James C. Scott – Εγκώμιο στους μικροαστούς

Σημ.: Το εν λόγω κείμενο συνιστά το πρώτο μέρος ενός κειμένου του ανθρωπολόγου James C. Scott με τον ίδιο τίτλο («Two Cheers for the Petty Bourgeoisie» στο πρωτότυπο). Πρόκειται για κεφάλαιο απ’ το βιβλίο Εγκώμιο στον αναρχισμό, ή Two Cheers for Anarchism: Six Easy Pieces for Autonomy, Dignity, and Meaningful Work and Play, όπως είναι ο τίτλος στο πρωτότυπο (Πρίνστον & Οξφόρδη, Princeton University Press: 2012, σσ. 84-100). Μεταφράστηκε το 2018 και δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Res Publica: Σημειώσεις εκτός γραμμής ενάντια στη δημόσια υποκρισία (τχ. 1, Φεβρ. 2019, σσ. 59-74). Το δεύτερο μέρος του κειμένου υπάρχει ΕΔΩ και το τρίτο μέρος ΕΔΩ.

 

Καμία αύξηση του υλικού πλούτου δεν μπορεί να ξεπληρώσει…

συμφωνίες που προσβάλλουν την αυτοεκτίμηση και

βλάπτουν την ελευθερία.

R.H. Tawney[1]

 

Γνωριμία με μια δυσφημισμένη τάξη

 

Είναι καιρός να πούμε μια καλή κουβέντα για τους μικροαστούς. Σε αντίθεση με την εργατική τάξη και τους καπιταλιστές, οι οποίοι βρίθουν από εκπροσώπους, οι μικροαστοί σπάνια, έως καθόλου, μιλούν εξ ονόματός τους. Και ενώ οι καπιταλιστές μαζεύονται στους συνδέσμους βιομηχάνων και στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, και η εργατική τάξη συναθροίζεται στα συνέδρια των συνδικάτων, η μία και μοναδική φορά, απ’ όσο θυμάμαι, που η μικροαστική τάξη μαζεύτηκε εις το όνομά της ήταν το 1901 στο Πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο Μικροαστών στις Βρυξέλλες. Δεύτερο Συνέδριο δεν υπήρξε ποτέ.

Γιατί να πάρουμε τα όπλα για την υπεράσπιση μιας τάξης που παραμένει σχετικά ανώνυμη και που σίγουρα δεν είναι, κατά τη μαρξιστική διάλεκτο, μια τάξη für sich [δι’ εαυτή]; Οι λόγοι είναι πολλοί. Πρώτον και κυριότερον, πιστεύω ότι η μικροαστική τάξη και η μικροϊδιοκτησία εν γένει αναπαριστούν μια πολύτιμη ζώνη αυτονομίας και ελευθερίας μέσα σε κρατικά συστήματα που όλο και περισσότερο κυριαρχούνται από μεγάλες δημόσιες και ιδιωτικές γραφειοκρατίες. Η αυτονομία και η ελευθερία είναι, μαζί με την αμοιβαιότητα, στο επίκεντρο της αναρχικής ευαισθησίας. Δεύτερον, είμαι πεπεισμένος ότι οι μικροαστοί επιτελούν ζωτικές κοινωνικές και οικονομικές υπηρεσίες υπό οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα.

Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη έναν εύλογα γενναιόδωρο ορισμό των ταξικών τους ορίων, οι μικροαστοί αντιστοιχούν στη μεγαλύτερη κοινωνική τάξη στον κόσμο. Αν δεν συμπεριλάβουμε μόνο τους εμβληματικούς καταστηματάρχες αλλά επίσης και τους μικροκαλλιεργητές, τους μάστορες, τους μικροπωλητές, τους μικρούς ελεύθερους επαγγελματίες και τους μικρεμπόρους, των οποίων η μοναδική ιδιοκτησία πιθανότατα να είναι μια χειράμαξα ή μια βάρκα και μερικά εργαλεία, τότε τα ταξικά τους όρια εκτοξεύονται στα ύψη. Αν υπολογίσουμε και την περιφέρεια αυτής της τάξης, φερ’ ειπείν, τους κολίγους, τους ζευγίτες, τους ρακοσυλλέκτες και τις πλανόδιες πωλήτριες, όπου η αυτονομία είναι περιορισμένη και η ιδιοκτησία πράγματι ασήμαντη, η τάξη μεγαλώνει ακόμα πιο πολύ. Παρ’ όλα αυτά, το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών, που τους διακρίνει τόσο απ’ τους υπαλλήλους όσο και απ’ τους βιομηχανικούς εργάτες, είναι ότι σε μεγάλο βαθμό θέτουν υπό έλεγχο την εργάσιμή τους μέρα και εργάζονται με λίγη ως καθόλου επιτήρηση. Θα μπορούσε κάποιος όντως να θεωρήσει αυτή την αυτονομία αμφιλεγόμενη, μιας και πρακτικά σημαίνει το να δουλεύει κανείς δεκαοχτώ ώρες ημερησίως με απολαβές που να προσφέρουν μια μετά βίας επιβίωση. Και παρ’ όλα αυτά είναι ξεκάθαρο ότι, όπως θα δούμε, η επιθυμία για αυτονομία και έλεγχο της εργάσιμης ημέρας, καθώς και η αίσθηση της ελευθερίας και της αυτοεκτίμησης που αυτός ο έλεγχος παρέχει, είναι μια αρκετά υποτιμημένη κοινωνική προσδοκία για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού.

 

Η αιτιολόγηση της καταδίκης των μικροαστών

 

Προτού αρχίσουμε την εξύμνηση των μικροαστών, καλό θα ήταν να κάνουμε μια παύση για να αναλογιστούμε γιατί, σαν τάξη, έχουν τέτοια ρετσινιά. Η μαρξιστική καταδίκη των μικροαστών είναι, εν μέρει, δομική. Η καπιταλιστική βιομηχανία δημιούργησε το προλεταριάτο και, ως εκ τούτου, είναι μόνο η χειραφέτηση του προλεταριάτου που εμπεριέχει την υπέρβαση του καπιταλισμού ως συστήματος. Περιέργως, αλλά όχι δίχως λογική εξήγηση, οι μαρξιστές δείχνουν έναν ζηλόφθονο θαυμασμό για τους καπιταλιστές, οι οποίοι υπερέβησαν τον φεουδαλισμό και απελευθέρωσαν τις πελώριες παραγωγικές δυνάμεις της νεωτερικής βιομηχανίας. Προετοίμασαν το έδαφος, που λέει ο λόγος, για την προλεταριακή επανάσταση και τον θρίαμβο του κομμουνισμού εν μέσω υλικής αφθονίας. Οι μικροαστοί, εν αντιθέσει, δεν είναι ούτε κρέας, ούτε ψάρι∙ είναι κατά κύριο λόγο φτωχοί, αλλά φτωχοί καπιταλιστές. Υπάρχει περίπτωση, κατά καιρούς, να συμμαχούν με την Αριστερά, αλλά πρόκειται περί λυκοφιλίας∙ η πολιτική τους αφοσίωση είναι εγγενώς αναξιόπιστη καθώς πατούν με το άλλο τους πόδι στο αντίπαλο στρατόπεδο και επιθυμούν να γίνουν μεγάλοι καπιταλιστές.

Η απευθείας μετάφραση του γαλλικού «petite» [μικρός] στα αγγλικά ως «petty» [μηδαμινός], αντί, ας πούμε, ως «small» [μικρός], κάνει ακόμα μεγαλύτερη ζημιά. Έτσι, δεν φαίνεται απλά να σημαίνει μικρός αλλά, εξίσου, αξιοκαταφρόνητος, όπως λέμε «pettifoggery» [χαζοκαυγάς], «petty cash» [«ψιλά»] ή απλώς «petty» [τιποτένιος][2]. Κι όταν συνδυάζεται στη λέξη «petty-bourgeoisie» [μικροαστική τάξη], τότε συνενώνεται με την καταδίκη των μαρξιστών, της ιντελιγκέντσιας και της αριστοκρατίας του φιλισταϊκού γούστου και της χοντροκομμένης ανησυχίας για τα φράγκα και την περιουσία των νεόπλουτων. Μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων, η ταμπέλα του μικροαστού έφτανε να σημαίνει φυλακίσεις, εξορίες ή θάνατο. Η καταδίκη των μικροαστών συναντήθηκε με τη σπερματική θεωρία περί αρρώστιας με όρους που προεικόνιζε τον ναζιστικό αντισημιτισμό. Ο Μπουχάριν, θέλοντας να στιγματίσει τους απεργούς εργάτες και ναύτες της Κροστάνδης, τόνισε ότι «η μικροαστική μόλυνση έχει εξαπλωθεί από την αγροτιά σε ένα τμήμα της εργατικής τάξης»[3]. Όλοι εκείνοι οι μικροί αγρότες που αντιστάθηκαν στην κολεκτιβοποίηση διαπομπεύτηκαν με παρόμοιο τρόπο: «ο πραγματικός κίνδυνος του μπουρζουάδικου μιάσματος και του μικροαστικού βακίλου παραμένει – η απολύμανση είναι απαραίτητη»[4]. Σ’ αυτή την τελευταία αναφορά, οι βάκιλοι που επικρίθηκαν ήταν σχεδόν όλοι οι μικροπαραγωγοί με μια μετριασμένη υπεραξία, που τους επέτρεπε, κατά τη διάρκεια της σοδειάς, να προσλάβουν μερικούς εργάτες γης. Και, φυσικά, η συντριπτική πλειοψηφία των μικροαστών είναι σχετικά φτωχοί, δουλευταράδες και η ιδιοκτησία που τους ανήκει με το ζόρι τους επιτρέπει να τα βγάζουν πέρα∙ η εκμετάλλευση που ασκούν περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό εντός της πατριαρχικής οικογένειας – αυτό που ένας συγγραφέας αποκάλεσε «αυτο-εκμετάλλευση»[5].

Θαρρώ πως η αποστροφή για τους μικροαστούς έχει επίσης μια δομικού τύπου πηγή την οποία μοιράζονται εξίσου το σοσιαλιστικό μπλοκ και οι καπιταλιστικές μαζικές δημοκρατίες. Είναι γεγονός ότι σχεδόν κάθε είδος μικρής ιδιοκτησίας κατέχει τα μέσα για να διαφεύγει τον κρατικό έλεγχο: η επιτήρηση, η φορολόγηση και η αστυνόμευση της μικρής ιδιοκτησίας είναι δύσκολο έργο∙ αντιστέκεται στον έλεγχο και την επιβολή του νόμου εξαιτίας της πολυπλοκότητας, της ποικιλότητας και της κινητικότητας των δραστηριοτήτων της. Η κρίση του 1929, που οδήγησε στην ορμητική καμπάνια κολεκτιβοποίησης του Στάλιν, οφειλόταν ακριβώς στην αποτυχία οικειοποίησης επαρκών σιτηρών από την αγροτιά. Κατά γενική ομολογία, όλα τα κράτη ανεξάρτητα απ’ τη μορφή τους ήταν σχεδόν πάντα ορκισμένοι εχθροί των διακινούμενων ανθρώπων –των τσιγγάνων, των βοσκών, των πλανόδιων εμπόρων, των γεωργών, των μετακινούμενων εργατών– καθώς οι δραστηριότητές τους είναι θολές και ευκίνητες, πετούν πάνω απ’ τα ραντάρ του κράτους. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο τα κράτη προτιμούν την αγροβιομηχανία, τα κρατικά αγροκτήματα, τις φυτείες και τις κρατικές επιχειρήσεις αντί της μικροϊδιοκτησιακής αγρικουλτούρας και του μικρεμπορίου. Προτιμούν τις μεγαλοεταιρείες, τις τράπεζες και τους επιχειρηματικούς ομίλους από το εμπόριο και τη βιομηχανία μικρής κλίμακας. Οι πρώτες είναι συχνά λιγότερο αποδοτικές από τις τελευταίες, αλλά οι δημοσιονομικές αρχές μπορούν ευκολότερα να τις επιβλέψουν, να τις μεταρρυθμίσουν και να τις φορολογήσουν. Όσο πιο διεισδυτική γίνεται η δημοσιονομική αρπαγή του κράτους, τόσο πιο πιθανό είναι ότι θα αναδυθεί μια «γκρίζα» ή «μαύρη» άτυπη και λαθραία οικονομία προκειμένου να του ξεφύγει. Κι εξυπακούεται ότι το τεράστιο μέγεθος και οι γεμάτες τσέπες των μεγάλων οργανισμών τούς εγγυώνται μια προνομιακή θέση στους θώκους της εξουσίας.

————————————

 

[1] Tawney R.H., Religion and the Rise of Capitalism, Χάρμοντσγουρθ: Penguin, 1969, σελ. 28.

[2] Σ.τ.μ.: Αναφορά κυρίως για το αγγλόφωνο κοινό.

[3] Averich Paul, Krostandt 1921, Πρίνστον: Princeton University Press, 1970, σελ. 66.

[4] Ο Vaisberg, σε ομιλία του το 1929, όπως παρατίθεται στο Davies R. W., The Socialist Offensive: The Collectivization of Russian Agriculture, 1929-1930, Λονδίνο: Macmillan, 1980, σελ. 175.

[5] Chayanov A. V., The Theory of Peasant Economy, επιμ. Thorner Daniel, μτφρ. [στα αγγλικά] Kerblay Basile και Smith R.F.E., Χόμγουντ: Richard Irwin for the American Economic Association, πρώτη έκδοση στα ρωσικά το 1926.

Eros computans

Η πίστη στην ισόβια συντροφικότητα, η δυναμική του έρωτα και οι ομολογίες αιώνιας αγάπης δηλητηριάζονται από τη ρηχότητα και την αποστασιοποίηση, την ταχύτητα και τη διαφυγή. Σύμφωνα δε με τις διαβεβαιώσεις των ακαδημαϊκών κύκλων, μαθαίνουμε πως οι ρομαντικοί είναι οπισθοδρομικοί, νοσταλγικοί, αντιδραστικοί, γέννησαν τον φασισμό· δεν είναι καιρός για εντάσεις και πόθους, η ultra φιλελεύθερη κοινωνία μας αναδύεται μέσα από την ποσότητα, την αύξηση της ζήτησης, τη λογιστική των παθών, τη μετρησιμότητα όσων επισκέφτηκαν τη ζωή μας, την ορθολογική διαρρύθμιση εν τέλει όλων των συγκινησιακών φορτίσεων.

Read More »

Οι καθημερινές νευρώσεις της ζωής στις μεγαλουπόλεις

Το ξυπνητήρι χτυπάει. Το κλείνεις και το ξανακλείνεις. Ευτυχώς προνόησες από το προηγούμενο βράδυ να το ρυθμίσεις αρκετά λεπτά πριν απ’ την ώρα που πραγματικά θες να ξυπνήσεις. Δεν θες να σηκωθείς και να βγεις στη ζούγκλα. Ψάχνεις δικαιολογίες, τελικά σηκώνεσαι. Βουρτσίζεις δόντια, ντύνεσαι και επιδίδεσαι σε ένα τελετουργικό προετοιμασίας προς την έρημο του κοινωνικού, τσεκάρεις για τελευταία φορά αν κρατάς τα κλειδιά σου στο χέρι κι αν έχεις πάρει το κινητό σου και πιάνεις το πόμολο. Βαθιά ανάσα και ξαφνικά είσαι στον δημόσιο χώρο, με την απορία πόσο μεγάλη θα είναι η δόση παράνοιας που θα συναντήσεις και σήμερα.

Read More »

Ζαν Μπωντριγιάρ – Είμαστε όλοι τρανς

Όλοι μας προσέχουμε το «look» μας. Από τη στιγμή που δεν μπορείτε να αντλήσετε μια αξία από την ίδια σας την ύπαρξη (δεν κοιτάμε πλέον ο ένας τον άλλον – και η σαγήνη φτάνει σε ένα τέλμα!), αυτό που απομένει είναι η επιτέλεση μιας πράξης εμφάνισης, χωρίς πραγματικά να νοιάζεστε για το είναι σας, ή ακόμα και για το ίδιο το εμφανίζεσθαι.

Read More »

Cart

Your Cart is Empty

Back To Shop