James C. Scott – H «δωρεάν» ευπρέπεια των μικροαστών

Σημ.: Το εν λόγω κείμενο συνιστά το τρίτο μέρος του κειμένου «Two Cheers for the Petty Bourgeoisie» που έγραψε ο ανθρωπολόγος James C. Scott. Πρόκειται για κεφάλαιο απ’ το βιβλίο Εγκώμιο στον αναρχισμό, ή Two Cheers for Anarchism: Six Easy Pieces for Autonomy, Dignity, and Meaningful Work and Play, όπως είναι ο τίτλος στο πρωτότυπο (Πρίνστον & Οξφόρδη, Princeton University Press: 2012, σσ. 84-100). Μεταφράστηκε το 2018 και δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Res Publica: Σημειώσεις εκτός γραμμής ενάντια στη δημόσια υποκρισία (τχ. 1, Φεβρ. 2019, σσ. 59-74). Το πρώτο μέρος του κειμένου υπάρχει ΕΔΩ και το δεύτερο μέρος ΕΔΩ.

—————————————–

 

I

Από τους Σκαφτιάδες και τους Ισοπεδωτές του Αγγλικού Εμφυλίου Πολέμου, τους Μεξικανούς χωρικούς του 1911, τους Ισπανούς αναρχικούς για σχεδόν έναν αιώνα, τα τόσα και τόσα αντιαποικιοκρατικά κινήματα μέχρι τα μαζικά κινήματα στη σύγχρονη Βραζιλία, η επιθυμία και γη και για αποκατάσταση της χαμένης γης είναι το βασικό μοτίβο των πιο ριζοσπαστικών, εξισωτικών, μαζικών κινημάτων. Δίχως τα θέλγητρα του μικροαστικού ονείρου, δεν θα είχαν ελπίδες για τίποτα.

Η καταδίκη των μικροαστών από τον Μαρξ, κατά πολύ υποδεέστερη της καταδίκης του λούμπεν προλεταριάτου, βασίστηκε στο γεγονός ότι ήταν μικροϊδιοκτήτες και, κατά συνέπεια, μικροί καπιταλιστές. Μόνο το προλεταριάτο, μια νέα τάξη που γεννήθηκε από τον καπιταλισμό και στερείται κάθε ιδιοκτησίας, θα μπορούσε να είναι αληθινά επαναστατικό∙ η απελευθέρωση των προλετάριων εξαρτάται απ’ την υπέρβαση του καπιταλισμού. Όσο πειστική κι αν ακούγεται αυτή η λογική στη θεωρία, το ιστορικά ισχύον είναι πως μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, οι μάστορες –υφαντουργοί, τσαγκάρηδες, τυπογράφοι, οικοδόμοι, κατασκευαστές κάρων, μαραγκοί– διαμόρφωναν τον πυρήνα των πιο ριζοσπαστικών εργατικών κινημάτων στον δυτικό κόσμο.

Ως παλιά τάξη, εμφορούνταν την κοινοτική παράδοση, ένα σύνολο εξισωτικών πρακτικών και μια τοπική συνοχή τις οποίες θα έβρισκε κανείς με δυσκολία στο νέο εργοστασιακό εργατικό δυναμικό. Και, φυσικά, οι μαζικές αλλαγές στην οικονομία από το 1830 κι έπειτα απείλησαν την ίδια την ύπαρξη αυτών των παλιών τάξεων ως κοινοτήτων και ως τεχνικών επαγγελμάτων. Όπως το έθεσε ο Barrington Moore, αντηχώντας τον E. P. Thompson,

 

το σημαντικότερο κοινωνικό θεμέλιο του ριζοσπαστισμού ήταν οι αγρότες και οι μικροτεχνίτες των πόλεων. Απ’ αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι η πηγή της ανθρώπινης ελευθερίας δεν βρίσκεται μόνο εκεί που την είδε ο Μαρξ, στις φιλοδοξίες διαφόρων κοινωνικών τάξεων να καταλάβουν την εξουσία, αλλά μάλλον ακόμη περισσότερο στο κύκνειο άσμα των τάξεων οι οποίες θάφτηκαν κάτω απ’ το κύμα της προόδου[1].

 

Καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το πάγιο αντεπαναστατικό μέτρο ήταν η προληπτική μεταρρύθμιση του κτηματολογίου, αν και αρκετά συχνά παρεμποδιζόταν από τις ίδιες τις ελίτ. Μόνο μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού μπλοκ το 1989 ήταν που η νεοφιλελεύθερη συναίνεση, σε οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, διέγραψε τις μεταρρυθμίσεις των κτηματολογίων από την πολιτική της ατζέντα. Ενώ είναι όντως αληθές ότι η πολιορκία της μικροϊδιοκτησίας ώθησε στην άνοδο αρκετών δεξιών κινημάτων, θα ήταν αδύνατο να γράψουμε μια ιστορία των αγώνων για ισότητα χωρίς μάστορες, μικροπαραγωγούς και το πάθος τους για την ανεξαρτησία της μικρής ιδιοκτησίας η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής[2].

Ακόμη ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ των μικροαστών είναι ο σπουδαίος οικονομικός ρόλος τους στις ευρεσιτεχνίες και τις καινοτομίες. Είναι οι πρωτοπόροι, αν και όχι πάντα οι τελικοί επωφελούμενοι, της συντριπτικής πλειοψηφίας νέων διαδικασιών, μηχανών, εργαλείων, προϊόντων, τροφίμων και ιδεών. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι η σύγχρονη βιομηχανία λογισμικού, όπου κυριολεκτικά όλες οι πρωτότυπες ιδέες δημιουργήθηκαν από άτομα ή μικρές συντροφίες και κατόπιν αγοράστηκαν ή απορροφήθηκαν από μεγαλύτερες εταιρείες.

Ο ρόλος των μεγαλύτερων εταιρειών είναι κυριολεκτικά αυτός της «ανίχνευσης» στο τεραίν της καινοτομίας κι έπειτα της οικειοποίησής –μέσω της πρόσληψης, της λαθροθηρίας και της εξαγοράς– οποιασδήποτε υποσχόμενης (και απειλητικής) ιδέας. Το συγκριτικό πλεονέκτημα των μεγάλων εταιρειών βρίσκεται στην κεφαλαιοποίηση, τη ρώμη της διάθεσης προϊόντων στην αγορά, τη δύναμη του λόμπινγκ και την καθετοποιημένη ενσωμάτωση, και όχι στις πρωτότυπες ιδέες και την καινοτομία.

Και, αν και είναι αληθές ότι οι μικροαστοί δεν μπορούν να στείλουν τον άνθρωπο στο φεγγάρι, να φτιάξουν ένα αεροπλάνο, να διυλίσουν πετρέλαιο απ’ τον βυθό της θάλασσας, να διευθύνουν ένα νοσοκομείο ή να κατασκευάσουν και να διαθέσουν ένα σημαντικό φάρμακο ή ένα κινητό τηλέφωνο, η δυνατότητα των μεγάλων εταιρειών για τα ανωτέρω πηγάζει επί της ουσίας από την ικανότητά τους απλώς να συνδυάζουν μυριάδες μικρότερες εφευρέσεις και διαδικασίες, τις οποίες δεν έχουν δημιουργήσει και ίσως να μην μπορούσαν και να δημιουργήσουν από μόνες τους [3].

Φυσικά, αυτή είναι μια σημαντική καινοτομία καθ’ εαυτή. Παρ’ όλα αυτά, το κλειδί της ολιγοπωλιακής θέσης των μεγαλύτερων εταιρειών βρίσκεται ακριβώς στη δύναμή τους να εξουδετερώνουν ή να καταβροχθίζουν τους δυνητικούς ανταγωνιστές τους. Κάνοντας κάτι τέτοιο, στραγγαλίζουν αδιαμφισβήτητα τόση καινοτομία όση διευκολύνουν.

 

II

Αν δεν μπορείς να χαμογελάσεις, μην ανοίξεις μαγαζί

Κινέζικη παροιμία

 

Πριν λίγο καιρό πέρασα μερικές μέρες με μια φίλη στο Μόναχο, στο σπίτι των γονιών της που είχε πάει για επίσκεψη. Ήταν σχετικά ευπαθείς και σε μεγάλο βαθμό έγκλειστοι στο διαμέρισμά τους, αλλά επέμεναν να κάνουν μικρούς περιπάτους στη γειτονιά τους κατά τα δροσερά καλοκαιρινά πρωινά. Για αρκετές μέρες εγώ και η φίλη μου τους συνοδεύαμε στην πρωινή τους βόλτα για ψώνια, και τι «βόλτα»!

Πήγαιναν πρώτα σε ένα μικρό μανάβικο, όπου αγόραζαν μια χούφτα λαχανικά και μερικά προϊόντα μακράς διάρκειας∙ κατόπιν, συνέχιζαν σε ένα διπλανό μαγαζί που είχε βούτυρο, γάλα, αυγά και τυρί∙ μετά στον χασάπη για ένα μικρό φιλέτο χοιρινό∙ μετά σε ένα κιόσκι που πουλούσε φρούτα∙ και, τέλος, αφού προηγουμένως κάνανε μια στάση σε ένα μικρό πάρκο για να χαζέψουν τα παιδιά που παίζουν, κατέληγαν στον εφημεριδοπώλη για να αγοράσουν κανένα περιοδικό και την τοπική εφημερίδα. Φαινόταν μια σχεδόν αμετάβλητη ρουτίνα και σε κάθε μαγαζί ξεκινούσε κουβεντούλα, σύντομη ή εκτενής, αναλόγως του αριθμού των υπολοίπων πελατών. Οι άνθρωποι σχολίαζαν τον καιρό ή κάποιο τροχαίο ατύχημα παραδίπλα, ψάχνανε κοινούς φίλους και συγγενείς, υπενθυμίζανε για κάποια γέννα στη γειτονιά, ρωτούσαν πως τα πηγαίνει ο γιος ή η κόρη του τάδε, συλλογίζονταν για τον ενοχλητικό θόρυβο των αυτοκινήτων και πάει λέγοντας.

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτές οι συζητήσεις ήταν ρηχές και περιορίζονταν σε φιλοφρονήσεις, στις ποταπότητες της καθημερινής ζωής, αλλά δεν ήταν ποτέ τους ανώνυμες∙ όλοι γνώριζαν το όνομα του συνομιλητή τους καθώς και αρκετές πληροφορίες για το οικογενειακό ιστορικό του. Εξεπλάγην από την χαλαρή, αν και επιφανειακή, κοινωνικότητα που επικρατούσε και συνειδητοποίησα ότι αυτές οι βόλτες ήταν το κοινωνικοποιητικό αποκορύφωμα των γονιών της φίλης μου. Θα μπορούσαν πολύ εύκολα να κάνουν τα ψώνια τους με πιο αποτελεσματικό τρόπο σε κάποιο μεγαλύτερο κατάστημα λίγο πιο πέρα.

Αν το αναλογιστούμε για λίγο, θα μπορούσαμε να δούμε ότι οι καταστηματάρχες είναι απλήρωτοι κοινωνικοί λειτουργοί που παρέχουν μια μικρής διάρκειας μα ανεκτίμητη συντροφιά στη σταθερή τους πελατεία.

Βέβαια, το «απλήρωτοι» δεν είναι ακριβές εφόσον οι τιμές τους είναι υψηλότερες από αυτές των μεγαλύτερων πολυκαταστημάτων∙ οι καταστηματάρχες έχουν καταλάβει ότι τα χαμόγελα και οι φιλοφρονήσεις που προσφέρουν είναι ένας τρόπος με τον οποίο μπορούν να διατηρήσουν μια σταθερή και πιστή πελατεία και, ως εκ τούτου, την επιχείρησή τους. Υπό τον φόβο να καταλήξουμε υπερβολικά κυνικοί για τη μάσκα των καταστηματαρχών πίσω απ’ το χαμόγελό τους, παρ’ όλα αυτά, αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτές οι φιλοφρονήσεις απαλύνουν λίγο μια μέρα που ούτως ή άλλως σπαταλιέται πίσω απ’ τον πάγκο κοπής, τις ζυγαριές και τις ταμειακές μηχανές.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οι μικροαστοί επιτελούν ένα είδος καθημερινών και έμπιστων κοινωνικών υπηρεσιών που διατίθενται δωρεάν, οι οποίες θα ήταν δύσκολο να τις αντιγράψουν κάποιος δημόσιος λειτουργός ή κάποια δημόσια αρχή. Πρόκειται, μάλλον, για μια σειρά από χαριστικές υπηρεσίες που παρέχουν οι μικροκαταστηματάρχες αξιοποιώντας τες προς όφελός τους προκειμένου να κάνουν μπίζνες. Στις εμβριθείς εθνογραφικές παρατηρήσεις της πάνω στην υφή των γειτονιών και τη δημόσια ασφάλεια, η Jane Jacobs καταλογογράφησε αρκετές από αυτές[4].

Η φράση της «τα βλέμματα του δρόμου», μια κατεξοχήν πρωτότυπη παρατήρηση στη δεκαετία του ’60, κατέληξε μια σύγχρονη πολεοδομική αρχή για τις αστεακές γειτονιές. Αναφέρεται στον διαρκή άτυπο έλεγχο της γειτονιάς από τους πεζούς, τους καταστηματάρχες και τους κατοίκους, πολλοί εκ τω οποίων γνωρίζονται μεταξύ τους. Η παρουσία τους, το ζωντάνεμα του σκηνικού στους δρόμους, λειτουργεί άτυπα για τη διατήρηση της δημόσιας ευταξίας, χωρίς να προκύπτει κανενός είδους ανάγκη για παρέμβαση.

Το σημείο κλειδί, για να επιστρέψουμε στα δικά μας, είναι ότι «τα βλέμματα του δρόμου» απαιτούν μια πυκνωμένη, πολυχρηστική γειτονιά, με πολλά μικρά μαγαζάκια, ατελιέ, κατοικίες και υπηρεσίες που διασφαλίζουν την οδοιπορική κυκλοφορία των περιπλανώμενων, τους περιπάτους στις βιτρίνες ή τη διανομή κατ’ οίκον.

Οι νεροκουβαλητές αυτής της διαδικασίας είναι οι μικροαστοί μαγαζάτορες, που βρίσκονται στον δρόμο κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας, που γνωρίζουν τους ίδιους τους πελάτες τους και που κρατούν ένα άτυπο βλέμμα στραμμένο προς τον δρόμο. Τέτοιου τύπου γειτονιές είναι πολύ πιο ασφαλείς από ερημωμένες τοποθεσίες με ελάχιστη οδοιπορική κυκλοφορία. Εδώ ξανά, μια πολύτιμη υπηρεσία, σ’ αυτή την περίπτωση σκοπεύοντας στη διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας, παρέχεται από το παραπροϊόν ενός συνδυασμού άλλων δραστηριοτήτων και χωρίς κανένα οικονομικό κόστος για τον δήμο. Εκεί που αυτές οι άτυπες δομές απουσιάζουν, ακόμη και οι μπάτσοι θα τα βρουν δύσκολα στο να διατηρήσουν μια αποδοτική ασφάλεια.

Οι μικροαστικές κοινωνικές υπηρεσίες, όπως το χαμόγελο του μαγαζάτορα, πολύ απλά δε γίνεται να ξεπουληθούν. Η Jane Jacobs παρατήρησε ότι σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο υπήρχε κυριολεκτικά κάποιος καταστηματάρχης που να είναι ανοιχτός όλη μέρα, από τον οποίο οι γείτονες ζητούσαν να κρατήσει τα κλειδιά τους για μακρινούς συγγενείς ή φίλους που θα χρησιμοποιούσαν το διαμέρισμά τους ενόσω αυτοί θα έλειπαν μακριά. Οι καταστηματάρχες παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες τους τιμητικά προς τους πελάτες τους. Είναι αδύνατο να φανταστούμε μια τέτοιου τύπου υπηρεσία να παρέχεται από κάποια δημόσια υπηρεσία.

Είναι αλήθεια ότι τα πολυκαταστήματα αυτο-εξυπηρέτησης μπορούν, εξαιτίας της ορμής τους ως αγοραστές, να διανείμουν ένα πλήθος τυποποιημένων αγαθών στους καταναλωτές και μάλιστα σε καλύτερες τιμές απ’ ότι οι μικροαστοί.

Παρ’ όλα αυτά, αυτό που δεν είναι και τόσο ξεκάθαρο είναι εάν, εφόσον θα έχουμε εργοστασιοποιήσει όλα τα δημόσια αγαθά (τις θετικές εξωτερικότητες) που παρέχουν οι μικροαστοί –άτυπη κοινωνική εργασία, δημόσια ασφάλεια, αισθητικές απολαύσεις ενός ζωντανού και αξιόλογου δημόσιου σκηνικού, μια μεγάλη ποικιλία κοινωνικών εμπειριών και προσωπικών υπηρεσιών, τα άτυπα νέα της γειτονιάς και τα κουτσομπολιά, τα οικοδομικά τετράγωνα της κοινωνικής αλληλεγγύης και της δημόσιας δράσης, καθώς και (στην περίπτωση των μικροκαλλιεργητών) η καλή συνδιαχείριση της γης–, τελικά ίσως, οι μικροαστοί, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους, να μην ήταν και τόσο χαμένη εναλλακτική, μακροπρόθεσμα, από την μεγάλη, απρόσωπη, καπιταλιστική φίρμα.

Βέβαια, αν και πιθανότατα απέχουν παρασάγγας από το τζεφερσονικό δημοκρατικό ιδεώδες του γεμάτου αυτοπεποίθηση, ανεξάρτητου μικροκτηματία, παρ’ όλα αυτά οι μικροαστοί το προσεγγίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό από τους υπαλλήλους της Wal Mart ή της Home Depot.

Ένα τελευταίο σημείο που αξίζει να τονιστεί. Μια κοινωνία που κυριαρχείται από μικροϊδιοκτήτες και μαγαζάτορες είναι πιο κοντά στην ισότητα και στη λαϊκή ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από κάθε άλλο οικονομικό σύστημα που έχει σχεδιαστεί μέχρι σήμερα.

—————————————————

 

[1] Moore Barrington, The Social Origins of Dictatorship and Democracy, Βοστώνη: Beacon Press, 1966. Βλ. επίσης το εκπληκτικό Thompson E. P., The Making of the English Working Class, Νέα Υόρκη: Vintage, 1966.

[2] Υπάρχουν κι άλλες κοινωνικές συνεισφορές των μικροαστών που θα άξιζε να εκτιμηθούν ανεξάρτητα απ’ τη θέση κάποιου στο πολιτικό φάσμα. Ιστορικά, το μικρεμπόριο και η μικροπαραγωγή ήταν οι κομβικές μηχανές της ενσωμάτωσης στην αγορά. Αν κάποιο προϊόν ή κάποια υπηρεσία βρίσκονται κάπου σε έλλειψη και που, επομένως, υποχρεώνονται σε υψηλότερη τιμή πώλησης, τότε οι μικροαστοί να βρουν έναν τρόπο να τα μεταφέρουν εκεί που τα έχουν ανάγκη. Για τους οπαδούς του Milton Friedman και των φονταμενταλιστών της ελεύθερης αγοράς, οι μικροαστοί επιτελούν «το έργο του Θεού». Λειτουργούν μέσα σε ένα περιβάλλον σχεδόν τέλειου ανταγωνισμού∙ η ευκινησία τους και η ταχύτητα ανταπόκρισής τους σε μικρές κινήσεις ζήτησης και προσφοράς προσεγγίζουν την ουτοπική οπτική του τέλειου ανταγωνισμού όπως τον ορίζουν τα νεοκλασικά οικονομικά. Τα περιθώρια κέρδους των μικροαστών είναι μικρά, οι αποτυχίες τους συχνές, και παρ’ όλα αυτά η αθροιστική τους δραστηριότητα συνεισφέρει στο βέλτιστο αποτέλεσμα για το οποίο κάνει λόγο ο Παρέτο. Οι μικροαστοί, γενικά, πλησιάζουν κατά πολύ αυτό το ιδεώδες. Παρέχουν αναγκαία αγαθά και υπηρεσίες σε ανταγωνιστικές τιμές και σε ταχύτητες που οι μεγαλύτερες και αργοπορημένες εταιρείες αδυνατούν να πιάσουν.

[3] Γράφω «ίσως» γιατί υπήρξε, από τα μέσα του αιώνα μας, μια ερευνητική κουλτούρα σε μεγάλες εταιρείες όπως η AT&T (Bell Labs), η Dupont, η IBM, η οποία πρότεινε ότι οι μεγάλες εταιρείες δεν είναι απαραίτητα εχθρικές προς την καινοτομία.

[4] Jacobs Jane, The Death and Life of Great American Cities, Νέα Υορκη: Vintage, 1961.

Eros computans

Η πίστη στην ισόβια συντροφικότητα, η δυναμική του έρωτα και οι ομολογίες αιώνιας αγάπης δηλητηριάζονται από τη ρηχότητα και την αποστασιοποίηση, την ταχύτητα και τη διαφυγή. Σύμφωνα δε με τις διαβεβαιώσεις των ακαδημαϊκών κύκλων, μαθαίνουμε πως οι ρομαντικοί είναι οπισθοδρομικοί, νοσταλγικοί, αντιδραστικοί, γέννησαν τον φασισμό· δεν είναι καιρός για εντάσεις και πόθους, η ultra φιλελεύθερη κοινωνία μας αναδύεται μέσα από την ποσότητα, την αύξηση της ζήτησης, τη λογιστική των παθών, τη μετρησιμότητα όσων επισκέφτηκαν τη ζωή μας, την ορθολογική διαρρύθμιση εν τέλει όλων των συγκινησιακών φορτίσεων.

Read More »

Οι καθημερινές νευρώσεις της ζωής στις μεγαλουπόλεις

Το ξυπνητήρι χτυπάει. Το κλείνεις και το ξανακλείνεις. Ευτυχώς προνόησες από το προηγούμενο βράδυ να το ρυθμίσεις αρκετά λεπτά πριν απ’ την ώρα που πραγματικά θες να ξυπνήσεις. Δεν θες να σηκωθείς και να βγεις στη ζούγκλα. Ψάχνεις δικαιολογίες, τελικά σηκώνεσαι. Βουρτσίζεις δόντια, ντύνεσαι και επιδίδεσαι σε ένα τελετουργικό προετοιμασίας προς την έρημο του κοινωνικού, τσεκάρεις για τελευταία φορά αν κρατάς τα κλειδιά σου στο χέρι κι αν έχεις πάρει το κινητό σου και πιάνεις το πόμολο. Βαθιά ανάσα και ξαφνικά είσαι στον δημόσιο χώρο, με την απορία πόσο μεγάλη θα είναι η δόση παράνοιας που θα συναντήσεις και σήμερα.

Read More »

Ζαν Μπωντριγιάρ – Είμαστε όλοι τρανς

Όλοι μας προσέχουμε το «look» μας. Από τη στιγμή που δεν μπορείτε να αντλήσετε μια αξία από την ίδια σας την ύπαρξη (δεν κοιτάμε πλέον ο ένας τον άλλον – και η σαγήνη φτάνει σε ένα τέλμα!), αυτό που απομένει είναι η επιτέλεση μιας πράξης εμφάνισης, χωρίς πραγματικά να νοιάζεστε για το είναι σας, ή ακόμα και για το ίδιο το εμφανίζεσθαι.

Read More »

Cart

Your Cart is Empty

Back To Shop