηση κάθε εξουσίας και η καταπολέμηση όλων των διακρίσεων, συνθήκες που ενστερνίστηκε σύμπασα η Αριστερά του 20ου αιώνα, από το Dada μέχρι τους punks και από τους νεομαρξιστές μέχρι τους ακτιβιστές της διανομής προφυλακτικών, θεωρούν την οδύνη όχι ως ανθρώπινη ιδιότητα αλλά ως κοινωνικά κατασκευασμένη καταπίεση.

Απαιτώντας έναν κόσμο όπου όλα θα δημιουργούνται αυτόματα, θα βρίσκονται σε κορεσμό, θα τα αποκτούμε ξεκούραστα και θα παραπέμπουν σε ένα αχαλίνωτο party, τελικά, στην απόπειρα να συμβιβάσουμε τα ασυμβίβαστα, στρώνουμε τον δρόμο προς έναν «θαυμαστό καινούργιο κόσμο».

Η παίγνια ματιά της ζωής είναι η χαμένη νιότη του ανθρώπινου είδους.

Σε έναν θετικιστικό  κόσμο, εξυπηρετεί μονάχα την εκτόνωση των τοξικοτήτων, το υπαρξιακό μας άδειασμα. Εδώ, τελικά μιλάμε για την υπέρβαση του ψυχρού πολέμου που διεξάγει ο μετα-μοντέρνος ωφελιμισμός, το σημείο ρευστοποίησης των πάντων στο αξιακό σύστημα των ποσοστώσεων που πασχίζουν να καταργήσουν την «αρχή της πραγματικότητας». Αν, τελικά, προκύπτει σαν απαίτηση να προτείνουμε νέες ηθικές προσταγές και να υποστηρίξουμε νέες ιδέες, αυτές θα μπορούσαν να συνοψιστούν στην επαναφορά μιας ισόρροπης αναλογίας μεταξύ ηδονής και οδύνης, στο διαλεκτικό ξεπέρασμα του δυϊστικού τρόπου αντίληψης των πραγμάτων μέσω της ενότητας και της σύνθεσης.

Όχι τόσο με την έννοια της «επιστροφής προς τα πίσω», ούτε φυσικά με το πρόσχημα ενός à la carte επιμερισμού των παλιών καλών καιρών σε new age εκδοχές και τη λαίμαργη κατανάλωση μιας «μουσειοποιημένης» κληρονομιάς, όσο μέσω της ευθύνης να επικεντρώσουμε το βλέμμα μας στο παρελθόν, αυτή τη φορά για να οικοδομήσουμε το αύριο μέσα από επιλεγμένα υλικά και σφαιρική γνώση αυτού που δεν υπάρχει πια, διότι μόνο μια ειλικρινής, και με βαθιά ευαισθησία, κριτική αποτίμηση του πώς ήταν –και «είναι»– τα πράγματα, μπορεί να ξημερώσει εκείνες τις ημέρες της αρμονίας των αντιθέσεων και να προσφέρει απαντήσεις για την τραγικότητα της ζωής.  Θα ήμασταν πολύ πιο ευτυχισμένοι αν διεκδικούσαμε λιγότερο την ευτυχία.

Μάλιστα, το πιο ξεδιάντροπο θα είναι, όταν όλα θα έχουν τελειώσει, μην τυχόν και αρχίσουμε να μεμψιμοιρούμε κι εμείς, όπως ο αλησμόνητος Μανώλης Αναγνωστάκης, πως «στ’ αστεία παίζαμε!», εκλιπαρόντας τους αφέντες μας τουλάχιστον να μας δώσουν πίσω τον μισθό και τις γυναίκες μας.

Η απόλαυση είναι η επιβράβευση της γενναιοδωρίας, είναι η ανταπόδοση της υποχρέωσης σε ένα κοινό ταξίδι: ε, να, λοιπόν ένα παλαιομοδίτικο απόφθεγμα που θα μπορούσε σήμερα να αποκτήσει την αίγλη πολιτικού συνθήματος.

Αμήν.

——————————————–

 

[1]    Για μια διεξοδική κριτική της σύγχρονης προσταγής στην ευτυχία, και παρά την όποια ηθικολογική ανεμελιά προσπαθεί να διασώσει ο συγγραφέας, βλ. Bruckner Pascal, Η αέναη ευφορία: δοκίμιο για το καθήκον της ευτυχίας, μτφ. Λ. Αβαγιάνου, Αθήνα: Αστάρτη, 2001. Πραγματικά, το συνολικό έργο του Μπρυκνέρ, τόσο τα λογοτεχνικά όσο και τα δοκίμια κριτικής, διεκδικεί εκείνο το αιρετικό δικαίωμα να εξωθεί στα άκρα όλες τις νομιμοποιημένες φαντασιώσεις του σύγχρονου ανθρώπου για να καταδείξει πόσο εύκολα μπορεί αυτή η λαιμαργία να μετατραπεί σε απόλυτη αποσύνθεση.

[2]    Ένας δευτεροκλασάτος καταστασιακός, ο Ραούλ Βάνεγκεμ, πρόγονος του μέσου αρθρογράφου της Libération και της Lifo σε μια εποχή που ήταν ακόμη μοντέρνα, δεν έπαψε να αγωνίζεται για την εκβιομηχάνιση της απόλαυσης. Σε αντίθεση με τον Asger Jorn και τον Guy Debord που κρατούσαν κάπως τα προσχήματα, και παρά τις συμπάθειες του Βάνεγκεμ στην εργατική αυτοδιεύθυνση, τελικά ο σοσιαλισμός γι’ αυτόν θεωρήθηκε σαν ένα είδος «κανονικοποιημένης» παρτούζας. Βλ. Vaneigem Raul, Η επανάσταση της καθημερινής ζωής: πραγματεία σαβουάρ-βιβρ προορισμένη για τις νέες γενιές, μτφ. Σ. Βελέντζα, Αθήνα: Άκμων, 2002 [1967] και Vaneigem Raul, H Βίβλος των Ηδονών, Θ. Μιχαήλ, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος, χ.χ. [1979]. Βλ. και Pascal Bruckner, Η αέναη ευφορία, ό.π.

[3]    Βλ. Jean Baudrillard, Η καταναλωτική κοινωνία: οι μύθοι της, οι δομές της, μτφ. Β. Τομανά, Θεσσαλονίκη: Νησίδες, 2000 [1970], ιδιαίτερα «Το Fun-system ή ο καταναγκασμός για ηδονή» και «Η κατανάλωση ως ανάδυση και έλεγχος καινούργιων παραγωγικών δυνάμεων» (σσ. 86-91).

[4]    Πρώτος που ανέλυσε διεξοδικά αυτή την κατάσταση είναι ο Philippe Muray, τόσο για την εμφάνιση του homo festivus [ο εορτάζων άνθρωπος], όσο και για την ιστορική περίοδο που προσπαθεί να αποδείξει την ιστορικότητά της τη στιγμή που αυτή η ιστορικότητα έχει τελειώσει ή ήδη «πραγματώνεται» με εορταστικούς ρυθμούς. Πλην του Muray Philippe, Après lHistoire (τ. 1 & τ. 2), Παρίσι: Gallimard, 2000, όπου ορισμένα του χωρία μεταφράστηκαν για το respublica.gr και δημοσιεύονται και στο παρόν τεύχος με τον τίτλο «Μετά την Ιστορία: στοιχεία για το καθεστώς του φεστιβισμού», εξίσου και από ένα άλλο έργο του ίδιου συγγραφέα μπορούν να αντληθούν μια σειρά από επεξηγήσεις αναφορικά με την πραγματικότητα την οποία βιώνουμε. Βλ. Muray Philipe, Festivus festivus: Conversations avec Élisabeth Lévy, Παρίσι: Flammarion, 2008.

[5]    Τη στιγμή που κάποιος Αλαίν Μπαντιού, ο μέγας ριζοσπάστης της θεωρίας των events, αποκτά την αίγλη φιλοσόφου, η Judith Butler πανηγυρίζει που επιτέλους οι ψυχολόγοι θα μπορούν να προτείνουν στους θεραπευόμενούς τους την επιλογή του «queer». Ο μεταδομισμός του Φουκώ είναι το καλύτερο εργαλείο κρατικής κοινωνιολογίας, όπως αποδεικνύουν όλες εκείνες οι χρηματοδοτήσεις ερευνητικών διατριβών τύπου Οn the problem of the Accessibility of Disabled People to Public Places: a poststructuralist approach, έρευνες που δε θα ήταν παράλογο να σκεφτούμε ότι επιβάλλει μια οποιαδήποτε πολυεθνική κατασκευαστική εταιρεία, η οποία έχει ανάγκη από ένα «ηθικό πρόσωπο», φερ’ ειπείν την προσβασιμότητα των ανάπηρων στο μετρό, προκειμένου να διαλύσει τη δημόσια σφαίρα ως τέτοια, ως «κοινό τόπο» με άλλα λόγια μάζωξης, συγκέντρωσης ανθρώπων, πολεοδομικά διαμορφωμένη ώστε να ευνοεί την στάση αντί της γρήγορης κίνησης, την ομιλία αντί του θορύβου, την πράξη αντί της φυγής. Ο Ζίζεκ είναι ήδη ένας rock ‘n’ roll σταρ, ενώ ο Ντελέζ, ο Γκουατταρί και όλος εκείνος ο «αντι-οιδιπόδειος εξεγερσιακός νομαδισμός» που προτάσσουν είναι το απαραίτητο ιδεολογικό υπόβαθρο για τα λεγόμενα «Δωμάτια Θυμού», εκεί που μπαίνει κανείς, πάντα με ένα διόλου ευκαταφρόνητο αντίτιμο, για να τα σπάσει και να ξαλαφρώσει. Και πως να παραβλέψουμε «το Πλήθος» των Χαρντ και Νέγκρι, το οποίο αντικατέστησε πολύ γρήγορα, μέσα σε λίγα μόνο χρόνια, το προηγούμενο επαναστατικό υποκείμενο, το «πρεκαριάτο»; Πώς να παραβλέψουμε αυτόν τον πρωτοφανή πλανητικό μικροαστισμό, που θα ‘λεγε και ο Αγκαμπέν. ‘Η πώς να μην μπούμε στον πειρασμό να ερμηνεύσουμε εκείνο το à la Μπουρντιέ κάλεσμα σε «αντίσταση», αν όχι με όρους έναρξης των επενδύσεων στον ανθρωπιστικό καπιταλισμό; Όπως επίσης και με τη νέα συλλογικότητα του μεταμοντέρνου έθνους, τον εκπληκτικό νεολογισμό του «μη εκπροσωπήσιμου», που τελικά εκπροσωπήθηκε μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα από αυτούς που έδειχναν λίγο πιο cool στο γυαλί από τους άλλους.  Θεωρίες gourmet, για εκλεπτυσμένη κατανάλωση. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το πιο χιουμοριστικό σύνθημα στις μέρες μας είναι αυτό που λέει «Όχι στην εμπορευματοποίηση του πανεπιστημίου!». Μάλιστα. Το μόνο που έφτασαν να ζητούν οι φιλόσοφοι είναι λίγη ευελιξία του ατόμου μέσα στον υπερ-γραφειοκρατικό Μόλωχ.

[6]    Πολύ ενδεικτικά: Bennett Andie, Taylor Jodie και Ian Woodward (επιμ.), The Festivalization of Culture [Η φεστιβαλοποίηση της κουλτούρας], Μπέρλιγκτον: ΗΠΑ, 2014 και Liana Giorgi, Monica Sassatelli και Delanty Gerard (επιμ.), Festivals and the Cultural Public Sphere [Φεστιβάλ και η πολιτιστική δημόσια σφαίρα], Νέα Υόρκη: Taylor & Francis, 2011.

Eros computans

Η πίστη στην ισόβια συντροφικότητα, η δυναμική του έρωτα και οι ομολογίες αιώνιας αγάπης δηλητηριάζονται από τη ρηχότητα και την αποστασιοποίηση, την ταχύτητα και τη διαφυγή. Σύμφωνα δε με τις διαβεβαιώσεις των ακαδημαϊκών κύκλων, μαθαίνουμε πως οι ρομαντικοί είναι οπισθοδρομικοί, νοσταλγικοί, αντιδραστικοί, γέννησαν τον φασισμό· δεν είναι καιρός για εντάσεις και πόθους, η ultra φιλελεύθερη κοινωνία μας αναδύεται μέσα από την ποσότητα, την αύξηση της ζήτησης, τη λογιστική των παθών, τη μετρησιμότητα όσων επισκέφτηκαν τη ζωή μας, την ορθολογική διαρρύθμιση εν τέλει όλων των συγκινησιακών φορτίσεων.

Read More »

Οι καθημερινές νευρώσεις της ζωής στις μεγαλουπόλεις

Το ξυπνητήρι χτυπάει. Το κλείνεις και το ξανακλείνεις. Ευτυχώς προνόησες από το προηγούμενο βράδυ να το ρυθμίσεις αρκετά λεπτά πριν απ’ την ώρα που πραγματικά θες να ξυπνήσεις. Δεν θες να σηκωθείς και να βγεις στη ζούγκλα. Ψάχνεις δικαιολογίες, τελικά σηκώνεσαι. Βουρτσίζεις δόντια, ντύνεσαι και επιδίδεσαι σε ένα τελετουργικό προετοιμασίας προς την έρημο του κοινωνικού, τσεκάρεις για τελευταία φορά αν κρατάς τα κλειδιά σου στο χέρι κι αν έχεις πάρει το κινητό σου και πιάνεις το πόμολο. Βαθιά ανάσα και ξαφνικά είσαι στον δημόσιο χώρο, με την απορία πόσο μεγάλη θα είναι η δόση παράνοιας που θα συναντήσεις και σήμερα.

Read More »

Ζαν Μπωντριγιάρ – Είμαστε όλοι τρανς

Όλοι μας προσέχουμε το «look» μας. Από τη στιγμή που δεν μπορείτε να αντλήσετε μια αξία από την ίδια σας την ύπαρξη (δεν κοιτάμε πλέον ο ένας τον άλλον – και η σαγήνη φτάνει σε ένα τέλμα!), αυτό που απομένει είναι η επιτέλεση μιας πράξης εμφάνισης, χωρίς πραγματικά να νοιάζεστε για το είναι σας, ή ακόμα και για το ίδιο το εμφανίζεσθαι.

Read More »

Cart

Your Cart is Empty

Back To Shop